Ο μητροπολίτης Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου Ιωακείμ, κατά κόσμον Σιγάλας, που εποίμανε την περιοχή αυτή επί σχεδόν 30 χρόνια, υπήρξε μια σπάνια δυναμική και πατριωτική μορφή.
Νέος ακόμα, έδρασε στην περιοχή του Μοναστηρίου και αναμίχθηκε ενεργά στον Μακεδονικό Αγώνα, έζησε το μαρτύριο των σφαγών της Γενοκτονίας του Πόντου, γλίτωσε από εκτέλεση που διέταξε ο σφαγέας του Πόντου Τοπάλ Οσμάν, οργάνωσε την περιοχή του Διδυμοτείχου αυτοδιορισθείς ανώτατη Αρχή, όταν τα πάντα διαλύθηκαν ενώπιον των Γερμανών που κατέλαβαν την Ελλάδα, και πρωταγωνίστησε την ημέρα που το Διδυμότειχο απελευθερώθηκε από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στις 29 Αυγούστου 1944.
Ο Σιγάλας γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1881, ως Γεώργιος, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο των Κυδωνιών (Αϊβαλί). Αποφοίτησε το 1898.
Επόμενο βήμα του ήταν να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Μετά την αποφοίτησή του αμέσως εστάλη το 1902 ως καθηγητής στο Μοναστήρι (τα βυζαντινά Βιτώλια, σήμερα Μπίτολα). Την εποχή εκείνη είχε αρχίσει να φουντώνει ο βουλγαρικός εθνικισμός, ειδικά με την επανάσταση των Βουλγάρων, γνωστή με την ονομασία «Ίλιντεν», το 1903.
Στο Μοναστήρι κόχλαζε η βουλγαρική προπαγάνδα, αλλά και η φοβερή τρομοκρατία που στόχευε να προσελκύσει χριστιανούς στη σχισματική Εξαρχία των Βουλγάρων. Αυτό οδήγησε τους Έλληνες να αντιστέκονται και να αμύνονται. Είναι η εποχή που έχει καταγραφεί στην Ιστορία ως Μακεδονικός Αγώνας και ο Σιγάλας καταγράφηκε στην Ιστορία ως Μακεδονομάχος.
Τα Χριστούγεννα του 1903 χειροτονήθηκε διάκονος στον ιερό ναό Αγίου Δημητρίου στο Μοναστήρι, από τον μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλο.
Στον Μακεδονικό Αγώνα και στη Γενοκτονία των Ποντίων
Ο Σιγάλας, που μυήθηκε από την πρώτη στιγμή στον Μακεδονικό Αγώνα, για να δικαιολογεί τις μετακινήσεις του στην Κορυτσά και τη Θεσσαλονίκη, ανέλαβε να διδάσκει μαθήματα και στα Γυμνάσια των πόλεων αυτών, ώστε να μην τον υποπτεύονται οι Τούρκοι. Αυτό κράτησε έως το 1911, αν και ο Μακεδονικός Αγώνας τερματίσθηκε το 1908.
Στις πόλεις αυτές κατηχούσε Έλληνες στον αγώνα. Δεν απέφυγε τις διώξεις από τους Τούρκους, οι οποίοι τον καταδίκασαν και τον εξόρισαν. Μεταξύ άλλων, είχε αποσοβήσει την κατάληψη ελληνικής εκκλησίας από μερίδα ρουμανιζόντων Κουτσόβλαχων.
Το 1911 το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον προήγαγε σε επίσκοπο, με τον ψιλό τίτλο Απολλωνιάδος και τον τοποθέτησε ως βοηθό του Μητροπολίτη Νικομήδειας Αλέξανδρου Ρηγόπουλου. Εκεί παρέμεινε ως το 1916, οπότε παραιτήθηκε και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε ως ιερωμένος έως το 1919, όταν ξεκίνησε το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ.
