Το δίδυμο Τσίπρα-Ιερώνυμου ρύθμισε τις οικονομικές σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας και έχει συνεννοηθεί για την αναφορά της σχέσης αυτής στο υπό αναθεώρηση σύνταγμα. Προκρίθηκε ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας με ρητή διατύπωση της συμβολής της Εκκλησίας στη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας και την ανεξαρτησία και εξέλιξη του ελληνικού εθνικού κράτους. Και το ένα και το άλλο πλαίσιο βρίσκει σύμφωνη και την αντιπολίτευση – τουλάχιστον τη μείζονα.
Υπάρχει όμως και μια άλλη προσέγγιση που ίσως πρέπει να προβληματίσει. Δεν αμφισβητεί το δικαίωμα ανεξιθρησκείας, αλλά θέτει προβληματισμούς σε ό,τι αφορά το διαχωρισμό. Έχει τρεις διαστάσεις. Τη φιλοσοφική, την πολιτειακή και την πολιτική.
Είναι και οι τρεις ουσιαστικές για όσους δεν θέλουν να δουν επιφανειακά τα έθνη, τα κράτη και τους θεσμούς τους. Σημειωτέον πως ο υπογραφόμενος αναζητά την απάντηση στα μεταφυσικά του ερωτήματα περισσότερο στην κβαντική φυσική και λιγότερο στα θρησκευτικά δόγματα.
Φιλοσοφική
Στις δηλώσεις που έκαναν μετά τη συνάντησή τους, Τσίπρας και Ιερώνυμος αναφέρθηκαν συγκεκριμένα στο γερμανικό κράτος και τη σχέση του με τις θρησκείες που λειτουργούν στην επικράτειά του. Η προσέγγισή τους, δηλαδή, στη σχέση του ελληνικού κράτους με την ορθόδοξη θρησκεία έχει ως πρότυπο ένα Δυτικό κράτος με αρκετά αναπτυγμένη την προτεσταντική λογική.
Μεταξύ Δύσης και της καθ’ ημάς Ανατολής υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά που διατρέχει την ιστορία παλαιόθεν. Η διαφορά αυτή έχει εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο και καθορίζει τις σχέσεις και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Δύσκολα μπορεί να αλλάξει, και δεν είναι σίγουρο αν χρειάζεται να αλλάξει. Οι Δυτικές κοινωνίες συγκροτήθηκαν στη βάση του νόμου. Ανθρώπινες συλλογικότητες με κοινά χαρακτηριστικά, στις οποίες η ανάδυση του ατόμου ήταν κυρίαρχη, διαμόρφωσαν κρατικές υποστάσεις, και η συνεκτική ουσία της λειτουργίας τους ήταν ο νόμος. Γι’ αυτό και στη Δύση η εφαρμογή του νόμου θεωρείται απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία των κοινωνιών. Δεν νοείται παραβίασή τους ή ανοχή στους παραβάτες. Ο νόμος εφαρμόζεται απόλυτα και με τη βοήθεια και των πολιτών.
Αντιθέτως, στην καθ’ ημάς Ανατολή, η συγκρότηση πολιτειακών οντοτήτων είχε ως κυρίαρχο στοιχείο τη σχέση όπως προσδιορίζεται από την ανάλυση της έννοιας του προσώπου.
Και σ’ αυτόν τον προσδιορισμό η Ορθόδοξη Εκκλησία διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά μας από τον Δυτικό άνθρωπο. Όχι πως δεν υπάρχουν νόμοι· αλλά η εφαρμογή τους περνούσε και περνά από τη βάσανο αυτού του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Περισσότερο απλοϊκά, είναι αυτό που λέμε «στην Ελλάδα οι νόμοι δεν εφαρμόζονται». Δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά στην εφαρμογή τους υπεισέρχονται η επιείκεια και το συναίσθημα σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στις Δυτικές κοινωνίες. Μπορεί αυτό να αλλάξει; Και πρέπει;
Πολιτειακή
Με την υπάρχουσα μέχρι σήμερα σχέση κράτους και Εκκλησίας, η Εκκλησία βρίσκεται υπό τον έλεγχο του κράτους. Η αυτονόμησή της θα βοηθήσει περισσότερο την Εκκλησία και λιγότερο το κράτος. Πολλές από τις λειτουργίες της Εκκλησίας γίνονται υπό τη διακριτική –ή μη διακριτική, μερικές φορές– επίβλεψη του κράτους. Με λίγα λόγια, το κράτος μπορεί να επηρεάσει προς όφελός του την ύπαρξη και λειτουργία της Εκκλησίας, όπως και τους θεσμούς της. Ας μην παρασυρόμαστε από τις ακρότητες, μερικές φορές, ορισμένων ιεραρχών. Με τη μορφή που θα λάβουν οι σχέσεις Εκκλησίας και πολιτείας από δω και πέρα, είναι δεδομένη εν πολλοίς η αυτονόμηση της Εκκλησίας.
Θα ωφελήσει η θα βλάψει αυτό την πολιτεία;
Πολιτική
Με την αναγνώριση της Ορθοδοξίας ως κυρίαρχης θρησκείας στο σύνταγμα επιτρεπόταν η ύπαρξη και λειτουργία και άλλων θρησκευτικών δογμάτων, αλλά ταυτόχρονα περιοριζόταν, χωρίς νομικές αναφορές αλλά από τη δυναμική των πραγμάτων, ο θρησκευτικός κατακερματισμός. Η αυτονόμηση του κράτους από το θρησκευτικό φαινόμενο το πιθανότερο είναι να προκαλέσει την ανάπτυξη θρησκευτικών σεκτών οι οποίες θα διαμορφώσουν το δικό τους ποίμνιο και θα το λειτουργούν ως ομάδα πίεσης για να επηρεάσουν εξελίξεις και να έχουν κάθε είδους όφελος. Είναι αυτό προς όφελος της ελληνικής πολιτείας; Και με την ορθόδοξη θρησκεία συνέβαινε αυτό, αλλά με τα χρόνια η σχέση κράτους-Ορθοδοξίας διαμόρφωσε μια ισορροπία λίγο-πολύ αποδεκτή.
Αυτές είναι τρεις παράμετροι που θα άξιζε, ίσως, να συζητηθούν. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εδώ και πολύ καιρό στον δημόσιο λόγο της Ελλάδας. Επικρατεί η σοφία του κυβερνήτη και η δυνατότητα των μηχανισμών του να επιβάλλει την πολιτική του σε μια κουρασμένη και αδρανοποιημένη κοινωνία.