Με μια σειρά από προηγούμενα άρθρα μου με τους τίτλους «Τα αυτονόητα», «Ασφάλεια εστί το προνοείν», «Σωκρατικοί και μακιαβελικοί», «Ώρα σύμπραξης», «Εθνική Συνέλεψη, Σύνταμα», «Κύριλιτς και Μεθοντέφσκι», «Το λέει η λέξη» και «Από δω κι εμπρός φταίμε όλοι» μέχρι τα πρόσφατα «2019 ή 1984» και «Ως εδώ!» προσπάθησα να αναλύσω πολύπλευρα τα σχετικά με την εθνικά επικίνδυνη και ποικιλοτρόπως τρισάθλια Συμφωνία των Πρεσπών.
Μια συμφωνία που είναι για κλάματα, γιατί θα προκαλέσει πολλά τέτοια στο μέλλον.
Θέλει ταλέντο, ώστε με μια διμερή συμφωνία να διαρρήξεις συγχρόνως και απροκάλυπτα τρεις θεμελιώδεις αξίες του λεγόμενου Δυτικού πολιτισμού: Την επιστήμη, τη δημοκρατία και την εθνική κυριαρχία. Ο κομματικός φεουδαλισμός δείχνει το χειρότερο πρόσωπό του· φέρει ολοκάθαρα πλέον χαρακτηριστικά απολυταρχισμού και ολοκληρωτισμού. Πώς μπορεί να περιγράψει κανείς ένα πολίτευμα στο οποίο παραβιάζεται ασύστολα η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας; Προφανώς όχι ως δημοκρατία.
Το γεγονός αυτό, εκ των πραγμάτων, είναι αδύνατο να αμφισβητηθεί· τουλάχιστον στο πλαίσιο της κοινής λογικής και με τη ματιά ενός τρίτου, ανιδιοτελούς και αντικειμενικού παρατηρητή. Η αίσθηση της κοινής γνώμης, οι δημοσκοπήσεις, αλλά και τα πάνδημα συλλαλητήρια αποτελούν συντριπτικές ενδείξεις ότι η κυβέρνηση λειτουργεί ευθέως και σκαιώς ενάντια στη θέληση της πλειοψηφίας του λαού. Συμπεράσματα όπως αυτό εμπίπτουν στην κατηγορία της απλούστατης κοινής λογικής του είδους «ένα κι ένα κάνουν δύο». Είναι αδύνατο ν’ ανατραπούν με σοφιστείες και προπαγανδιστικούς βερμπαλισμούς.
«Το 80% του λαού δεν θέλει» + «εσύ δεν τον ακούς και κάνεις το δικό σου» = «δεν είσαι δημοκράτης». Από αυτήν την απλούστατη κι αμείλικτη εξίσωση δεν μπορεί να γλιτώσει κανένας – με καμία δικαιολογία. Εκτός αν μιλάμε για το θέατρο του παραλόγου που χαρακτηρίζει τα ολοκληρωτικά συστήματα. Επειδή η «Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας» αυτοπροσδιοριζόταν ως δημοκρατία, για παράδειγμα, δεν σημαίνει πως ήταν. Αυτήν την απλούστατη, την αναντίρρητη πραγματικότητα πώς να την παραβλέψει κανείς διατηρώντας έστω και κάποια ίχνη σοβαρότητας;
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, εκτός από όλες τις άλλες τραγικές και σοβαρότατες παραμέτρους του θέματος, υπάρχει και κάτι ακόμα.
