Ένα από τα πολλά διαμαντάκια που μπορεί να βρει κανείς, εάν είναι τυχερός και πέσει στα χέρια του κάποιο από τα τεύχη του Μακεδονικού Ημερολογίου του Νικόλαου Σφενδόνη, είναι το κείμενο που έγραψε ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Ιωάννης Αβραμάντης για τη Ναζλού Ζουμουλίνα, μια κρυπτοχριστιανή από το χωριό Τσίτη, του Πόντου.
Το διήγημα που δημοσιεύτηκε στις σελίδες 76-79 του τεύχους του 1951, παρατίθεται αυτούσιο αλλά σε μονοτονικό σύστημα:
ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΒΡΑΜΑΝΤΗ
Από τη ζωή των κρυφοχριστιανών του Πόντου
Η Ναζλού Ζουμουλίνα
Έτσι την έλεγαν στο χωριό μου, Τσέτη της Αργυρουπόλεως, μια ζωντοχήρα: Ναζλού Ζουμουλίνα. Ο άνδρας της ο Ζούμολας –Ούζούν Μολλάτ– ήταν μολλάς, δηλ. εφημέριος των Τούρκων και λίγα χρόνια μετά το γάμο τους την εγκατέλειψε στο έλεος του θεού και μετανάστευσε στη Ρωσσία, για να μη γυρίση πια στην Τουρκία.
Η Κριμαία γενικά και η Γιάλτα ιδιαίτερα, η θερινή διαμονή των Τσάρων, για τους Ποντίους της Τραπεζούντος αποτελούσε τον προσφιλέστερο και ιδανικότερο τόπο μεταναστεύσεως.
Όλοι την θεωρούσαν σαν δεύτερη πατρίδα και «γη της επαγγελίας». Εκεί κατεγίνονταν σε διάφορα επαγγέλματα. Εξαιρετική όμως προτίμηση έδειχναν στο επάγγελμα του κτίστη και του αρτοποιού. Άριστοι εργολάβοι οικοδομών και ασυναγώνιστοι αρτοποιοί. Αλλά και στο εμπόριο δεν υσττερούσαν καθόλου, ούτε και στην καπνοκαλλιέργεια και αμπελουργία.
Άλλωστε η Κριμαία ήταν ένα κομμάτι του Πόντου. Τόσο έμοιαζε με τον Πόντο στο κλίμα, στη διάπλαση και πτύχωση του εδάφους, στη χλωρίδα και τις φυσικές καλλονές, που ο Πόντιος, ο φανατικός αυτός λάτρης της πατρώας γης μόνο στην Κριμαία δεν θα νοσταλγούσε σφόδρα τον αναθρώσκοντα καπνό…
Αλλ’ αν για όλο τον κόσμο η εύρεση εργασίας ήταν ο μόνος λόγος που υπαγόρευε την ανάγκη αποδημίας στην Κριμαία και τον αποχωρισμό του προστάτου από την προσφιλή του οικογένεια και την λατρευτή πατρίδα για ένα χρονικό διάστημα 2-5 ετών, για τον Ζούμολλα υπήρχε και άλλος λόγος σοβαρός, σοβαρότατος να φύγη από το χωριό του, όχι προσωρινά, αλλά μια για πάντα, ρίχνοντας πίσω του πέτρα.
Ναι, να φύγη, να φύγη και να μη ξαναπατήση το πόδι του στην Τουρκία. Τόσο αβίωτος κατέστη ο βίος του ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Όλος ο κόσμος πρέσβευε μια θρησκεία και πίστευε σε μια πίστη, μωαμεθανική ή χριστιανική. Ο Ζούμολλας ήταν υποχρεωμένος να πρεσβεύη και τις δύο θρησκείες συγχρόνως, την πρώτη φανερά και τη δεύτερη κρυφά. Και αλλοίμονό του αν η πρώτη γνώριζε την συνύπαρξη της δευτέρας!
Όλοι είχαν ένα όνομα, Τούρκικο ή Χριστιανικό. Ο Ζούμολλας είχε δύο. Ένα Τούρκικο επισήμως για όλο τον κόσμο και άλλο Χριστιανικό ιεροκρυφίως και μόνο για τους ομοίους του και τους Χριστιανούς. Ήταν δηλαδή στα φανερά Τούρκος, χωρίς ούτε σταγόνα τουρκικού αίματος να τρέχη στις φλέβες του, και στα κρυφά Χριστιανός.
Και το χειρότερο απ’ όλα, να’ ναι και μολλάς, εφημέριος των Τούρκων. Να κάνη δηλ. τι; Να κηρύττη το μίσος κατά παντός απίστου, γκιαούρη, όπως τον διέτασσε το Κοράνιο,και να κηρύττη την αγάπη, όπως τον συμβούλευε το Ευαγγέλιο.
Και εφόσον εκτελούσε τα καθήκοντά του ως μολλάς κλεισμένος μέσα στο τζαμί, το πράγμα ήταν κάπως υποφερτό. Δεν τον έβλεπε μάτι Χριστιανικό, για να γίνη θέμα ειρωνικών σχολίων μεταξύ των Χριστιανών συγχωριανών του, όταν κρατώντας με τα δυο του χέρια το κεφάλι του και γονυπετής έγερνε το κορμί του μέχρι του εδάφους και απάγγελνε διάφορες ευχές του Προφήτη.
