1. Με τον Κοτζιά υπήρχαν θέματα με τα οποία θα μπορούσε να συμφωνήσει κανείς και άλλα να διαφωνήσει. Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε, για παράδειγμα, στο χειρισμό του Κυπριακού, στη συνέχιση και την εμβάθυνση, των τριμερών στην Ανατολική Μεσόγειο, ή στα ανοίγματα στα Βαλκάνια. Οι διαφωνίες εστιάζονται στο περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών, στον τρόπο που χειρίστηκε την ελληνορωσική μίνι κρίση αλλά και στο ότι δεν έδωσε κανένα στοιχείο να αντιληφθούμε πού το πήγαινε στις σχέσεις με την Αλβανία. Το άνοιγμα προς τα Τίρανα ήταν θετικό. Είναι γνωστό, επίσης, πως πολλά θέματα διπλωματίας όταν εξελίσσονται δεν ανακοινώνονται αλλά δεν μπορεί, σε μείζονος σημασίας ζητήματα, να ερχόμαστε προ τετελεσμένων την παραμονή της λύσης τους. Κάποια ιδέα των κατευθύνσεων θα πρέπει να έχουμε ως λαός.
Ό,τι και να του καταλόγιζε κανείς του Κοτζιά, γεγονός ήταν ότι προσπαθούσε να έχει πολιτική στο υπουργείο Εξωτερικών. Ο διάδοχός του Αλέξης Τσίπρας ούτε το αντικείμενο γνωρίζει ούτε έχει το χρόνο να ασχοληθεί.
Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών δεν έχει, επίσης, τη σχετική πείρα, ούτε την αρμοδιότητα, ίσως, να διαμορφώσει πολιτική. Βεβαίως –ευτυχώς– υπάρχει στο υπουργείο ένας πεπειραμένος και ικανός διπλωμάτης, ο γενικός γραμματέας Δημήτρης Παρασκευόπουλος, ο οποίος όμως περιορίζεται, αναγκαστικά, είτε στην υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής είτε στη διαχείριση μιας παραδοσιακής εξωτερικής πολιτικής.
Περνάμε όμως κρίσιμες στιγμές, και η χώρα πρέπει να αναζητήσει επιλογές που θα επηρεάσουν τις εξελίξεις και τη θέση της στην ευρύτερη περιοχή.
2.- Η είδηση πως τα Σκόπια προτείνουν αλλαγές στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια διότι ενοχλούνται από το περιεχόμενό τους ήταν αναμενόμενη. Με τα Σκόπια δρομολογήθηκε μια εξέλιξη που το πιθανότερο είναι να δημιουργήσει ένα νεομακεδονικό ζήτημα. Υποτίθεται ότι με τα σχολικά βιβλία της γείτονος θα είχε πρόβλημα η ελληνική πλευρά για να περιοριστεί ο αλυτρωτισμός τους. Προφανώς, και η άλλη πλευρά θεωρεί πως και τα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια περιέχουν αλυτρωτικά στοιχεία και προτείνει αλλαγές. Στη λογική της αμοιβαιότητας. Αποτελούν αυτές οι εξελίξεις, και άλλες, μη προβλέψιμες παρενέργειες της συμφωνίας;
Όταν κάθεσαι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων χωρίς ατζέντα, τότε το αποτέλεσμα θα είναι αυτό που έχουμε σήμερα με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν είναι καλή συμφωνία, και όσοι από καλή διάθεση την υποστήριξαν θα διαπιστώνουν, προϊόντος του χρόνου, πως μπορεί να έκαναν και λάθος.
Αλλά το θέμα της Ιστορίας στη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση είναι ένα ζήτημα το οποίο ταλαιπωρείται γενικότερα από την παρούσα «αριστερή» κυβέρνηση.
Δεν υπάρχει η σχετική πολιτική κουλτούρα στην Ελλάδα, αλλά υποτίθεται πως ο κρατικός μηχανισμός και οι πολιτικοί ταγοί διδάσκονται από τα λάθη του παρελθόντος.
