Τα Χριστούγεννα στην Πόλη γιορτάζονται ταπεινά. Και όταν λέμε ταπεινά, εννοούμε την αφαίρεση της εξωτερικής λαμπρότητας και την καλλιέργεια του εσωτερικού κάλλους. Κάτι το μη χριστιανικό περιβάλλον, κάτι η βαριά κληρονομιά της λειτουργικής παραδόσεως, οδηγούν σ’ αυτό το κατανυκτικό ήθος.
Έτσι θα περνούσαν και τα Χριστούγεννα εκείνα για τον κυρ-Μανώλη τον λουστραδόρο.
Μάστορας στη δουλειά του. Δούλευε με μεράκι τα έπιπλα, σαν καλλιτέχνης πραγματικός, χωρίς να βιάζεται και χωρίς να λογαριάζει το κέρδος ή τη ζημιά. Ό,τι περνούσε από το χέρι του έπρεπε να λάμπει «ηλίου φαεινότερον», όπως έλεγε ο ίδιος. Και προσέθετε:
– Προπάντων, όμως, προσοχή στο βάθος της λάμψης, μιας και είναι εύκολο να… λάμπει η επιφάνεια, αλλά η επιτυχία βρίσκεται στο πώς θα ’ρχεται το φως.
Το «βάθος της λάμψης». Αυτή ήταν η ιδεολογία του κυρ-Μανώλη. Μπορεί και να μην ήταν η ιδεολογία μόνο δική του. Μπορεί και να μετέφερε πάνω του μια χιλιόχρονη παράδοση που έπλασε το φως στο βάθος κι άφησε την επιφάνεια στο περιθώριο. Η γυναίκα του, βέβαια, η Πολυξένη, διαφωνούσε μ’ όλα αυτά.
– Το μεροκάματο δεν βγαίνει με φιλοσοφίες, του ’λεγε. Αυτό που κάνεις ούτε ο Θεός δεν το θέλει. Ο Πανάγαθος όρισε να κερδίζουμε το ψωμί μας με τον ιδρώτα του προσώπου μας κι όχι με τον ιδρώτα τριών προσώπων. Εκείνος θα το ’θελε αλλιώς γιατί ξέρει πιο καλά από σένα.
Πέρα, περ. 1870 (φωτ.: Guillaume Berggren)
Ο κυρ-Μανώλης όμως δεν καταλάβαινε από τέτοια. Πάνω από όλα ήταν η λάμψη. Αλλά το παράπονο της Πολυξένης της «πολύπαθης», όπως έλεγε μόνη της για τον εαυτό της, ήταν κι άλλο. Ο άντρας της, ο προκομμένος, είχε το εργαστήρι κάτω στον Γαλατά, κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Το σπίτι του βρισκόταν στους πρόποδες του λόφου του Αγίου Κωνσταντίνου, στο Σταυροδρόμι. Ήταν μια απόσταση που δεν επέτρεπε στην πληθωρική Πολυξένη να ελέγχει τα συμβαίνοντα στο εργαστήρι. Καθώς ήταν ανοικτή καρδιά ο κυρ-Μανώλης, είχε πολλές κοινωνικές σχέσεις με άλλους μαστόρους της περιοχής του Γαλατά. Τα κουτσόλεγαν στο εργαστήρι του, που είχε γίνει χώρος συζητήσεων, φιλοσοφικών και κοινωνικών. Ήταν σαν ένα μικρό καφενείο, όπου οι συζητήσεις για τα τρέχοντα θέματα ήταν στην ημερησία διάταξη. Ποιος ψάλτης είπε πιο κατανυκτικά το δοξαστικό της Κυριακής; Ποιος δεσπότης τηρούσε το περίφημο πολίτικο τυπικό; Ποια παράδοση έφερε να ψάλλονται δύο καταβασίες τα Χριστούγεννα; – κι άλλα πολλά που έβγαζαν πάντοτε τον κυρ-Μανώλη έξω από το ρυθμό της δουλειάς του. Αναγκαζόταν, τότε, να δουλέψει ως τα μεσάνυχτα για να προλάβει τον χαμένο χρόνο, και μερικές φορές κοιμόταν και μέσα στο εργαστήρι, επειδή ήταν δύσκολο να πάει στο σπίτι του λόγω του προχωρημένου της ώρας. Τότε ήταν που η Πολυξένη έχανε τ’ αυγά και τα καλάθια από τα νεύρα της. Και μεροκάματο δεν έβγαινε, και άντρα δεν είχε. Έστηνε στην πόρτα τον άντρα της λέγοντας:
– Θα σε ξετινάξουν όλοι αυτοί, στην ψάθα θα πεθάνεις.