Όταν όμως ήταν αναγκασμένος να κάνη και το μουεζίνη να ανεβαίνη δηλαδή κάθε Παρασκευή το μεσημέρι ψηλά στο μιναρέ και από ‘κεί να διαλαλή στη διαπασών το «Αλλάχ εκπέρ», ε τότε πια θα προτιμούσε, αν του ήταν δυνατόν βεβαίως, να αγκαλιάση το μιναρέ σαν άλλος Σαμψών να τον τραντάξη και να πέση κάτω από τα χαλάσματα νεκρός ομού μετά των αλλοφύλων.
Πώς ήταν δυνατόν αυτός ο Χριστιανός, ο Χριστιανικώτερος πολλών Χριστιανών κάθε μέρα να αρνήται το Χριστό και όχι μόνο τρεις φορές σαν το Πέτρο αλλ’ εφ’ όρου ζωής; Και τα φαρμακερά σκώμματα των Χριστιανών συγχωριανών του και η καταφρόνια; Γιατί οι τελευταίοι, όσο και αν ήξεραν καλά ότι ο Ζούμολλας ήταν ένας ειλικρινής Χριστιανός και ότι οι πρόγονοί του φαινομενικώς μόνον και από το φόβο των Ιουδαίων αλλαξοπιστήσανε, ωστόσο βαρέως έφεραν την εμφάνιση του επάνω από το μιναρέ με το κήρυγμα του Μωάμεθ «Εις ο Θεός και εις ο προφήτης του».
«Ανάθεμά σε αφωρισμένε, ανάθεμά σε, σκυλόπιστε, τον σκωλεκέαν ας σ’ ουράς επίασες», εψιθύριζαν όλοι γέροι και νέοι όσες φορές τον άκουαν.
Αυτά τα ξέρει ο Ζούμολλας και γι’ αυτό η απόφασή του, να φύγη από την Τουρκία ήταν οριστική και αμετάκλητη. Να φύγη από τη χώρα εκείνη όπου οι πρόγονοί του υπό την απειλήν αποκοπής των κεφαλών των ωμολόγησαν πίστιν στον Προφήτη και να πάη στην Αγία και Ορθόδοξη Ρωσσία, την προστάτιδα των Χριστιανών. Εκεί, στη Ρωσσία θα έθετε τέρμα στο αιώνιο δράμα της ζωής του, θα ξεκαθάριζε την τραγελαφική του κατάσταση και την ερμαφρόδιτη λατρεία του και θα πίστευε του λοιπού χωρίς φόβο και χωρίς πάθος ό,τι του υπαγόρευε η συνείδησή του.
Και πράγματι λίγες μέρες μετά την αποβίβασή του στη Γιάλτα ο Ζούμολλας απετάξατο του Μωάμεθ και συνετάξατο οριστικώς τω Χριστώ ως Έλλην Ιωάννης Σεργιάδης. Έπειτα υπανδρεύτηκε Ελληνίδα και εγκατεστάθηκε οριστικώς στην κωμόπολη Τουρζούφ όπου επεδόθηκε στην καπνοκαλλιέργεια..
Και η γυναίκα του η Ναζλού; Ω την καϋμένη! Αυτή έμεινε μόνη και παντέρημη στο χωριό, χωρίς κανένα προστάτη. Συγγενείς δεν είχε γιατί η καταγωγή της ήταν από ένα άλλο χωριό του Κορκωτά. Παιδιά δεν είχεν αποκτήσει για να τα έχη αυτά τουλάχιστον ως παρηγοριά.
Σε δεύτερο γάμο δε μπορούσε να έρθη εύκολα. Γιατί Τούρκον κατ’ ουδένα τρόπον δε δεχόταν να πάρη. Ένα τέτοιο πράγμα θα εσήμαινε τελείαν εξισλάμισή της. Χριστιανό επίσης δεν της επιτρεπόταν να πάρη καθότι…Τουρκάλα. Μια μόνη λύση της έμενε: να πανδρευθή κανένα κλωστό, δηλ. κρυφοχριστιανό σαν κι αυτή. Αλλά και αυτό ήταν πολύ δύσκολο γιατί το παράδειγμα του Ζούμολλα δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε το τελευταίο.
Και έτσι η Ναζλού θέλοντας και μη έμεινε ζωντοχήρα μέχρι του θανάτου της. Ευτυχώς κληρονόμησε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του Ζούμολλα, καμμιά εικοσαριά γιδοπρόβατα, σπίτι, χωράφια, κανένα κήπο και ζούσε μια ζωή οπωσδήποτε υποφερτή. Δούλευε τα χωράφια της προσωπικώς, βοσκούσε η ίδια ξέχωρα το κοπαδάκι της, όσες φορές δεν ήταν απασχολημένη σε άλλες αγροτικές δουλειές έπλεκε από το περίφημο τιφτίκι –μαλλί αγκυριανής κατσίκας– τα ξακουστά χειρόκτια, κάλτσες και «τιζλίκια» της Τσέτης και τα πουλούσε.