Τα επιχειρήματα αυτών που σκοπεύουν να υπερψηφίσουν τη συμφωνία ακούγονται στ’ αυτιά της πλειοψηφίας του λαού, που διαφωνεί κάθετα με αυτήν, ως εμπαιγμός, ως προκλητικότατη κοροϊδία. Προσβάλλουν βάναυσα τη νοημοσύνη μας. Προσβάλλουν και την αξιοπρέπειά μας· μας υποτιμούν, καθώς μας τοποθετούν σε θέση κολίγα, ραγιά. Εάν δεν είναι αυτό «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», τότε ποιο ακριβώς είναι;
Επειδή λοιπόν αυτή η κοροϊδία δεν μπορεί να περάσει με τίποτα, οι καταχρώμενοι την εξουσία μετέρχονται διάφορες μεθοδεύσεις για να δικαιολογήσουν την άσκηση βίας απέναντι τους πολίτες που διαδηλώνουν διαμαρτυρόμενοι δικαίως. Στο άρθρο της προηγούμενης Τρίτης αναφέρθηκα –εμμέσως πλην σαφώς– στα αναμενόμενα δακρυγόνα της Κυριακής: «Τι να το κάνω να τρώμε τα χημικά…». Όταν ένας διαιτητής, όμως, βγάζει κόκκινη κάρτα σε ολόκληρη την ενδεκάδα, αντί μόνο στον παίκτη που είχε αντιαθλητική συμπεριφορά, τι μπορεί να πει κανείς γι’ αυτόν; Ότι διαιτητεύει δίκαια και καθαρά…;
Δεν μπορείς να λέγεσαι δημοκρατικός πολίτης, δημοκρατικός άνθρωπος, αν σε αυτό ακριβώς το δίλημμα που βιώνουμε δεν παίρνεις θέση υπέρ του δημοψηφίσματος. Περιμένω ακόμα και από τους μειοψηφούντες πολίτες που διαφωνούν μαζί μας και πιστεύουν πως η Συμφωνία των Πρεσπών είναι καλή, να υπερασπιστούν το αναφαίρετο δικαίωμα της πλειοψηφίας ώστε να λυθεί η κρίσιμη για το μέλλον της πατρίδας αντιγνωμία δημοκρατικά, επίσημα και καθαρά σε ένα δημοψήφισμα. Εσείς που δεν το κάνετε να με συμπαθάτε, αλλά –όχι εγώ– τα γεγονότα, τα δεδομένα κι η κοινή λογική σάς αναδεικνύουν ως μη δημοκρατικούς ανθρώπους, ιδιοτελείς, ζαβολιάρηδες και συμφεροντολόγους.
Η ακύρωση μιας τέτοιας συμφωνίας από κάποια άλλη κυβέρνηση στο μέλλον θα πρέπει να πείσει τη διεθνή κοινή γνώμη, ώστε να μην καταξεφτιλιστεί η χώρα μας ως απολύτως ανακόλουθη και ασόβαρη.
Νομίζω ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει, αναδεικνύοντας μόνο τις νομικές ατέλειες της συμφωνίας. Θα σου πει ο ξένος: «δεν τα αναγνώρισαν αυτά εγκαίρως οι εντεταλμένες νομικές υπηρεσίες της χώρας σας;» – και θα έχει δίκιο… Αυτό μπορεί να γίνει μόνον εάν η διεθνής κοινή γνώμη πειστεί για το ότι πρόκειται για μια συμφωνία εξόχως επιζήμια για τη χώρα μας. Αλλά πάλι θα σου πουν: «στις κανονικές χώρες αυτοί που κάνουν τόσο μεγάλες ζημίες στη χώρα τους βρίσκουν μεγάλο μπελά. Δεν βλέπουμε να γίνεται κάτι τέτοιο στην περίπτωσή σας…». Τι να τους πεις τότε;
Όπως και να ’χει, ως πολίτες βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική στιγμή μεγάλης ευθύνης. Δεν έχουμε μόνο το δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση να υπερασπιστούμε την πατρίδα από τον εύλογο κίνδυνο, και τη δημοκρατία μας από το χονδροειδέστατο πλήγμα. Το ερώτημα, που έχει σαφέστατα συνειδησιακό χαρακτήρα, είναι: Πώς; Με τι τρόπο; Τι μπορούμε να κάνουμε; Τα λόγια φαίνεται πως τελείωσαν. Τα τελευταία πνίγηκαν στα δακρυγόνα… Το παιχνίδι πια πάει στη δύναμη.
Αν κανένας από τους θεσμικούς πυλώνες του δημοκρατικού μας πολιτεύματος δεν βρει τον τρόπο ή το θάρρος να προασπίσει όπως οφείλει τη δημοκρατία, τότε τι μας μένει; Ένας οργανωμένος, στρατηγικά σχεδιασμένος (ώστε να αντιμετωπίσει προβοκάτσιες), ειρηνικός, αλλά ταυτόχρονα αποτελεσματικός ακτιβισμός; Ίσως…
Ίσως πάλι μόνον ο Θεός…