Ο Παναγιώτης Κονδύλης στο βιβλίο του Από τον 20ό στον 21ο αιώνα τεκμηρίωσε με ενάργεια ότι «η μοίρα των μικρών εθνικών κρατών εξαρτάται αποφασιστικά από τη σπουδαιότητα της γεωπολιτικής τους θέσης. Τα πιο ασήμαντα από γεωπολιτική άποψη μάλλον θα αφεθούν στην ησυχία τους ή στην εσωτερική αναταραχή τους». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Kenneth Waltz είχε ήδη διατυπώσει τη θέση ότι «μια γενική θεωρία διεθνούς πολιτικής άπαξ και γραφτεί, εφαρμόζεται και σε μικρότερα κράτη τα οποία αλληλεπιδρούν, στο βαθμό που οι αλληλεπιδράσεις τους είναι απομονωμένες από την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων ενός συστήματος, είτε λόγω της σχετικής αδιαφορίας των τελευταίων είτε λόγω δυσκολιών στις επικοινωνίες και στις μεταφορές».
Λοιπόν, μια τέτοια περίπτωση Νέας Ζηλανδίας δεν είναι η Τουρκία.
Η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο του αναχωματικού δακτυλίου ελέγχοντας πραγματικά και δυνητικά το σημαντικότερο ίσως σημείο ασφυξίας της ευρασιατικής περιμέτρου: τον Βόσπορο και τα Δαρδανέλια. Προς τούτο, η ένταξή της στους Δυτικούς μεταπολεμικούς σχηματισμούς ασφαλείας θεωρήθηκε εκ των ων ουκ άνευ, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα διαρρηγνυόταν η πάγια στρατηγική προτεραιότητα της ανάσχεσης των ηπειρωτικών δυνάμεων από τον κάθετο γεωπολιτικό προσανατολισμό τους. Παράλληλα, ενέχει δεσπόζουσα θέση επί του χάρτη γειτνιάζουσα με περιοχές οι οποίες διαθέτουν περισσότερο από το 70% των παγκόσμιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου, συνιστώντας μια προνομιακή «γέφυρα» –εναλλακτική της Ρωσίας– για τη μεταφορά υδρογονανθράκων από τις παραγωγούς χώρες της Ανατολής στις καταναλώτριες αγορές της Δύσης.
Τα παραπάνω αποτελούν ακροθιγή σύνοψη περί του γιατί η Τουρκία δεν μπορεί να αφεθεί στην ησυχία της, όπως και γιατί η ίδια δεν επιθυμεί να συμβεί κάτι τέτοιο, εφόσον «διατηρώντας τις οσμανικές της δομές διατηρεί και τις οσμανικές εδαφικές βλέψεις», καθώς «τα δύο αυτά σκέλη είναι αλληλένδετα και συγκοινωνούντα», όπως το έθεσε παλαιότερα ο Νεοκλής Σαρρής. Σε αυτό το πλαίσιο, διαθέτει το νεοοθωμανικό αφήγημα ρητορικής νομιμοποίησης μιας επιθετικογενούς εξωστρεφούς στρατηγικής, και παράλληλα, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η ισορροπία ισχύος στην περιοχή έχει μεταβληθεί υπέρ της, με την Ελλάδα, το Ιράκ και τη Συρία να εμφανίζονται σαφέστατα εξουθενωμένες –αν όχι εκμηδενισμένες– και την ίδια να έχει παρουσιάσει, την ίδια περίοδο, δυναμική οικονομική ανάπτυξη.
Κατά συνέπεια, με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις στο «συριακό μέτωπο», οι ΗΠΑ παραμένουν προσηλωμένες στη διατήρηση της αμερικανοτουρκικής στρατηγικής σχέσης, ανησυχούν για τις εσωτερικές παλινωδίες αλλά πραγματοποιούν σαφώς προσεκτικά βήματα επαναφοράς της Άγκυρας, καθώς δεν επιθυμούν να δημιουργηθεί ένα κενό ισχύος στον κρίσιμο γεωγραφικό χώρο που αυτή καλύπτει. Ένα κενό ισχύος, μέσω εξώθησης της Τουρκίας σε πόλεμο κατατριβής ή σε εσωτερική δίνη, θα δύνατο να επιταχύνει περαιτέρω τις αρνητικές εξελίξεις για τον ακροτελεύτιο σκοπό της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής, όπως αυτός συγκεφαλαιώνεται στη συγκράτηση της Ρωσίας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, εξηγείται γιατί οι ΗΠΑ δεν εισέρχονται στην περιοχή ως μαινόμενος ταύρος τιμωρώντας, αλλά προτιμούν να λαμβάνουν μέτρα κλιμακούμενης πίεσης (οικονομική-νομισματική ασφυξία, πλήγματα στο κύρος όπως συνέβη στην περίπτωση του πάστορα κτλ.) έως το σημείο που το κόστος του πλήγματος να είναι ανεκτό και θεμιτό για τις ίδιες και ακίνδυνο να διαταράξει τους εδραιωμένους συσχετισμούς. Σε αυτό το πνεύμα, εμφανίζονται έτοιμες να ακυρώσουν στρατηγικά τον κουρδικό παράγοντα, εφόσον η ηγεσία του δεν φρόντισε να συνδέσει τα συμφέροντά του με την Ουάσινγκτον σε βαθμό αξιότερο προστασίας εν σχέσει με τον τουρκικό παράγοντα. Μάθημα για την Ελλάδα και την Κύπρο…
Το γεωγραφικό σύμπλοκο της Ανατολικής Μεσογείου και των Στενών δεν είναι Νότιος Ειρηνικός Ωκεανός, και οι κρατικοί δρώντες της περιοχής –αναλόγως με τη θέση τους στην περιφερειακή κλίμακα ισχύος– αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τις πλανητικές δυνάμεις. Βέβαια, οφείλεται να αποσαφηνισθεί αντιστρόφως ότι η εν λόγω ευαισθησία δύναται να καταστεί «επιείκεια», αλλά μπορεί να μετατραπεί και σε «αποφασιστικά πλήγματα» όταν η πρώτη προσέγγιση δείχνει να αποτυγχάνει, μιας και ενδιαφέρει πρωτίστως ο χώρος και όποιος δρων δύναται να εξυπηρετήσει τους στρατηγικούς σκοπούς των «σταθεροποιητών». Γι’ αυτόν το λόγο, ας έχουμε κατά νου όλα τα ενδεχόμενα εξασφαλίζοντας την αυτοβοήθειά μας χωρίς τυμπανοκρουσίες, αλλά με έναν συντεταγμένο σχεδιασμό σύγκλισης συμφερόντων με αμοιβαίο κόστος και όχι εναπόθεσης των τυχών μας άνευ όρων στο κάθε μητροπολιτικό κέντρο προστασίας πολυεθνικών εταιρειών.