Μετά την υποτιθέμενη νίκη της Ελλάδας στην κρίση του 1987 ο Ανδρέας Παπανδρέου σύρθηκε στο Νταβός για να συζητήσει με τον Οζάλ, για πρώτη φορά, τις ελληνοτουρκικές «διαφορές». Επέστρεψε με εκείνο το «mea culpa» αλλά οι διαφορές καταγράφηκαν. Το ίδιο και ο Σημίτης στη Μαδρίτη. Τα Ίμια, δε, αποτελούν χαρακτηριστικό case study.
Αυτήν την οδυνηρή πείρα την αξιοποιεί η Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενώ είναι παρούσα αποφεύγει την πρόκληση θερμού επεισοδίου με την Τουρκία, το οποίο επιδιώκει διακαώς η Άγκυρα για να γκριζάρει περιοχές.
Αλλά ας μην είμαστε σίγουροι πως θα μπορούσε να αποφευχθεί η ένταση ή η δημιουργία δυσάρεστων καταστάσεων αν δεν είχαν δρομολογηθεί οι τριμερείς συνεργασίες με την Κύπρο και το Ισραήλ από τη μια, και με την Κύπρο και την Αίγυπτο από την άλλη. Και κυρίως αν τις συνεργασίες αυτές δεν τις ενθάρρυνε και δεν τις υποστήριζε η Ουάσινγκτον.
Το ερώτημα είναι αν οι ΗΠΑ στηρίζουν τις συνεργασίες ευκαιριακά ή έχουν προσδώσει σ’ αυτές στρατηγικά χαρακτηριστικά.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα εγκαταλείψουν επ’ ουδενί την Τουρκία στη Ρωσία, εκτός και αν το επιδιώξει με τρόπο απόλυτο η Άγκυρα. Αλλά ούτε αυτό θα συμβεί.
Η Τουρκία θα επανέλθει στο Δυτικό μαντρί με όρους και προϋποθέσεις που προς το παρόν δεν διακρίνονται. Θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ενδεχόμενο από την ελληνική πλευρά και να ετοιμάζονται σενάρια πολιτικής διαχείρισης των επιπτώσεων που θα επιφέρει. Χωρίς αμφισβήτηση των συνεργασιών στις οποίες η χώρα έχει δεσμευτεί και οι οποίες αποδίδουν, αλλά με επανόρθωση, στο μέγιστο δυνατό, των σχέσεων με τη Ρωσία.
Η επικείμενη επίσκεψη Τσίπρα στη Μόσχα παρέχει αυτήν την ευκαιρία. Όπως και ο επικείμενος στρατηγικός διάλογος Ελλάδας-ΗΠΑ.
Ελπίζουμε ότι η Αθήνα γνωρίζει τι θέλει και πως στις συναντήσεις αυτές, που αποτελούν όχι συχνές ευκαιρίες, θα το πετύχει με τις αναγκαίες ισορροπίες για τα εθνικά συμφέροντα.
3.- Τέλος, σε σχέση με τη μνήμη και τη διατήρησή της υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Ο φάκελος της Κύπρου. Ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ Μαρίνος Σιζόπουλος ήταν πρόεδρος της Επιτροπής του κυπριακού Κοινοβουλίου για τη διερεύνηση της υπόθεσης αυτής. Προχθές στη Θεσσαλονίκη είπε ορισμένα πράγματα, κι εκείνο που προέκυψε ήταν ότι η εισβολή στην Κύπρο σχεδιάστηκε πολύ πριν γίνει. Αν αυτό είναι το αποτέλεσμα της έρευνας για το Φάκελο της Κύπρου, τότε άνθρακες ο θησαυρός. Αυτό το γνωρίζαμε εδώ και πολλά χρόνια.
Είναι φανερό ότι έγινε –και συνεχίζει να γίνεται– προσπάθεια συγκάλυψης μιας προδοσίας. Διότι στο Κυπριακό υπήρξε προδοσία.
Όσοι συμμετείχαν, είτε πολιτικοί ήσαν είτε στρατιωτικοί, πρέπει να κατονομαστούν και να αναδειχθούν οι ευθύνες τους. Όχι για να φυλακιστούν, αλλά για να καταδικαστούν από το δικαστήριο της ιστορίας. Διαφορετικά το έγκλημα θα επαναληφθεί.