Χαρισματικός και με εντυπωσιακή πορεία, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο βιρτουόζος πιανίστας Νικόλαος Σαββίδης αποτελεί ένα από τα εξέχοντα πρόσωπα της ελληνικής διασποράς της Ρωσίας. Το έργο του είναι τέτοιο που ο 37χρονος πιανίστας συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο-λεύκωμα Πρόσωπα της Ρωσίας. XXI αιώνας, όπου παρουσιάζονται νέοι Ρώσοι πολίτες κάτω των 40 ετών, οι οποίοι σύμφωνα με τον εμπνευστή του πρότζεκτ Ίγκορ Νταμπακάροφ «είναι το παρόν και το μέλλον της χώρας».
Ο Νικόλαος Σαββίδης βρίσκεται μάλιστα στο εξώφυλλο του βιβλίου που θα κυκλοφορήσει σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα, σε κάθε γωνιά της Ρωσίας.
Από την Τραπεζούντα του Πόντου, τη δεκαετία του ’50, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Μόσχα όπου γεννήθηκε και ζει ο 37χρονος πιανίστας. Πρόκειται για οικογένεια με παράδοση στην ιατρική, με τον παππού και τη γιαγιά του να είναι πρωτεργάτες. Ο παππούς του Γρηγόριος Γ. Τσεμιάνοβ έχει τιμηθεί και με το κρατικό βραβείο της ΕΣΣΔ στον τομέα της τραυματολογίας. Για τον μικρό Νικόλαο, όμως, η μοίρα είχε άλλα σχέδια.
Το ταξίδι στη μουσική άρχισε νωρίς
Ενάμισι ετών έδειξε για πρώτη φορά ενδιαφέρον για τη μουσική – ο εύκολος τρόπος να ηρεμήσει κανείς το παιδί ήταν να του βάλουν μια σύνθεση του διάσημου Έλληνα τραγουδιστή Γιάννη Πάριου. Στην ηλικία των οκτώ ετών, είχε ήδη ξεδιπλώσει το ταλέντο του και οι γονείς του τον έγραψαν σε ωδείο, όπως και όλα τα αδέρφια του.
Ξένια Γεωργιάδη, Ευκλείδης Κιουρτζίδης και Νικόλαος Σαββίδης στη σκηνή της μεγάλης αίθουσας εκδηλώσεων του Κρεμλίνου, το 2016 (φωτ.: Βασίλης Τσενκελίδης)
«Πρώτος που άρχισε να σπουδάζει μουσική ήταν ο αδερφός μου, που έκανε μαθήματα κατ’ οίκον και έδειχνα μεγάλο ενδιαφέρον για αυτά. Το παρατήρησε η δασκάλα και πρότεινε να ξεκινήσει μαθήματα και μαζί μου. Σύντομα, με τη σύσταση μιας ασθενούς της γιαγιάς μου, με πήγαν για ακρόαση στο ωδείο της εξαιρετικής παιδαγωγού Ντιάνας Μεσρόποβα, η οποία ενέπνευσε το πάθος μου για αυτήν τη μεγαλειώδη τέχνη, και την ευχαριστώ γι’ αυτό. Από τότε, η μουσική για μένα είναι η ζωή μου!» εξηγεί ο 37χρονος πιανίστας.
Το λεύκωμα «Τα πρόσωπα της Ρωσίας. XXI αιώνας»
Η σχέση του με την Ελλάδα
Στην Ελλάδα ο Νικόλαος ήρθε για πρώτη φορά στην ηλικία των 13 ετών, το 1994. Του άρεσε πολύ «η ηλιόλουστη χώρα με χαρούμενους, φιλικούς ανθρώπους». Όπως εκατομμύρια άνθρωποι από όλο τον πλανήτη, έτσι κι εκείνος ερωτεύτηκε την ελληνική κουζίνα, από την οποία ξεχώρισε την τυρόπιτα και τον μουσακά. Ωστόσο εκείνο που του έκλεψε την καρδιά όσο έμεινε στην Ελλάδα ήταν η μουσική. «Άκουσα πραγματική ελληνική παραδοσιακή μουσική! Ακουγόταν παντού: στο ραδιόφωνο, στις ταβέρνες, στους δρόμους της πόλης. Κατέγραφα τη μουσική σε κασέτες και την άκουγα με κάθε ευκαιρία. Δημιουργούσε μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα», θυμάται μιλώντας στους υπεύθυνους του λευκώματος.
Μπροστά από το άγαλμα του Ρώσου συνθέτη Πιοτρ Τσαϊκόφσκι, στη Μόσχα
«Ποιο θέμα κυριαρχεί στα τραγούδια των Ελλήνων;» τον ρώτησαν μεταξύ άλλων και εκείνος απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη: «Η αγάπη». «Αυτά τα τραγούδια μπορεί να είναι μελαγχολικά, άλλες φορές δραματικά, χαρούμενα ή ελαφριά. Όλα όμως έχουν μια ιδιαίτερη μελωδικότητα. Η ελληνική γλώσσα, κατά τη γνώμη μου, είναι μια από τις λίγες που πέφτει τόσο ήπια και φυσιολογικά πάνω στη μουσική και ακούγεται με τέτοια τρυφερότητα στο τραγούδι. Δεν μπορούν να αφήσουν κανέναν αδιάφορο οι ελληνικές μελωδίες», εξήγησε με υπερηφάνεια ο Νικόλαος.
Ο ποντιακής καταγωγής πιανίστας χρησιμοποιεί τη μουσική για να ενώνει τους ανθρώπους καθώς πρόκειται για μια «διεθνή γλώσσα που καταλαβαίνουν όλοι».
Θα ήθελε να συστήσει στο ελληνικό κοινό τη ρωσική μουσική και να αποκαλύψει τον θαυμάσιο κόσμο του πλούσιου ρωσικού πολιτισμού. «Όταν ακούει κανείς τα μεγάλα έργα του Τσαϊκόφσκι, του Ραχμάνινοφ, δεν μπορεί παρά να αντιλαμβάνεται τον πνευματικό πλούτο αυτής της χώρας και των ανθρώπων της, να αρχίζει να κατανοεί με ιδιαίτερο τρόπο την ψυχή της Ρωσίας!» υπογράμμισε.
Χριστίνα Χαφουσίδου
- Με πληροφορίες από την ιστοσελίδα http://rufaces.ru/