Και έτσι σεμνά και αθόρυβα περνούσε τη ζωή της, δοξάζοντας τον Παντοδύναμο. Ποτέ δεν ακούσθηκε να μεμψιμοιρή ή να βρίζη τον άνδρα της, που την εγκατέλειψε. Ίσως η μετανάστευση και των δύο να ήταν αδύνατη, σκεφτόταν. Και με την σκέψη αυτή ίσως να παρηγοριόταν κιόλας, γιατί ο ένας από τους δυο κατόρθωσε επί τέλους να σώση την πίστη του. Πιθανόν να το απέδιδε στης μοίρας τα γραμμένα.
Ωστόσο και αυτή σ’ ένα ζήτημα στάθηκε αρκετά τυχερή, στο ζήτημα της κατοικίας και της εκτελέσεως των χριστιανικών καθηκόντων της. Ζούσε μέσα σέ χριστιανική συνοικία και μάλιστα γειτονιά με τον παπά και λίγο μακριά από την τουρκική συνοικία. Μπορούσε λοιπόν και αυτή πότε-πότε να εκτελή τα θρησκευτικά της καθήκοντα ανενόχλητα και χωρίς φόβο μήπως την ιδή κάνεις άπιστος. Να της αγιάζη δηλαδή κάθε μηνοστασία ο παπάς το σπίτι της, να της διαβάζη ευχές, όταν παρίστατο ανάγκη, να πηγαίνη στην εκκλησία τα Χριστούγεννα, τη Μεγ. Εβδομάδα και το Πάσχα οπότε ο εκκλησιασμός γινόταν τη νύχτα.
Και η τύχη της αυτή η καλή, η μοναδική σε όλη της τη ζωή, την συνώδευσε μέχρι του θανάτου της. Όχι όμως και μέχρι του τάφου. Γιατί έως εκεί έφθανε η τυραννία του Τούρκου.
Κάποια μέρα του καλοκαιρού, όταν οι χωρικοί γύρισαν από τα χωράφια τους το μεσημέρι για να ξεκουρασθούνε, βρήκαν τη Ναζλού πεθαμένη από συγκοπή καρδίας προφανώς. Δεν χάνουν καιρό. Προτού μαθευθή ο θάνατός της στην Τουρκική συνοικία πρέπει να της γίνουν όλα, ό,τι απαιτείται σε νεκρό σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία και εθιμοτυπία. Τη λούζουνε, την τοποθετούνε κατά την ανατολή και καλούν τον παπά ο οποίος της ψέλνει την νεκρώσιμη ακολουθία.
Έπειτα έρχονται οι Τούρκοι και χωρίς καμμιά διαδικασία την τοποθετούνε στο φέρετρό τους για να την πάνε στο Τουρκικό Νεκροταφείο. Τη στιγμή όμως εκείνη μερικοί Χριστιανοί, οι ζωηρότεροι, άρχισαν να φέρνουν εμπόδια στους Τούρκους για την μεταφορά του νεκρού σε Τούρκικο νεκροταφείο.
«Δεν σας επιτρέπουμε αυτό το πράγμα», έλεγαν, γιατί η Ναζλού δεν ήταν Τουρκάλα, αλλά Χριστιανή.
«Εμείς και ο νόμος μας την ξέρουμε Τουρκάλα», απαντούσαν οι Τούρκοι. Και έτσι άρχισε η διαμάχη γύρω από το νεκρό της Ναζλούς. Η καϋμένη! Πού να φανταζόταν όταν ζούσε πως γύρω από το νεκρό της μπορούσαν να διεξαχθούνε ομηρικοί αγώνες για την κατάκτησή της.
Τι ειρωνεία τύχης! Επέρασε όλη τη νεότητά της παρατημένη από σύζυγο, παντέρημη και απροστάτευτη και χωρίς το δικαίωμα να διαλέξη δεύτερο σύζυγο αφενός και να πιστεύη και να λατρεύη τη θρησκεία της σύμφωνα με τη φωνή της συνειδήσεώς της αφετέρου. Αλήθεια, πολύ σκληρός κολασμός σώματος και ψυχής όλος ο βίος της!
Επί τέλους ένας από τους Χριστιανούς έθεσε τέρμα στην ελληνοτουρκική αυτή διαμάχη.
«Βρε, γειτόνοι», λέει στους Τούρκους, «θέλετε και επιμένετε τόσο πολύ να την ενταφιάσετε στο δικό σας νεκροταφείο; Πάρτε την. Εμείς προλάβαμε και της κάμαμε κάθε τι που απαιτείται σύμφωνα με τα έθιμά μας και τη θρησκεία μας. Τη λούσαμε και την ψάλαμε. Δεν παραλείψαμε τίποτα απολύτως. Όλα, όλα της τα κάμαμε. Και όσο για την ταφή της πάσα η γη τάφος εστίν. Πάρτε την».