Η πρόκληση ενώπιον της οποίας έχουν βρεθεί όλα τα μεγάλα κράτη της ιστορίας, έχει οριστεί με πολλούς τρόπους. Μέσω είτε του «θουκυδίδειου αδιεξόδου» είτε της «τραγωδίας της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» αποτυπώνεται η διαρκής τάση ισχυροποίησης με στόχο τη διαχείριση των διλημμάτων ασφαλείας έως την τελική εξισορρόπηση και επαναφορά της ισορροπίας ισχύος.
Στη μεταψυχροπολεμική συγκυρία, οι ΗΠΑ αποτελούν το παράδειγμα μιας πλανητικής υπερδύναμης ευρισκόμενης ενώπιον τέτοιας υφής διακυβευμάτων.
Σε παρόμοια θέση βρέθηκε και η Μεγάλη Βρετανία προ αρκετών δεκαετιών, καταφέρνοντας το μοναδικό – να συνεχίσει να αποτελεί μεγάλη δύναμη παρά την απώλεια της πρώτης θέσης. Όσα κράτη κατείχαν τα πρωτεία στο παρελθόν καταβαραθρώνονταν με εκκωφαντικό τρόπο, αλλά η «γηραιά Αλβιώνα» κατάφερε με ομαλό τρόπο να «μεταβιβάσει» τον έλεγχο στην Ουάσινγκτον.
Μετά τη διάλυση του ετέρου πόλου, ήτοι του σοβιετικού, οι ΗΠΑ συντήρησαν και διεύρυναν το Ατλαντικό Σύμφωνο, ενώ έγιναν ιδιαιτέρως επεμβατικές σε γεωπολιτικά κρίσιμες περιοχές του πλανήτη, ιδιαιτέρως στο νότιο τόξο της Ευρασίας. Παράλληλα, ενίσχυσαν την επιρροή τους επί συμμάχων και ουδετέρων εργαλειοποιώντας –μεταξύ άλλων– την οικονομία προς χάρη του στρατηγικού ελέγχου.
Όπως περιέγραφε ο Παναγιώτης Κονδύλης στην Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο: «Πίσω από τη μετατροπή της πολιτικής σε οικονομία, όπως την είδαμε να συντελείται στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, διαγράφεται συνεχώς η δυνατότητα πολιτικοποίησης της οικονομίας. Αν η οικονομία είναι η επιταγή και η ειμαρμένη των καιρών, τότε η επιδίωξη ισχύος, δηλαδή ο αγώνας για την εδραίωση ή αλλαγή ορισμένων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, υποχρεωτικά θα ανοίξει το δρόμο της μέσα από την οικονομία».
Η εν λόγω περίοδος δίνει αργά και σταθερά τη θέση της σε μια νέα φάση του διεθνούς συστήματος, δομημένου με πολυπολικούς όρους.
Στο ορατό μέλλον, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να συνιστούν τον μείζονα δρώντα στις διεθνείς εξελίξεις, με τη διαφορά ότι σημαντικοί πόλοι θέτουν ήδη σε αμφισβήτηση την αμερικανική πρωτοκαθεδρία σε σημαντικά σημεία του πλανήτη. Το ενδιαφέρον έγκειται στο γεγονός ότι τα συγκεκριμένα γεωγραφικά σημεία βρίσκονται πλέον μακράν του ευρωπαϊκού χώρου και η μετακύλιση του αμερικανικού στρατηγικού βάρους προς αυτά δημιουργεί νέα δεδομένα.
Οι προϋποθέσεις της αμερικανικής σταθεροποιητικής παρουσίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο και στον μεσανατολικό χώρο δεν έχουν αλλάξει, καθώς αυτές συνιστούν μείζονος σημασίας περιφέρειες οι οποίες δεν μπορούν να «θυσιαστούν» από μια πλανητική υπερδύναμη. Οι ΗΠΑ θα ενδιαφέρονται πάντα για την ισορροπία ισχύος στην περιοχή μας, δεν πρόκειται να επιλέξουν έναν «άτακτο απομονωτισμό» που θα οδηγούσε σε μια άνευ όρων περιστολή στρατηγικών δεσμεύσεων και δεν έχουν την παραμικρή αμφιβολία ότι οι Ευρωπαίοι θα συνεχίσουν να αποτυγχάνουν στην ανάπτυξη μιας ικανοποιητικής «αντιπρότασης» για τη δημιουργία ενός ενιαίου πολιτικού και στρατηγικού χώρου.
Ωστόσο, η αποφυγή του λάθους της υπερεξάπλωσης προϋποθέτει τη μεταφορά υπαρχουσών δυνάμεων και όχι την κάθετη αύξηση των δεσμεύσεων, ως ένας άλλος «στρατηγικός πληθωρισμός». Συνεπώς, τι προκύπτει; Δεδομένο ενδιαφέρον για την Ευρώπη και την ευρύτερη Μέση Ανατολή, αλλά και παράλληλη πρόταξη της αναγκαιότητας εξισορρόπησης της κινεζικής ανόδου. Η αιτιολόγηση της «προτεραιότητας» είναι εφικτή τόσο σε επίπεδο ζωτικών συμφερόντων (πρώτες ύλες, εμπόριο κ.ο.κ.) όσο και σε εκείνο της «προστασίας-πατρωνίας» συμμάχων (Ταϊβάν, Βιετνάμ, Ιαπωνία κ.ο.κ.) και διαφύλαξης της αξιοπιστίας έναντι αυτών.
Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να ασκούν στρατηγική εποπτεία στην περιοχή μας, αλλά παράλληλα –για τους προαναφερθέντες λόγους– μεταφέρουν βάρη σε συμμάχους, καλλιεργούν προϋποθέσεις κατατριβής μεταξύ αντιπάλων τους, στηρίζουν τη θεμελίωση συμμαχιών όπου τους συμφέρει και αποτρέπουν τη δημιουργία όρων σύναψης συμπράξεων όπου δεν τους συμφέρει. Με άλλα λόγια, παρεμβατισμός χαμηλού κόστους, καθώς η εξύψωση του κόστους διά της άμεσης προβολής ισχύος είτε θα σημάνει την περιστολή από τη νοτιοανατολική Ασία είτε την υπερεξάπλωση με απρόβλεπτες συνέπειες.
Τα κράτη που θα επωμισθούν τα προαναφερθέντα βάρη, είναι τα ικανά.
Είναι εκείνα που θα δείξουν ότι μπορούν να φέρουν σε πέρας την αποστολή και δεν φοβούνται να διεκδικήσουν τη θέση που τους αναλογεί, μετατρέποντας την «αμερικανική μεταφορά βαρών προς αυτά» σε «πελατειακές σχέσεις» στρατηγικής αιχμής. Αφού έχουμε κατά νου τα παραπάνω, ας αναλογιστούμε ποια είναι η θέση της Τουρκίας στο περιφερειακό γίγνεσθαι, γιατί παρατηρούνται διακυμάνσεις στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, γιατί οι ΗΠΑ λαμβάνουν φαινομενικά παράλογες αποφάσεις, οι οποίες όμως είναι πέρα ως πέρα ορθολογικές, και ποιο είναι το διακύβευμα για την ελληνική εξωτερική πολιτική.