Κατά καιρούς έχουμε δει τον πρόεδρο της Τουρκίας να χρησιμοποιεί τη γλώσσα της ηθικής και του δικαίου για να περιγράψει το ρόλο της Τουρκίας στο διακρατικό περιβάλλον. Ιδίως όταν αναφέρεται σε ανεπίλυτα ζητήματα όπως το Παλαιστινιακό, επί των οποίων η χώρα του δεν θίγεται άμεσα αλλά φιλοδοξεί να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν χρησιμοποιεί μια γλώσσα εξαιρετικά αρεστή στον μέσο μουσουλμάνο, τόσο εντός όσο και εκτός της Τουρκίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας ή της Κύπρου, όπου σύμφωνα με τον ίδιο «η Τουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα» –ή σύμφωνα με τον Αχμέτ Νταβούτογλου «η Τουρκία οφείλει να διατηρεί Κυπριακό ζήτημα έστω και αν δεν υπήρχε ένας μουσουλμάνος στο νησί»–, η γλώσσα του γίνεται αυτή της πολιτικής της ισχύος. Απολύτως ορθή η χρήση της γλώσσας από τον Ερντογάν, μιας και ο ηγέτης οφείλει να εκφράζει δημόσιο λόγο εναρμονισμένο με τους στρατηγικούς σκοπούς της χώρας του, αλλά και τις ηγεσίες που βρίσκονται απέναντί του. Η γλώσσα δεν αποτελεί παρά στρατηγικό μέσο, το κομμάτι ενός συνολικού παζλ το οποίο συμπληρώνεται με άξονα την πραγμάτωση του εθνοκρατικού συμφέροντος.
Η αντίληψη του ηγέτη για την κατάσταση (αντίπαλες ηγεσίες και ισορροπία ισχύος) είναι αυτή που καθορίζει εντέλει και την ικανότητά του, και η οποία καθίσταται προστιθέμενη αξία για το κράτος του. Στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου, η ισορροπία ισχύος είναι δυσχερής για την Ελλάδα και την Κύπρο και αυτό εξισορροπείται από τις συμμαχίες στις οποίες προχωρούν (ή οφείλουν να προχωρούν) σε όλα τα επίπεδα. Ο βαθμός δεσμευτικότητας των κοινών συμφερόντων είναι αυτός που καλλιεργεί μια δεδομένη αντίληψη στον αντίπαλο, και αντιστρόφως επιτρέπει σε εμάς να πράττουμε ή να μιλάμε με έναν συγκεκριμένο τρόπο.
Στην περίπτωση του «Οικοπέδου 10» και των γεωτρήσεων της Exxon Mobil, νομίζω ότι επιτέλους καταφέραμε να συνεννοηθούμε με τον πρόεδρο της Τουρκίας μιλώντας την ίδια γλώσσα μέσω της εμπλοκής του αμερικανικού παράγοντα. Όπως έχει υπονοήσει σαφώς ο Ερντογάν, τα συγκρουόμενα συμφέροντα δεν του επιτρέπουν να αναλάβει επιθετικές ενέργειες στο «Οικόπεδο 10».
Ωστόσο τι θα συμβεί σε άλλα οικόπεδα, όπου δεν δραστηριοποιούνται εταιρείες αμερικανικών ή ισραηλινών συμφερόντων; Ποια θα είναι η στρατηγική μας αν προχωρήσει σε τετελεσμένα εκεί όπου οι αναθέσεις αφορούν, για παράδειγμα, την ιταλική ENI;
Τι θα συμβεί αν προχωρήσει σε γεωτρήσεις στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου, ανοιχτά δηλαδή του ψευδοκράτους; Θα αντιδράσουμε ή έχουμε αποδεχθεί μια οιονεί διχοτόμηση, καθώς άλλωστε η συγκεκριμένη περιοχή δεν διαθέτει φυσικούς πόρους; Η προοπτική να προχωρήσει το τουρκικό γεωτρύπανο σε αποστολή οπουδήποτε εκτός του «Οικοπέδου 10» είναι υπαρκτή και άκρως επικίνδυνη, αν λάβουμε υπόψη μας όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Ωστόσο, όλα τα παραπάνω διατυπώνονται με έναν αστερίσκο. Αν η στρατηγική συνεργασία της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις ΗΠΑ, όπως αυτή υπεγράφη πρόσφατα, είναι τελικά ευρεία και εμπεριέχει δεσμεύσεις που ξεπερνούν ένα θαλάσσιο «οικόπεδο», τότε ίσως βρεθούμε ενώπιον της θετικής προοπτικής να μπορέσει η Κύπρος να εκμεταλλευτεί τους φυσικούς πόρους της έχοντας αποκρούσει αποτελεσματικά τις τουρκικές απειλές.
Η γλώσσα μας έναντι της Τουρκίας οφείλει να είναι πλήρης περιεχομένου εξ απόψεως επιχειρησιακής παρουσίας, βούλησης και στρατηγικού σχεδιασμού. Όταν συμβαίνει αυτό, η γλώσσα του Ερντογάν προσαρμόζεται. Αυτό είναι βέβαιο, μιας και δεν χωρά αμφιβολία ότι πρόκειται για έναν ευφυή πολιτικό, ο οποίος γνωρίζει να διαβάζει τους διεθνείς συσχετισμούς και να μην έχει ιδεοληπτικές εμμονές. Δεν έχει, δηλαδή, μονοδιάστατη σκέψη συνυφασμένη με το Ισλάμ ή τον τουρκισμό, τη Δύση ή την Ανατολή, με τον Νταβούτογλου ή χωρίς αυτόν. Σε αντίθεση με τους Έλληνες πολιτικούς, η σκέψη του είναι πολυδιάστατη και το ίδιο και η γλώσσα διά των πράξεων του.