Στο χωριό όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά, μπαίναμε περίπου με το «έτσι θέλω», πετώντας ένα «γεια σου θεία», για να εδραιώσουμε σχέσεις, και ζητούσαμε νερό. Αν η θεία ήταν καλόβολη, εκτός από το νερό θα ερχόταν και κέρασμα. Η θεία Βαρβάρα λοιπόν, που είχε το σπίτι της απέναντι από το σχολείο, μας έβγαζε πάντα γλυκό βανίλια με νερό από τη στέρνα, καλοδεχούμενο τονωτικό για να επιστρέψουμε πάραυτα στις δουλειές που είχαμε αφήσει στη μέση και που «υφαίναμε» καθημερινά δυο μήνες το καλοκαίρι, χωρίς να τις σχολάμε ποτέ: το τρέξιμο, το κρυφτό, το φυσοκάλαμο, τον πετροπόλεμο, την αμπάριζα, και φτου κι απ’ την αρχή. Παρόμοιες οι αναμνήσεις όλων των παιδιών της γενιάς μου.
Κλισέ, γλυκερές εικόνες από σκιερές αυλές, παιδικά καλοκαίρια και εξοχές. Αν υπάρχει ένα ελληνικό γλυκό που να μπορεί να ξυπνήσει τόσες αναμνήσεις όσες οι μαντλέν του Προυστ, αυτό τελικά είναι η βανίλια.
Η ιστορία της έχει ενδιαφέρον. Λένε ότι πρωτοφτιάχτηκε στην Πόλη από Χιώτες ζαχαροπλάστες, και ήταν ένα κέρασμα που σέρβιραν σε όλα τα ελληνικά σπίτια στο Πέρα και στα ζαχαροπλαστεία του Γαλατά. Στο βιβλίο της Σούλας Μπόζη Πολίτικη κουζίνα δίνεται μάλιστα και συνταγή για το «άσπρο γλυκό», όπως ήταν γνωστό.
Το έφτιαχναν λοιπόν και στα σπίτια, όπως μου έχει επιβεβαιώσει ο ίδιος ο Στέλιος Παρλιάρος, που έχει τέτοιες μνήμες από τα παιδικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη.
(Φωτ.: Άκης Ορφανίδης / gastronomos.gr)
Το έφτιαχναν δε από το τίποτα, από ζάχαρη και νερό. Στο τέλος πρόσθεταν λίγο λεμόνι για να μην ζαχαρώσει το σιρόπι, και βανίλια ή μαστίχα. Αφού κρύωνε το σιρόπι, το ανακάτευαν κυκλικά με ξύλινη κουτάλα, με την ίδια πάντα φορά, μέχρι να χάσει τη διαφάνειά του, να «κόψει» και να γίνει μια ανοιχτόχρωμη γαλακτερή μάζα.
Αυτό που δεν γνωρίζαμε είναι ότι σε αυτό το παρασκεύασμα αναφέρεται η φράση «ζαχαροκάντιο ζυμωτή» που ακούμε στα κάλαντα (ζαχαροκάντιο είναι η ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο).
Τι σχέση έχει λοιπόν με τον Άγιο Βασίλη που εμφανίζεται βαστώντας εικόνα και χαρτί; Ουδεμία. Όπως διαβάζουμε στο πολύ ενδιαφέρον blog του θεολόγου και συνταξιούχου εκπαιδευτικού Δημήτρη Καραμάτσκου, τα κάλαντα, αν προσπαθήσεις να τα διαβάσεις και να τα κατανοήσεις με τη σειρά που λέγονται, δεν βγάζουν κανένα νόημα. Κι αυτό γιατί στην ουσία πρόκειται για ένα μπλέξιμο θρησκευτικών στίχων με στίχους κεκαλυμμένους ερωτικούς. Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τα κάλαντα ήταν ένας τρόπος να μπουν οι νεαροί στα σπίτια των κοριτσιών που τους ενδιέφεραν και να τους εξομολογηθούν τον έρωτά τους.
Κάθε δεύτερος στίχος αναφέρεται σε αυτές: ψηλή μου δεντρολιβανιά (ψηλή σαν δεντρολίβανο)· εκκλησιά με τ’ άγιο θόλος (με το καπέλο είσαι σαν εκκλησιά με τον τρούλο) · στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει (αν βγει να περπατήσει, θα ευφρανθούν οι καρδιές μας) · και δεν μας καταδέχεται· συ είσαι αρχόντισσα κυρία· ζαχαροκάντιο ζυμωτή (είσαι σαν γλυκό ζυμωμένο, σαν ζαχαροκάντιο), κτλ.
- Πηγή: gastronomos.gr / Χριστίνα Τζιάλλα.