Η Τουρκία είναι μία εκ των νικητριών χωρών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, εισερχόμενη τον Φεβρουάριο του 1945, μόλις δύο μήνες πριν από την οριστική λήξη του. Η αναίμακτη αυτή συμμετοχή είχε ως αποτέλεσμα αφενός να λάβει μερίδιο της αμερικανικής βοήθειας μετά τον πόλεμο, αφετέρου να θεωρεί εαυτήν –διά στόματος Αχμέτ Νταβούτογλου– αδικημένη επειδή δεν προσάρτησε τα Δωδεκάνησα.
Η επόμενη ημέρα της Συνθήκης της Λοζάνης βρήκε τη νεοϊδρυόμενη Α΄ Τουρκική Δημοκρατία απολύτως καθημαγμένη.
Τα κεμαλικά στρατεύματα είχαν καταφέρει μεγάλη νίκη στο πεδίο της μάχης, αλλά το κόστος υπήρξε τεράστιο, με τις επιπτώσεις εκείνων των γεγονότων να είναι εμφανείς έως και σήμερα.
Η οικονομία ήταν καταστραμμένη, η γραφειοκρατία ανύπαρκτη, και κυρίως η ανθρωπολογία απολύτως κατακερματισμένη, με την αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινή εθνική ταυτότητα να αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση των επόμενων ετών.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Κεμάλ επέλεξε την ουδετερότητα ως στρατηγική επιλογή της Τουρκίας όσον αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις της, και υπογράμμισε τη σημασία αποφυγής εμπλοκής της χώρας σε οποιονδήποτε συμμαχικό συνασπισμό. Ήταν «η ρεαλιστική εκτίμηση της πραγματικότητας εκείνης της εποχής», όπως έχει αναφέρει ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του Το στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας. Αυτή η απουσία από τις περιφερειακές και διεθνείς διενέξεις συμπυκνώθηκε στο περίφημο «ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο».
Αν και ο Κεμάλ δεν αρνήθηκε να αδράξει την ευκαιρία προσάρτησης της Αλεξανδρέττας προς τα τέλη της δεκαετίας του ’30, σε γενικές γραμμές έμεινε πιστός στην εν λόγω ουδετερότητα, με αποκορύφωμα το «Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας» του 1930. Σε επίσημο επίπεδο, η Τουρκία του Ισμέτ Ινονού τήρησε αυστηρά την ίδια γραμμή εξωτερικής πολιτικής, σε βαθμό μάλιστα που επικρίθηκε από κατοπινούς πολιτικούς ότι υπήρξε «υπέρ το δέον παθητική» σε μια περίοδο υψηλού κινδύνου αλλά και μεγάλων ευκαιριών.
Η πραγματικότητα όμως των διπλωματικών διεργασιών ήταν αρκούντως διαφορετική, ώστε η φράση «Επιτήδειος ουδέτερος», όπως αποδόθηκε από τον Φρανκ Βέμπερ στην Τουρκία για το ρόλο της κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, να παραμένει έως και σήμερα μνημειώδης.
Όπως καταγράφει ο Βέμπερ στο βιβλίο του:
Στις αρχές Αυγούστου του 1941, ο πρεσβευτής της Άγκυρας στο Βερολίνο, Χυσρέβ Γκερεντέ, επισκέφθηκε τον Βαϊτζαίκερ και τον πληροφόρησε ότι η Βέρμαχτ μπορούσε θαυμάσια να χρησιμοποιήσει για προπαγανδιστικούς σκοπούς τους ρωσοτουρκικούς λαούς ανάμεσα στους οποίους τώρα κινείτο. Ο Γκερεντέ είπε ότι κατά την προσωπική του γνώμη θα έπρεπε να οργανωθεί ένα «τουρανικό» κράτος από τη Νέα Τάξη του Άξονα στα εδάφη ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και την Κασπία. Ισχυρίσθηκε ότι όλοι στο Μπακού μιλούσαν τουρκικά και ποθούσαν την ανεξαρτησία από τη σοβιετική κυριαρχία.
Σε άλλο σημείο, ο Βέμπερ συνεχίζει:
Έναν περίπου χρόνο μετά τις συναντήσεις του Γκερεντέ με τη Βιλελμστράσσε και το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο, ο Αχμέτ Ουμάρ, Τούρκος πρόξενος στη Δαμασκό, επισκέφθηκε το βρετανικό προξενείο της πόλεως […] ο Ουμάρ ρώτησε τον Ρ. Α. Μπώμον του βρετανικού προξενείου αν το Λονδίνο θα δεχόταν επέκταση των τουρκικών εδαφών εις βάρος της Σοβιετικής Ρωσίας.
Παρόμοιες αναφορές υπάρχουν και σε άλλες πηγές, π.χ. στον Παντουρκισμό του Γιάκομπ Μ. Λάνταου. Η Τουρκία κινήθηκε ευκαιριακά ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου προκειμένου να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά εδαφικά οφέλη εις βάρος της ΕΣΣΔ, η οποία βρισκόταν εκείνη την περίοδο υπό τη ναζιστική μέγγενη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πιέσεις της Άγκυρας ήταν αμφίπλευρες τόσο προς το Βερολίνο (πρώτο απόσπασμα), όσο και προς το Λονδίνο (δεύτερο απόσπασμα) προς αποκόμιση του βέλτιστου αποτελέσματος για την ίδια.