Μαθητής στο Φροντιστήριον Τραπεζούντος ήταν ο Δημήτρης Ψαθάς, όταν για πρώτη φορά κάποιος τον αποκάλεσε «δημοσιογράφο». Αυτήν την ανάμνηση κατέγραψε χρονια αργότερα, ανάμεσα σε πολλές άλλες, στο εμβληματικό έργο του Η γη του Πόντου.
Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του (13 Νοεμβρίου 1979), παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα.
Θεέ μου, πόσο όμορφη και πόσο ευρύχωρη είναι η τάξη μας με τα μεγάλα πλατιά παράθυρά της γεμάτα φως! Σωστή ζωγραφιά είναι πέρα το πέλαγος, όπου συχνά γράφονται μαύρες μακριές λουρίδες επάνω στο γαλάζιο –κοπάδια από δελφίνια που κυλιούνται και τρελοπαίζουν πηδώντας έξω απ’ τα νερά– γεμάτος πάντα ο αέρας γλάρους, που πετούν ασταμάτητα γύρω‐τριγύρω, ζυγίζοντας τα κάτασπρα φτερά τους και κάθε τόσο βουτούν στην θάλασσα για να τσιμπήσουν κάτι.
Οχλοβοή στην τάξη, απότομα, όμως, πάγος – μπήκε ο δάσκαλος!
Όρθιοι όλοι εμείς κι εκείνος τραβά στην έδρα σοβαρός:
–Καθίστε…
Μαθητής του δημοτικού σχολείου ήμουν πολύ επιμελής, πολύ εύτακτος, πολύ ντροπαλός –κοκκίνιζα με το παραμικρό–, αλλά αυτές μου οι ιδιότητες δεν μ’ εμπόδιζαν καθόλου να συναγωνίζομαι με αρκετή επιτυχία τους «αμελείς» με κάθε είδους αταξία.
Ήμουν πολύ καλός στα Ελληνικά και είχα τέτοιο ταλέντο στην απαγγελία, ώστε όταν ο δάσκαλος μας έβαζε ν’ αποστηθίζουμε ποιήματα, με σήκωνε πρώτον και καλύτερο και τότε εγώ, πολύ περήφανος, τιναζόμουν ευθύς απ’ το θρανίο μου κι απάγγελνα με στόμφο: «Ο αέρας θύμωσε, με τον ήλιο μάλωσε! Ο αέρας έλεγε: –Είμαι δυνατότερος!.. Και ο ήλιος έλεγε: –Σε περνώ στην δύναμη!»…
Τέντωνα το κορμί μου, τόνιζα δυνατά την κάθε λέξη, χρωμάτιζα κατάλληλα τον κάθε στίχο κι άπλωνα τα χέρια μου σε άνοστες χειρονομίες, για το ζωντάνεμα της περιγραφής του ποιητή. Το φόρτε μου, μάλιστα, ήταν ένα άλλο ποίημα, όπου ήμουν άφθαστος:
Είπ’ ο καπνός μια μέρα
μεγάλος θα γινώ
θ’ ανέβω στον αέρα
θα πάω στον ουρανό!…
Και δεν ήταν μόνο η απαγγελία που μου εξασφάλιζε μια δόξα, αλλά και οι εκθέσεις. Στο μάθημα αυτό κανένας δεν με συναγωνιζόταν, κι όταν ο δάσκαλος μας έβαζε να γράψουμε την έκθεσή μας στο σχολειό, εκεί μπροστά του –ω τι χαρά!– ενώ οι άλλοι πελάγωναν και κοιτούσαν απελπισμένοι τους γλάρους έξω απ’ τα παράθυρα, εγώ κουλουριαζόμουν επάνω στο θρανίο, γρατζούνιζα με οίστρο το χαρτί, τέλειωνα πάντα πρώτος, σηκωνόμουν και παράδινα το τετράδιό μου, προς κατάπληξη και θαυμασμό των άλλων παιδιών, που ιδροκοπούσαν ακόμα και αγκομαχούσαν.
Όση όμως δόξα μάζευα στα Ελληνικά, την έχανα στα Μαθηματικά –δεν τα ’παιρνα, ο καημένος– με το μοιραίο αποτέλεσμα να πέφτω σε ανυποληψία την ώρα των δεκαδικών ή των κλασμάτων και να περιμένω με υπομονή τις άλλες καλές μου ώρες, για να ξαναγυρίσω στην διασημότητα.
Ο δάσκαλός μας των Ελληνικών με συμπαθούσε πολύ κι όταν με σήκωνε στο μάθημα συνήθιζε να λέει:
–Έλα εσύ… δημοσιογράφε!
Όμως ο τόσο απίθανος εκείνος τίτλος ίσως δεν οφειλόταν μόνο στις εκθέσεις μου, αλλά και στο γνωστό στον δάσκαλό μου γεγονός ότι πριν από ένα ή δυο χρόνια είχα έλθει κιόλας σ’ επαφή με το δημοσιογραφικό επάγγελμα κι απέκτησα, επομένως, ένα δικαίωμα στον τίτλο, άσχετα αν η εμπειρία μου περιορίσθηκε μονάχα στην τέχνη του… διπλωτή εφημερίδων.