Κι εκείνος απαντούσε:
– Μα είναι καλά παιδιά, και για τον Χριστό μιλάμε. Και μην ξεχνάς πως οι άνθρωποι έχουν μέσα τους φως, πολύ φως. Λίγο να σταθείς μπροστά τους, λίγο να τους καλομιλήσεις, και θα βρεθείς κατάματα με τον Χριστό. Έχουν κι οι άνθρωποι λάμψη, Πολυξένη μου.
Η Πολυξένη, όμως, δεν καταλάβαινε από τέτοια. Έβλεπε τα παιδιά της, και την ίδια, να ζούνε φτωχικά. Όλα τ’ άλλα ήταν δεύτερα.
(Φωτ.: Guillaume Berggren)
Ήταν παραμονή των Χριστουγέννων. Η Πολυξένη είχε από το πρωί δώσει τις οδηγίες και τα διαγγέλματά της στον άνδρα της.
– Το αργότερο στις οκτώ το βράδυ θα είσαι στο σπίτι, ούτε λεπτό καθυστέρηση. Όπως γυρνάς από το Πέρα, ψώνισέ μου κουκουνάρια για τη γαλοπούλα, παστουρμά, σουτζούκι, τυρί, κασέρι, και δύο κιασέδες γιαούρτι για να νιώσουμε κι εμείς οι φτωχοί τη χρονιάρα μέρα.
Ο κυρ-Μανώλης άκουγε τα διαγγέλματα. Δεν μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο.
– Κρίμα που η Πολυξένη δεν είχε γίνει συνταγματάρχης, σκεπτόταν, θα είχε την πιο δυναμική στρατιωτική μονάδα, κρίμα στη γυναίκα, πηγαίνει χαμένη με μένα τον κακομοίρη.
Απαντούσε όμως σταράτα:
– Ναι Πολυξένη μου, όλα θα γίνουν όπως θέλεις.
Και πράγματι, όλα έγιναν όπως ήθελε η Πολυξένη. Στις 8 η ώρα ο κυρ-Μανώλης κατηφόριζε τη μεγάλη κατηφόρα του Αγίου Κωνσταντίνου. Στο βάθος, στο τέλος του μεγάλου δρόμου, φαινόταν ήδη το σπίτι του. Τότε συνέβη το έκτακτο. Εκεί, σε κάποιο αριστερό στενάκι υπήρχε το μικρό ταβερνάκι του Φώτη του Κάβουρα. Κάβουρα τον έλεγαν λόγω των αργών κινήσεων με τις οποίες περπατούσε. Καλή και άδολη καρδιά ο Φώτης, διατηρούσε αυτό το μικρό κατάστημα, όπου μαζεύονταν οι άντρες της γειτονιάς και τα κουτσόπιναν τα βραδάκια.
(φωτ.: Guillaume Berggren)
Εκείνο το βράδυ, λόγω της παραμονής, πελατεία δεν υπήρχε, μόνο ένας, κι ο Φώτης που περιδιάβαινε με τη ματιά του τους διαβάτες της κατηφόρας. Τότε είδε τον κυρ-Μανώλη.
– Γειά σου, Μανώλη, σπάνια σε βλέπουμε πιά.
– Ναι, απάντησε ο κυρ-Μανώλης, οι δουλειές βλέπεις.
– Έλα να τα πούμε για λίγο μέσα.
Ο κυρ-Μανώλης κοντοστάθηκε. Η Πολυξένη περίμενε στο σπίτι, αλλά κι η πρόσκληση ήταν πρόκληση. Το σκέφτηκε. Θα καθόταν δέκα λεπτά και μετά θα συνέχιζε. Δέκα λεπτά δεν ήταν τίποτε. Μπήκαν μέσα και κάθισαν σε μια γωνιά, μιλώντας για τα Χριστούγεννα. Για την πρωινή λειτουργία. Για τα τροπάρια που θα είχε το τυπικό και άλλα παρόμοια. Είχαν σχεδόν ξεχάσει πως στο κατάστημα υπήρχε κι ένας –ο μοναδικός– πελάτης. Τον θυμήθηκαν όταν ξερόβηξε λίγο, λέγοντας σε σπασμένα ελληνικά:
– Θέλω ένα ποτήρι απ’ το γλυκό κρασί. Και σαν να ήθελε να αρπάξει την ευκαιρία είπε: Αύριο εσείς οι Ρωμηοί έχετε μεγάλη γιορτή.
