Μέρες πριχού τα Χρουστούεννα, τα σπίτια ηβουλούσαν από τη λάτρα κι από τσι πολλές δουλειές. Ηγενούτανε μεγάλο πατιρντί με την πάστρα: γαλαχτίσματα (ασπρίσματα), μπουγάδες, κολλαρίσματα εργοχείρων, τριψίματα στα μπακιρικά (χάλκινα σκεύη), φροκαλίσματα, συγυρίσματα και διαρμίσματα (τακτοποιήσεις). Οι δουλειές ήτανε στην άψα ντως (στην κορύφωσή τους) και δεν εμπιτίζανε (τελείωναν) ποτές. Τρίβονταν τα ξυλένια πατώματα με το κουρασάνι (κοπανισμένο κεραμίδι) και πλένονται με πράσινο σαπούνι. Περνούσαν τα χαρκώματα με αχιλιά (στάχτη) και λεμόνι, να γυαλίσουν. Ασημικά λοής-λοής, ντεντζερέδια και χαρανιά (κατσαρόλες), σαχάνια (βαθιοί δίσκοι σερβιρίσματος με καπάκι), νταβάδες και σινιά (ταψιά), μαγκάλια, σαμουντάνια (κηροπήγια), νύχλοι (λύχνοι) και θυμιατά ήπρεπε να γυαλοκοπούνε σαν κατρέφτης. Οξόν (εκτός) αφ’ το σπίτι, ηπαστρεύγανε ντάμια (αποθήκες), κουμάσια (κοτέτσια) και χαρούμια (αυλές).
Ούλα ήπρεπε να ’ναι παστρικά και καθετί στο σπίτι να ’ρκει στο καράρι του (να γίνει όπως πρέπει).
Μα ο χρόνος δεν επαρκεί, γιατί «του σαραντάμερου η μέρα, καλημέρα-καλησπέρα!» (είναι πολύ σύντομη). Βαντές (περιθώριο) για αραλίκι (απραξία) και γι’ αλικούντιση (καθυστέρηση) δεν υπήρχε. Το γυναικοθέμι (γυναικομάνι) είχενε ανεσκουμπώματα με τσι δουλειές και τα τζυμώματα. Νοικοκιουράδες, παρακόρες και δούλες ανεμπουγκώνουνταν (προετοιμάζονταν) κι ήντουστε στσι φούριες τως. Δεν ηγλυτώνανε (προλάβαιναν) ν’ απορηχάνουν (ξεκουραστούν) μήτε να ριποζάρουνε (αναπαυθούν) ούτε στο μινούτο.
Άσε πια τσι τιτίζες (σχολαστικές) γυναίκες, που τσ’ ήπιανε ατσέσο (έξαψη) να τα γλιτώσουνε ούλα! Ηβρουλίζουνταν (στριφογύριζαν) μ’ αβαρεσά αφ’ το λιόβγαρμα (αυγή), κι απέ αφ’ την αποκάμωση (κούραση) κοψομεσιάζουνταν, ηντουσντίζανε (ισοπεδώνονταν), ηγενούντανε δυο κάτια (κομμάτια), για να παστρέψουν και να σιλντίσουν (καθαρίσουν) τα πάντα, να διαρμίσουν (ετοιμάσουν) μπίνμπατι (ολότελα) το σπίτι.
Τα τσαρσιά (αγορές) είχαν κι αυτά φούριες πολλές, για να γιομίσει η αγορά με ούλα τα καλά και να μη λείψει ιτς τίποτας (τίποτε απολύτως) κανενούς, χρονιάρες μέρες.
Το σπίτι ηστολιζούτανε μ’ ούλα του τα πρεπούμενα, μπακίρια, φαντά, σερβίτσα, κάντρα και πολιτρέδες (φωτογραφίες), πανά (πανό, κεντητούς πίνακες), εργόχερα, κι ηγενούτανε αρματωμένο του θαμασμάτου! Στρώνονταν χαλιά και σιτζαντέδες (μικρά πολυτελή χαλιά) στις καλές κάμερες και τσούλια ή κουρελούδες στους χώρους τση λάτρας. Έτσι, μαζί με τη ζέστη του τζακιού, το σπίτι γένεται κουκούμι (αποκτά θαλπωρή).
Στο Ρεΐσντερε στόλιζαν τα σπίτια με κλωνάρια ελιάς, απ’ όπου κρέμονταν καρύδια, φουντούκια και μύγδαλα, ενώ στην Αγια-Παρασκευή (Κιόστε) του Τσεσμέ διακοσμούσαν σπίτια και μαγαζιά με πρασινάδες (μερσινιές, κουμαριές, ζανταλιές, δάφνες, σκίνα κι ελιές). Σμυρτιές, σκίνα και κουμαριές στόλιζαν επίσης ούλες τσι πουλουδιέρες (ανθοδοχεία) των Ερυθραιωτών.
Η πρασινάδα, ιδίως η άγρια, του βουνού, συμβολίζει την υγεία, τη θαλερότητα, την ευεξία και τη δύναμη.
Τις παραμονές οι πιότερες δουλειές ήτονε μπιτισμένες. Ο Ρωμιόκοσμος της Ερυθραίας ήταν πια έτοιμος για τη μεγάλη γιορτή. Τα μέλη της φαμελιάς λούζονταν, άλλαζαν κι έκαναν μετάνοιες μεταξύ τους, για να συχωρέσει ο ένας τον άλλον και να κοινωνήσουν. Κανείς δεν ήπρεπε να μείνει αματάλαβος. Το πρωί της παραμονής, οι Αλατσατιανοί και οι Βουρλιώτες έστελναν ως πεσκέσι λίγα γλυκά, κρασί και χριστόψωμα σε δασκάλους, συγγενείς και φίλους. Τα ’ποδοσίδια (ανταπόδοση) ήταν πάντα πωρικά (φρούτα) και φρούτα (ξηροί καρποί). Τα χωριά με ξενιτεμένους και ναυτικούς, όπως το Κιόστε, ο Τσεσμές, το Γενίλιμάνι κ.ά., είχαν μεγάλα ξεφαντώματα το Δωδεκάμερο, επειδής όλοι οι ταξιδιάρηδοι ερκούντασι στο χωριό. Τότες εματζεύουντο ούλο το δικολόι (συγγενολόι).
Η ξενόφερτη συνήθεια της ανταλλαγής δώρων τα Χριστούγεννα δεν υπήρχε. Στη Δυτική Ερυθραία, μόνον οι γονείς και οι στενοί συγγενείς έδιναν στα παιδιά της οικογένειας τα χρουστουεννιάτικα, ένα μπαξίσι ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητές τους.
Θοδωρής Κοντάρας
Φιλόλογος
- Απόσπασμα από άρθρο στην εφημερίδα Η Νέα Ερυθραία | enosivourlioton.gr.