Επτά νέους τάφους των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, πλούσια και ποικίλα κτερίσματα (ξεχωρίζουν ένα δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο και τρία σπάνια νομίσματα), και κτηριακές εγκαταστάσεις που αποτελούν αποδείξεις για τον εντοπισμό των οικιστικών καταλοίπων της αρχαίας Τενέας έφεραν στο φως οι ανασκαφείς στο Χιλιομόδι Κορινθίας. Το φετινό ερευνητικό πρόγραμμα υπό τη διεύθυνση της δρ Έλενας Κόρκα, επίτιμης γενικής διευθύντριας της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ολοκληρώθηκε στις 10 Οκτωβρίου.
Οι αρχαιολόγοι ερεύνησαν την περιοχή που εκτείνεται το νεκροταφείο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, και την περιοχή που έχει οικιστικά κατάλοιπα από την αρχαία Τεγέα η ύπαρξη της οποίας καταμαρτυρείται μόνο από ιστορικές πηγές και επιγραμματικές μαρτυρίες.
Στο νεκροταφείο εντοπίστηκαν επτά νέοι τάφοι με πλούσια και ποικίλα κτερίσματα. Οι δύο ανήκουν σε άνδρες, οι πέντε σε γυναίκες και οι δύο σε παιδιά. Μάλιστα, σε έναν από τους τάφους εντοπίστηκε γυναικεία μαζί με παιδική ταφή. Αγγεία, χρυσά, χάλκινα και οστέινα κοσμήματα, στλεγγίδες και νομίσματα είναι τα πιο κοινά κτερίσματα. Ωστόσο, ξεχωρίζουν ένα σιδερένιο δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο με απεικόνιση Σαράπιδος σε θρόνο και δίπλα του τον Κέρβερο, ένας λύχνος κορινθιακού εργαστηρίου με παράσταση της Υγείας, τρία σπάνια νομίσματα που ανήκουν στις πρώτες κοπές της Κορίνθου όταν ήταν ρωμαϊκή αποικία (44-40 π.Χ.), μία χρυσή δανάκη (αρχαίο περσικό νόμισμα), ένας οβολός Κορίνθου (β’ μισό 6ου αι. π.Χ.) και ένα ασημένιο ημίδραχμο (α’ μισό 5ου αι. π.Χ.).
Οι αρχαιολόγοι, με τα μέχρι τώρα ανασκαφικά στοιχεία, εκτιμούν ότι το νεκροταφείο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων είχε 35 τάφους πολλοί από τους οποίους φιλοξενούν διπλές ταφές. Επιπλέον, ο πλούτος και η ποικιλία των κτερισμάτων πιστοποιεί τη διαχρονική ευμάρεια της πόλης και των κατοίκων της. Στην επόμενη ανασκαφική περίοδο οι έρευνες θα επικεντρωθούν στο κτήριο ρωμαϊκής εποχής που εντοπίστηκε, η χρήση του οποίου συνδέεται πιθανότητα με το πηγάδι που εντοπίστηκε το 2016.
Ανατολικό τμήμα του ανεσκαμμένου χώρου με οικιστικά κατάλοιπα (φωτ.: ΥΠΠΟΑ)
Στον δεύτερο χώρο που ερευνήθηκε –βρίσκεται βορειότερα του νεκροταφείου– εντοπίστηκε τμήμα κτηριακών εγκαταστάσεων σε έκταση 672 τ.μ, οι οποίες χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Στο εσωτερικό βρέθηκαν πήλινα δάπεδα σε καλή κατάσταση, καθώς και τμήματα από μαρμάρινα και λίθινα δάπεδα. Κάποιοι από τους τοίχους ήταν ιδιαίτερα επιμελημένοι και έφεραν επίστρωση κονιάματος. Αρχιτεκτονικά μέλη, όπως επιστήλια και κιονίσκοι, ήταν επίσης μέσα στο εσωτερικό, ενώ στη θεμελίωση ενός τοίχου εντοπίσθηκε εγχυτρισμός (ταφή μέσα σε αγγείο) για δύο έμβρυα. Επιπλέον σε έναν χώρο, η διερεύνηση του οποίου δεν ολοκληρώθηκε, αποκαλύφθηκε τμήμα πήλινου αγωγού μήκους 3,5 μ. και βρέθηκε μεγάλος αριθμός ψηφίδων.
Μόνον από την περιοχή των παραπάνω τομών προέκυψαν περισσότερα από διακόσια νομίσματα που χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς μέχρι και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
Αρκετά από τα νομίσματα ανήκουν στην εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ενώ εντοπίζονται και σπάνιες τοπικές κοπές διαφόρων πελοποννησιακών πόλεων. Τα νομισματικά ευρήματα δείχνουν ότι ο οικισμός πιθανότατα γνώρισε ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη στη διάρκεια της δυναστείας των Σεβήρων.
Λεπτομέρειες και ευρήματα από τον ανεσκαμμένο χώρο με τα οικιστικά κατάλοιπα (φωτ.: ΥΠΠΟΑ)
Το σύνολο των φετινών ανασκαφικών στοιχείων οδηγεί τους αρχαιολόγους στην υπόθεση ότι ο οικισμός ενδεχομένως υπέστη τις συνέπειες της επιδρομής του Αλάριχου στην Πελοπόννησο το 396-397 μ.Χ. και ότι ίσως εγκαταλείφθηκε στα χρόνια των αβαροοσλαβικών επιδρομών, στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ.