Το νόμιμο είναι και ηθικό; Αυτή η ερώτηση «βασάνισε» τον δημόσιο βίο της χώρας και συχνά πυκνά συνεχίζει να τον «βασανίζει», κάθε φορά που ανακύπτει ένα ζήτημα «με άρωμα» διασπάθισης δημόσιου χρήματος ή κατάχρησης εξουσίας. Η σταθερή προσήλωσή μας να αναζητούμε ψήγματα δικαίου και ηθικής νομιμοποίησης της κάθε πράξης μας είναι απολύτως ορθή όταν αναφερόμαστε σε θέματα διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά συχνά μας οδηγεί σε λανθασμένες ατραπούς όταν συζητούμε για ζητήματα διεθνούς πολιτικής.
Στις διεθνείς σχέσεις το νόμιμο είναι το στρατηγικά εφικτό, και δεν είναι κατ’ ανάγκη ηθικό.
Όλα αυτά αναφέρονται με αφορμή τις διακηρύξεις για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης έως τα 12 ν.μ. στο Ιόνιο και τη μετέπειτα υπαναχώρηση με την εναπόθεση του δικαιώματος στις καλένδες ενός σχεδίου νόμου. Το εύλογο ερώτημα είναι «γιατί όχι» και «γιατί όχι και στο Αιγαίο», μιας και το δίκαιο (της θάλασσας) είναι με το μέρος μας. Μέχρι να βεβαιωθούμε ότι υπάρχει κάποιου είδους «παγκόσμιος αστυνόμος» που να «συλλαμβάνει χώρες» και να τις «οδηγεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου», καλό θα ήταν να προσαρμοστούμε στην πραγματικότητα. Εξάλλου, η εμπειρία μας με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που καταγγέλλουν ως παράνομη την εισβολή στην Κύπρο αλλά πέραν τούτου ουδέν, θα έπρεπε να είναι διδακτική.
Η όποια «ηθική» στο διεθνές σύστημα αποτελεί ευδιάκριτο παράγωγο της ισχύος, και υπ’ αυτή την έννοια, σε αντίθεση με τις διάφορες ουτοπικές θέσεις που εκστομίζονται κατά καιρούς, η πολιτική δεν είναι λειτουργία της ηθικής ή του δικαίου, αλλά το αντίστροφο. Αυτά μας έλεγε ο μεγάλος Βρετανός θεωρητικός των διεθνών σχέσεων Edward Carr αρκετές δεκαετίες πριν, όχι στο πλαίσιο μιας αποστειρωμένης ακαδημαϊκής συζήτησης αλλά ως υπόβαθρο σκέψης για κάθε σύγχρονο κράτος που επιθυμεί να ασκεί αξιόπιστη εξωτερική πολιτική. Οποιαδήποτε επίκληση ηθικής ή δικαίου συνιστά απλώς ένα ψιμύθιο της αδιάψευστης πραγματικότητας της ισορροπίας ισχύος.
Συνεπώς, η πορεία διεκδίκησης του δικαίου είναι ένα «διαρκές άθλημα» ακριβώς επειδή προϋποθέτει την κατοχύρωση με πολιτικούς-στρατηγικούς όρους. Όταν η εν λόγω διεκδίκηση συντελείται ή προαναγγέλλεται δίχως να υπάρχουν οι δυνατότητες οριστικής πραγμάτωσης, τότε η χώρα υφίσταται ένα καίριο πλήγμα στο κύρος και στην αξιοπιστία της, καταλήγοντας –αντί να ισχυροποιείται «αποκτώντας μία ακόμη Θεσσαλία»– να υποθηκεύει και τις μελλοντικές προοπτικές κατοχύρωσης μιας εν προκειμένω επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Η στρατηγική εικόνα του κράτους είναι αναμφίβολα μια σημαντική πτυχή η οποία φανερώνει το βαθμό της δυνατότητάς του να παρουσιάζει επιτεύγματα στο διακρατικό επίπεδο, ενώ το κύρος και η αξιοπιστία συνιστούν τους βασικούς συντελεστές προς αυτή την κατεύθυνση.
Το εν λόγω αξίωμα αποκτά μεγαλύτερη σημασία όταν αναφερόμαστε στη χώρα μας, η οποία απειλείται ως το αδύναμο μέρος μιας ανταγωνιστικής σχέσης, καθώς άλλωστε οι αδύναμοι επιβιώνουν κυρίως κινητοποιώντας συμμαχίες.
Την τελευταία δεκαετία έχουν γίνει σημαντικά βήματα συγκρότησης συμμαχικών σχημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, με πεδίο αναφοράς κυρίως τα ενεργειακά κοιτάσματα. Ωστόσο, οι συμμαχίες συγκροτούνται και συγκρατούνται όταν ο εταίρος είναι αξιόπιστος και επιδεικνύει σταθερή βούληση στο διεθνές προσκήνιο. Δυστυχώς, η εικόνα ενός κράτους να εκστομίζει μια συγκεκριμένη πρόθεση και έπειτα «να ανακρούει πρύμναν» με αμφισβητήσεις από την άλλη πλευρά που έφθαναν έως τα Αντικύθηρα, δεν ήταν η καλύτερη και η πλέον ελπιδοφόρα συνολικά για το πολιτικό προσωπικό της χώρας, μιας και τέτοια φαινόμενα δεν τα παρατηρήσαμε πρώτη φορά.
Το βασικό μάθημα, που θα έπρεπε να μας δοθεί, είναι ότι η χώρα οφείλει να αποκτήσει στρατηγική η οποία να είναι πέρα από κόμματα και πρόσωπα. Πρέπει να καταστεί μια οντότητα με διεθνή βαρύτητα, και αυτό να μην κλονίζεται ή να τίθεται σε αμφισβήτηση από την αποχώρηση ή την ανάληψη καθηκόντων επιμέρους προσώπων. Το πρόσωπο οφείλει να είναι ένα και μοναδικό, αυτό της χώρας, και να διαμορφώνεται από θεσμούς και όχι να εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία και το «ταμπεραμέντο» του οποιουδήποτε.