Οι δύο μας φίλοι στάθηκαν αμήχανοι, μ’ έναν Τούρκο πάντα πρέπει να είσαι κουμπωμένος. Εκείνος, σαν να κατάλαβε, είπε:
– Με λένε Τζεμίλ, μεγάλωσα σε ρωμαίικο μαχαλά και ξέρω κάτι λίγα ελληνικά. Είμαι μόνος, χωρίς οικογένεια, ξωμάχος της ζωής. Σας ρώτησα για τη γιορτή σας. Τι γιορτάζετε αύριο;
Φαινόταν τίμιος και είχε καθαρή ματιά. Ένιωθες εμπιστοσύνη. Ο κυρ-Μανώλης πήρε θάρρος.
– Νά, πώς να σ’ το πω, αύριο γεννήθηκε η αγάπη.
Ο Τζεμίλ σοβάρεψε πολύ.
– Πώς γεννιέται η αγάπη; Έχει πρόσωπο;
(Φωτ.: commons.wikimedia.org)
– Γι’ αυτό γεννήθηκε ακριβώς, επειδή έχει πρόσωπο και θέλει να μας δει κατά πρόσωπο, απάντησε ο κυρ-Μανώλης. Και συνέχισε: Ξέρεις; Η αγάπη που γεννήθηκε είναι ο ίδιος ο Θεός.
Ο Τζεμίλ αντέδρασε.
– Ο Θεός ούτε γεννιέται, ούτε έχει πρόσωπο.
– Φίλε μου Τζεμίλ, είπε ο κυρ-Μανώλης, γι’ αυτό ακριβώς είναι αγάπη, επειδή καταδέχτηκε να γεννηθεί και να μας δει στο πρόσωπό μας, μέσα μας, βαθιά μας. Θέλει να βρει τη λάμψη που έχουμε μέσα μας και να την κάνει φωτιά.
Ο Τζεμίλ σώπασε. Άκουγε με προσοχή τον κυρ-Μανώλη. Ο Μανώλης, ο λουστραδόρος, είχε γίνει ολόκληρος μια φωτιά που έλαμπε. Σώπασαν και οι δύο. Μετά από ώρα ψιθύρισε ο Τζεμίλ:
– Κι αφού ο Θεός σας είναι αγάπη, εσύ πώς θα μου το αποδείξεις;
Ο Μανώλης μάζεψε τα φρύδια και είπε, ψιθυρίζοντας:
– Να τ’ αποδείξω δεν μπορώ με λόγια, αλλά μόνο αν χρειαστεί να κάνω μια θυσία για σένα, τότε θα το καταλάβεις.
Ο Τζεμίλ είπε φωναχτά:
– Κάνε μια θυσία για μένα. Θέλω να καταλάβω την αγάπη που γίνεται άνθρωπος, ή μάλλον να καταλάβω πώς είναι ο άνθρωπος όταν έχει την αγάπη.
Ο κυρ-Μανώλης δεν σκέφτηκε και πολύ. Οι θυσίες δεν προγραμματίζονται, έρχονται ξαφνικά, αρκεί να τις αξιοποιήσεις. Κάθισε, εκεί, στο ταβερνάκι, όλη τη νύχτα με τον Τζεμίλ. Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο. Κάθε μέρα ξενυχτούσε για να φτάσει στη «λάμψη την εσωτέρα», για να βρει την κοινωνία με τον άλλο.
Έτσι πέρασε όλη τη νύχτα και το πρωί τράβηξε για τον Άγιο Κωνσταντίνο για ν’ ακούσει: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός». Ένα ήταν σίγουρο. Εκείνο το βράδυ μέσα στο καπηλειό του Φώτη εγεννήθη ο Χριστός. Πάντοτε έτσι γεννιέται, στα ταπεινά και στα μοναχικά. Γεννιέται εκεί που η λάμψη δεν είναι εξωτερική. Έτσι γιόρτασαν τα Χριστούγεννα εκείνα στην Πόλη. Έτσι πάντα τα γιορτάζουν. Με τη φωταυγή αχτίδα του εσωτέρου φωτός. Και μετά έρχονται πάντα οι Ηρώδες. Και στη διήγησή μας αυτή, το μαρτύριο για τον κυρ-Μανώλη ήρθε από την Πολυξένη, την πολύπαθη και κουρασμένη, που ξεχνούσε όμως να καταλάβει τη λάμψη που είχε κοντά της, τον κυρ-Μανώλη, ένα ακόμη σημείο της φανέρωσης του Κυρίου πάνω στη γη.
- Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου Το σταυροδρόμι της καρδιάς μου
(εκδ. «Φιλοκαλία»), σ. 85. - Πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr.