Το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται πως βρίσκεται προ των πυλών της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εξελίξεις άλλωστε είναι ραγδαίες, με τους ηγέτες των 27 κρατών-μελών να εγκρίνουν τη συμφωνία αποχώρησης, και την πρωθυπουργό Τερέζα Μέι να απευθύνει δραματική έκκληση στους πολίτες να στηρίξουν τη συμφωνία.
Η πρωθυπουργός ανέλαβε τα ηνία της χώρας μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, με θέρμη και όρεξη να «τελειώσει» την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας της, κάτι το οποίο δεν την καθιστά και το πλέον αγαπητό πολιτικό πρόσωπο στη Γηραιά ήπειρο.
Το πρόβλημα της Μέι ωστόσο έχει να κάνει με την αποξένωσή της από τον βρετανικό λαό, αλλά και από την πραγματικότητα. Ο λόγος είναι απλός και έχει να κάνει με την εξαπάτηση των πολιτών όταν, καθώς αναλάμβανε την εξουσία, υποσχόταν ότι «η συμφωνία του Brexit που θα κερδίσουμε από την ΕΕ θα είναι μια εθνική επιτυχία». Τώρα που η εθνική επιτυχία είναι άφαντη και ο κόσμος αντιλαμβάνεται ολοένα και περισσότερο τις αρνητικές επιπτώσεις της συμφωνίας και της εξόδου, οι πολιτικοί που τον εξαπάτησαν μένουν μετέωροι – και δικαίως. Η εξαπάτηση συνοδεύτηκε και με την τρομοκρατία της καμπάνιας του Brexit, η οποία δυστυχώς για τη χώρα μας βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην εγκληματική μεταναστευτική πολιτική Τσίπρα και Τασίας Χριστοδουλοπούλου, μια πολιτική ιδεοληπτική, ασύντακτη και ανοργάνωτη, η οποία άνοιξε τον ασκό του Αιόλου στη Μεσόγειο, έδωσε αφορμή στην Τουρκία να εκβιάζει τις χώρες της Ευρώπης, και αιματοκύλησε τη θάλασσα με αδικοχαμένους ανθρώπους που προσπάθησαν να περάσουν στη χώρα μας.
(Φωτ.: EPA / Andy Rain)
Το μείζον ζήτημα που προκύπτει ωστόσο είναι θέμα δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, όσο πλησιάζουμε στη συμπεφωνημένη ημερομηνία του Brexit (Μάρτιος 2019), όλο και περισσότεροι Βρετανοί πολίτες αλλάζουν γνώμη για τη λανθασμένη τους απόφαση στο δημοψήφισμα του 2016. Επρόκειτο άλλωστε για ένα εξαιρετικά οριακό αποτέλεσμα δημοψηφίσματος, της τάξεως του 52% (με 48% κατά του Brexit), το οποίο δεν δικαιολογούσε τελεσίδικη και οριστική απόφαση για ένα τόσο μείζον ζήτημα. Και αυτό ακριβώς αποδεικνύει πως το δημοψήφισμα δεν ήταν καθόλου δημοκρατικό.
Το αντιδημοκρατικότατο δημοψήφισμα του 2016 αποδεικνύει επίσης εμπράκτως ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι μια δημοκρατική χώρα, και είναι αυτό που προκαλεί σήμερα τα αδιέξοδα σε Λονδίνο και Βρυξέλλες.
Σύμφωνα με την πολιτική επιστήμη, το δημοψήφισμα είναι ένα ισχυρότατο εργαλείο δημοκρατίας. Δυστυχώς, όμως, στις σύγχρονες ψευτοδημοκρατίες του κοινοβουλευτισμού το δημοψήφισμα χρησιμοποιείται με έναν ολιγαρχικό και ανελεύθερο τρόπο, όπως ακριβώς συνέβη και με το μαύρο και επονείδιστο δημοψήφισμα το 2015 στη χώρα μας – ίσως ο αντιδημοκρατικός προπομπός του Brexit.
Αρχικά, για να είναι ένα δημοψήφισμα δημοκρατικό, πρέπει να έχουν επιλέξει τη διεξαγωγή του οι πολίτες και όχι οι πολιτικοί. Και αυτό διότι το πολιτικό προσωπικό μπορεί να διεξάγει ένα δημοψήφισμα για ίδιον όφελος και για κρυφούς σκοπούς, ενώ έχει τεράστια δυνατότητα να προκαταβάλει το αποτέλεσμα, ανάλογα με το πώς θέτει το ζήτημα αλλά και το ερώτημα στην κάλπη. Εξίσου σημαντικό –και ιδιαίτερα στην περίπτωση του Brexit– θέμα είναι η πρόβλεψη για επαναληπτικό δημοψήφισμα στην περίπτωση οριακού αποτελέσματος, με διεξαγωγή της επαναληπτικής διαδικασίας σε βάθος ορισμένου χρόνου.
Με άλλα λόγια, όταν όπως απεδείχθη οι πολίτες δεν ήταν απολύτως υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς (αν και ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα δεν θα περιλάμβανε μόνο δύο επιλογές στην κάλπη), θα έπρεπε να υπάρχει πρόβλεψη η πολιτεία να επανέλθει σε βάθος π.χ. δύο ετών με νέο δημοψήφισμα, ευελπιστώντας σε ένα πιο οριστικό και καθαρό αποτέλεσμα. Μέχρι τότε το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να διαπραγματεύεται για την έξοδό του, ενώ ταυτόχρονα θα ωρίμαζε η άποψη του κόσμου σχετικά με τις επιπτώσεις του Brexit, μιας και συνεχίζουν να ανακύπτουν ζητήματα που κανείς δεν είχε εξετάσει, όπως η επιβάρυνση των βρετανικών μουσείων στην περίπτωση της εξόδου.
Αντίστοιχα, θα είχε δοθεί παραπάνω χρόνος ενημέρωσης σχετικά με το πραγματικό κόστος μιας τέτοιας εξόδου.
Στην περίπτωση αυτήν, εάν δηλαδή το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν πράγματι μια δημοκρατική χώρα, και εάν είχαν διεξαγάγει ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα, η Μέι αντί για το διασυρμό που έχει τώρα να αντιμετωπίσει, θα προκήρυττε ένα δεύτερο δημοψήφισμα μιας και το αποτέλεσμα του πρώτου ήταν ιδιαίτερα οριακό. Στην περίπτωση αυτήν οι πολίτες θα μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα μία ακόμα φορά, να αλλάξουν άποψη όπως αποδεικνύουν οι δημοσκοπήσεις, και να αποφασίσουν τελεσίδικα για το καλό της χώρας τους.
Εάν δεν διεκδικήσουμε την επαναφορά του δημοψηφίσματος με δημοκρατικές όμως διαδικασίες, οι λαοί του κόσμου θα υποφέρουν από ελεγχόμενα και καταστροφικά αποτελέσματα όπως αυτό του Brexit και του απεχθούς ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015.
Σταύρος Καλεντερίδης