Μεγάλη προσωπικότητα ο Ότο Φον Μπίσμαρκ, και τεράστια η παρακαταθήκη που έχει αφήσει πίσω του στο επίπεδο της πολιτικής και της στρατηγικής σκέψης. Πολλές φορές με περίσσια διάθεση αστεϊσμού περιέγραφε την τάση των ανθρώπων, αλλά και των κρατών, να υπερβαίνουν τα όριά τους και να θεωρούν εαυτούς παντογνώστες.
Εξάλλου, με μια άλλη ρήση του εκτός αυτής του τίτλου, σημείωνε ότι «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού».
Θα αντέτεινε κάποιος ότι «αυτά μας τα είπαν και άλλοι» και στην πράξη τελικά κατέφευγαν στην ουτοπία και στη μεγαλομανία. Προφανώς αυτό δεν αφορά τον Μπίσμαρκ, ο οποίος κατέλαβε με συνοπτικές διαδικασίες το Παρίσι στο πλαίσιο του γαλλοπρωσικού πολέμου του 1870 και έπειτα αποχώρησε γνωρίζοντας καλά ότι μια τέτοια ενέργεια θα οδηγούσε σε γενικότερη αποσταθεροποίηση και στην εναντίωση όλων των υπολοίπων προς αυτόν. Αρνήθηκε, δηλαδή, να αποκομίσει το μέγιστο κέρδος από τη στρατιωτική επιτυχία του, αντιλαμβανόμενος την αξία της ισορροπίας ισχύος και τη δυναμική των αντισυσπειρώσεων, και φυσικά οδηγώντας τους μετέπειτα αναλυτές των διεθνών σχέσεων να περιγράφουμε τη θεωρία και να προσθέτουμε στο τέλος: «Πλην του Μπίσμαρκ».
Κλείνω την παρένθεση και επιστρέφω στον τίτλο του παρόντος κειμένου. Η αμετροέπεια περισσεύει και η φράση επαληθεύεται με καταιγιστικό τρόπο σε μια Ελλάδα που ο τραγουδιστής, επειδή είναι εξαιρετικός και έχει εμπορικές επιτυχίες, έχει την ορθότερη άποψη για την οικονομική πολιτική της χώρας. Ο ηθοποιός, ειδικά αν έχει παίξει και στην Επίδαυρο, είναι το ιδανικό πρόσωπο να μας μιλήσει για την εξωτερική πολιτική της χώρας, και ο δημοσιογράφος όσο περισσότερο θρασύς και αγράμματος είναι, τόσο γνωρίζει καλύτερα… τα πάντα!
Άλλη φοβερή και τρομερή φιγούρα είναι εκείνη του καθηγητή… Δεδομένου του «ειδικού βάρους» της πανεπιστημιακής έδρας, η δυναμική της άποψης του καθηγητή λαμβάνει μυθικές διαστάσεις. Επηρεάζει, διαμορφώνει άποψη και καθηλώνει σε κάθε δημόσια παρουσία του. Με τον ίδιο τρόπο, όμως, απογοητεύει ταυτόχρονα καθώς έχει καλλιεργήσει προσδοκίες οι οποίες πολλές φορές ξεπερνούν το μπόι του. Και πώς να μην το ξεπερνούν, όταν επιμένει να καταπιάνεται με πράγματα που δεν αποτελούν μέρος της ερευνητικής του δραστηριότητας και ειδίκευσης; Ψιλά γράμματα… Όταν, λοιπόν, οι προσδοκίες διαψεύδονται, τότε «την πληρώνουν» ολόκληροι επιστημονικοί κλάδοι… «Ποιος διεθνολόγος; Ποιος γεωπολιτικός αναλυτής; Αυτός δεν ξέρει τίποτα…».
Μόνιμη επωδός, η οποία εύλογα μετατρέπεται αργά ή γρήγορα σε «Αυτοί δεν ξέρουν τίποτα»…
Η γνώση μας είναι πεπερασμένη και αφορά είτε το συγκείμενο μιας περιπτωσιολογικής μελέτης (ενός δρώντος: λ.χ. Τουρκία, ΗΠΑ, Ελλάδα, Ρωσία κ.ο.κ.) είτε τη δια-περιπτωσιολογική εμβάθυνση επί ενός διεθνούς φαινομένου, όπως λ.χ. ο ηγεμονισμός, η άνιση ανάπτυξη, οι συμμαχίες ή ο ισλαμικός φονταμενταλισμός. Λόγω του ευμετάβλητου χαρακτήρα των εν λόγω ζητημάτων, καθώς παρεμβαίνει ο πάντοτε αστάθμητος ανθρώπινος παράγοντας και δεν πρόκειται για θετικές επιστήμες, στόχος δεν είναι άλλος παρά ο ορισμός ενός κοινού παρονομαστή επί διαφορετικών ιστορικών περιπτώσεων. Η επίτευξη αυτού του στόχου προσφέρει ένα εξαιρετικό εργαλείο ανάλυσης μέσω της παίδευσης και της εντρύφησης στην ιστορία από αναλυτική –και όχι απλώς παραθετική– σκοπιά.
Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα αποτυπώνουμε τάσεις, καταθέτουμε το σύνολο των παραμέτρων με το συντελεστή βαρύτητας που αναλογεί στην καθεμία, και αποπειρώμεθα να δημιουργήσουμε εναργείς προβλεπτικούς μηχανισμούς, όπως αυτόν που θεμελιώνει ο Ιωάννης Μάζης στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Γεωπολιτισμικών Αναλύσεων Μέσης Ανατολής – Τουρκίας του τμήματος Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έως εκεί…
Από εκεί και πέρα, ορισμένοι άλλοι φρονούν ότι δύνανται να καταθέτουν άποψη επί παντός επιστητού δίχως επιστημονική τεκμηρίωση αλλά με επιστημονική βεβαιότητα. Αυτό είναι το πρόβλημα και τότε οδηγούμαστε στην ρήση του Μπίσμαρκ, καθώς οι εν λόγω «μεγαλόσχημοι» γίνονται αποδεκτοί σε θέσεις εφαρμόσιμης πολιτικής. Φυσικά τότε, όσα έλεγαν, είτε διαπιστώνουν ότι ήταν απλά ρητορικά τεχνάσματα με στόχο την ικανοποίηση της εγωπάθειάς τους, είτε διαπιστώνουμε εμείς ότι είπαν «δυο κουβέντες παραπάνω» προκειμένου να λάβουν κάποιο υψηλά μισθοδοτούμενο δημόσιο αξίωμα.