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Σιγάλας εστάλη τότε στην Κερασούντα, όπου υπήρχαν προστριβές μεταξύ των χριστιανών για το ποιος θα καταλάβει τη χηρεύουσα μητρόπολη. Ταυτόχρονα η αποστολή ήταν να διοικήσει τη μητρόπολη προσωρινά, έως ότου λυθεί το θέμα.
Οι καιροί όμως ήταν άγριοι, με τη Γενοκτονία των Ποντίων. Πρώτα-πρώτα, σχεδόν τις πρώτες μέρες της άφιξής του τον λήστεψαν, ενώ διέμενε στην οικία του Ιορδάνη Σουρμελή. Η παρουσία του γενικά ενόχλησε τον διαβόητο σφαγέα των Ποντίων Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος έναν χρόνο αργότερα διέταξε να τον απελάσουν και να τον επιβιβάσουν σε μια βάρκα με τσέτες, οι οποίοι θα τον εκτελούσαν εν πλω.
Για καλή του τύχη έτυχε να περνάει ένα ρωσικό φορτηγό, που τον πήρε από τη βάρκα και τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, αν και ήθελε ο ίδιος να αποβιβαστεί στην Αμισό για να επιστρέψει στην Κερασούντα. Τον απέτρεψε όμως ο Άγγλος ύπατος αρμοστής της Αμισού, έτσι έφτασε στην Κωνσταντινούπολη.
Μητροπολίτης Διδυμοτείχου
Όταν επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και οι κεμαλικοί κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, ο Σιγάλας κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε έως το 1928. Τότε το υπουργείο Εξωτερικών πρότεινε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και αυτό τον εξέλεξε μητροπολίτη Διδυμοτείχου, στη θέση του αποθανόντος Φιλάρετου Βαφείδη.
Ο Ιωακείμ έφτασε σιδηροδρομικώς στο Διδυμότειχο στις 8 Απριλίου 1928, ημέρα της Κυριακής των Βαΐων. Ολόκληρη η πόλη και κάτοικοι των χωριών τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Οι μαθητές των σχολείων είχαν παραταχθεί στους δρόμους. Όταν έφτασε εκεί που είναι το ιστορικό ρολόι της πόλης περιβλήθηκε τον αρχιερατικό μανδύα του και τον προσφώνησε ο διευθυντής του Α΄ Δημοτικού Σχολείου Γεώργιος Βαφειάδης. Κατόπιν η πομπή μετέβη στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου, όπου έγινε η ενθρόνισή του.
Μια από τις πρώτες προσπάθειές του ήταν να επισκευάσει πολλούς ναούς στην πόλη και τα χωριά.
[…] Η 29η Αυγούστου 1944, ημέρα Τρίτη, ήταν η μέρα της λευτεριάς για το Διδυμότειχο. Αμέσως μετά τη φυγή των Γερμανών τελέσθηκε δοξολογία στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εκεί κοντά που ήταν το στρατηγείο των ανταρτών. Μετά τη δοξολογία έγιναν στην πλατεία ομιλίες από τον εξώστη του σχεδόν μοναδικού τότε υψηλού οικήματος του αρτοποιού Παναγιώτη Ψωμά, στις οποίες αριθμητικά υπερτερούσαν οι ομιλητές του ΚΚΕ. […]
Αποσύρθηκε το 1957 και ιδιώτευε στη Θεσσαλονίκη. «Εκοιμήθη» το 1965 (28/10) και ετάφη στο παλαιό Κοιμητήριο του Ευαγγελισμού. Αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κρύπτη του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Θεσσαλονίκης.
Το 2017 μετά από αίτημα του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου Δαμασκηνού, τα οστά παραδόθηκαν και σήμερα είναι θαμμένα στο Διδυμότειχο στο οποίο αρχιεράτευσε επί 30 χρόνια, από τα συνολικά 40 χρόνια της αρχιερατείας του. Η προτομή του κοσμεί τον περίβολο του ιερού ναού της Παναγίας Ελευθερώτριας.
Η ανάμνησή του παραμένει ζωντανή στο Διδυμότειχο.
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης