Φιλοκαλία είναι η αγάπη προς το ωραίο, τ’ όμορφο, το καλαίσθητο. Σύνθετη λέξη απ’ το ρήμα «φιλώ», που πάει να πει αγαπώ, και το ουσιαστικό «κάλλος», που περιγράφει κάτι εξαιρετικά όμορφο που τέρπει και γαληνεύει την ψυχή. Το νοηματικό βάρος δεν πέφτει τόσο πάνω στο υποκείμενο της υψηλής αισθητικής, όσο στην ψυχική κατάσταση, τη νοοτροπία, την προσωπικότητα και το χαρακτήρα του φιλόκαλου ανθρώπου. Η φιλοκαλία είναι στάση ζωής· μια συνεχής εκζήτηση ειρηνικής και απαθούς ψυχικής ευφορίας. Ο φιλόκαλος άνθρωπος, μοιραία, εγκαταλείπει την πολυτέλεια των δύο λάμδα της λέξης «κάλλος».
Κι ύστερα με αγώνα, θυσίες κι αυτόβουλες παραιτήσεις από γαιώδη θέλω «δίνει αίμα για να πάρει πνεύμα», ώστε να κατεβάσει ως αχθοφόρος τον τόνο μια συλλαβή. Κατεργαζόμενος έτσι το κάλλος, γίνεται καλός.
«Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας», λέει ο σοφός Περικλής. Όντως, οι προπάτορές μας θεράπευσαν με πανθομολογούμενη επιτυχία το «κάλλος». Όχι όμως την ειδωλική, αυτάρεσκη κι αισθηματολογική εκδοχή του· δηλαδή, την εμπαθή, υλιστική και φίλαυτη λατρεία τού επιφανειακά ωραίου σε όλες του τις μορφές. Τέτοια πράγματα, αποκτήματα και συλλογές, τέτοιες συμπεριφορές και πομπώδεις επιδείξεις ήταν περιφρονητέες.
Αγαπούσαν το ωραίο με απλότητα («μετ’ ευτελείας»)· ακολουθώντας το μέτρο («μέτρον άριστον»)· συστήνοντας εγκράτεια («ηδονής κράτειν»), σωφροσύνη («φρόνησιν άσκει»), ευγένεια («ευγένειαν άσκει»), δικαιοσύνη («αδικείν μίσει») και αφιλοκέρδεια («πλούτω απόστει»). Παιδεύτηκαν έτσι στο σχολείο της τέχνης, της άθλησης, της γραμματείας, της επιστήμης και της φιλοσοφίας σαν παιδιά φιλοπερίεργα και φιλόμαθα. Έτσι, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, αναγνώρισαν την Αλήθεια, δηλαδή τον Χριστό. Μπήκαν λοιπόν στο Πανεπιστήμιο της Ορθοδοξίας για να αποφοιτήσουν πλέον ως ειδήμονες του βίου, τέλειοι «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού».
Την εκπλήρωση του ποθούμενου στην πορεία του ελληνικού πνεύματος για την αναζήτηση της αλήθειας συμβολίζει και ο τίτλος που επέλεξαν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Άγιος Μακάριος Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου για ένα μνημειώδες έργο τους. Σε μια εποχή που την «πλάκωνε η φοβέρα και την έσκιαζε η σκλαβιά», τυπώνουν τη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών στη Βενετία το 1782. Τη δαπάνη της έκδοσης ανέλαβε ο Έλληνας πρίγκιπας της Μολδοβλοχίας Ιωάννης Μαυρογορδάτος.
Γι’ αυτό, ο Άγιος Νικόδημος στο «προοίμιον» του βιβλίου χαρακτηρίζει τον ευεργέτη «καλό καγαθό».
Δεν κάνει τυχαία αυτήν τη φιλοφρόνηση μετερχόμενος το ιστορικό πρότυπο του «καλού καγαθού» πολίτη που ήταν η στόχευση της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ύστερα, μακαρίζει τον Ιωάννη ως «φιλόχριστο» και «ενθέω ζήλο υπέρ της του κοινού ωφελείας διαπαντός πυρπολούμενο». Η Αγιοπνευματική γραφίδα σε αφήνει ενεό περιγράφοντας σε τρεις γραμμές τον εύλογο προορισμό της ελληνικής παιδείας στην ολότητά της.
Η Φιλοκαλία είναι συλλογή θεόπνευστων πατερικών κειμένων. Όπως ερμηνεύει ο γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης (1906-2006): «η φιλία αυτή του καλού, εις αυτά τα υψηλά πνευματικά επίπεδα, ανήκει στους “Ιερούς Νηπτικούς”, δηλαδή στους ασκητικούς εκείνους αγίους Πατέρες, που έφτασαν στην θεία κατάσταση της αδιάλειπτης νήψεως και εγρηγόρσεως του θεωθέντος νου τους».
Πράγματι, με τη νήψη, δηλαδή τον καθαρμό της καρδιάς από τα πάθη στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το ανεκλάλητο και άφθαρτο κάλλος, ως ζητούμενο όλων των της ελληνικής παιδείας μετεχόντων, είναι πια ευνόητο ως αυτό που πραγματικά είναι: ελέω Θεού χάρισμα πρόγευσης του παραδείσου από τούτη τη ζωή. Όπως γράφει κι ο λογοτέχνης Αλέξανδρος Κοσματόπουλος στο πιο πρόσφατο έργο του, το περίφημο Αναγνωστικό των Ευαγγελίων: «Η πνευματική πορεία του ανθρώπου έγκειται στην προσπάθεια να εισέλθει ο νους στην καρδιά, ώστε με την καρδιά και να σκέφτεται και να αισθάνεται. Αίσθημα και σκέψη πάνε μαζί, όταν η σκέψη πορεύεται εντός της αποκαθαρμένης από τα πάθη καρδιάς, λυτρωμένη από την ίδια της τη βία, και η καρδιά γίνεται το κέντρο του όλου ανθρώπου, όπου συντελείται η ενότητά του».
Ο σπουδαίος κυρ Φώτης Κόντογλου έκανε μεγάλον αγώνα για να αναδείξει την αισθητική που παράγει αυτή η ενότητα.
Συγκεκριμένα ν’ αναδείξει το θεοειδές κάλλος στις δημιουργίες χριστοφόρων ανθρώπων μέσα στην ευλογημένη ελληνική παράδοση. Όλο του το έργο, μάλιστα, αποπνέει μια τέτοια υπέρκοσμη αισθητική κι αντιμάχεται τη «νεοελληνική ακαλαισθησία». «Στον καιρό μας», έγραφε, «ολοένα μιλάμε για γούστο και αισθητική, και μολαταύτα σε όλα μας έχουμε ακαλαισθησία και το μέγα έλεος». Πού να ζούσες σήμερα κυρ-Φώτη! Θα πάθαινες αποπληξία…
Στο σπουδαίο έργο Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης του Αγίου Διονυσίου εκ Φουρνά (εκδ. Ερμηνεία, 2007), αντί προλόγου, ο αγιογράφος και ζωγράφος Γέρων του Ιερού Κελλίου Τιμίου Προδρόμου «Διονυσίου του εκ Φουρνά», ιερομόναχος Αναστάσιος, αφηγείται με συγκλονιστική ιεροπρέπεια ένα όραμα. Σ’ αυτό, ο μεγάλος αγιογράφος του 18ου αιώνα Άγιος Διονύσιος του λέει: «ουκ απογυμνούμαι των μυστικών της τέχνης μου, αλλά ταύτα καθιστώ κτήμα πάντων».
Η ασχήμια μάς έχει κυκλώσει πανταχόθεν και μας πνίγει. «Σ’ ανθρώπων παραγγέλματα / γέμισε ο κόσμος ψέματα. / Λύπη και δυσαγγέλια / κι η πόλις όλο ατέλεια!», γράφει σ’ ένα ποίημα του ο καθηγητής της Θεολογίας Γιάννης Κουρεμπελές (Ξενοτόκος, εκδ. Κυριακίδη, 2018). Ναι, υπάρχει «καιρός του σιγάν»· τώρα δεν είναι τέτοιος! Γι’ αυτό, όσοι και όπως μπορείτε: «τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως»! (Α Πέτρ. 2-9). Ότι αυτή η ασκήμια δεν αντέχεται άλλο…