Γενοκτονία. Ποιες λέξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να φέρουν στην ανθρώπινη διάσταση τον όρο που επινόησε το 1943 ο νομικός Ράφαελ Λέμκιν προκειμένου να περιγράψει τη μαζική εξόντωση ανθρώπων η οποία είναι ένα διεθνώς αξιόποινο έγκλημα, ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας; Πώς μπορείς να φέρεις στη σκηνή τόσο σύνθετα νοήματα – τον πόνο, τον παραλογισμό, τη γεωπολιτική σκακιέρα, το αίμα;
Ο σκηνοθέτης και χορογράφος Παύλος Κουρτίδης τη φετινή θεατρική σεζόν βάζει ένα στοίχημα με τον εαυτό του αλλά και με το αθηναϊκό κοινό, και έρχεται να πει μια σκληρή αλήθεια μέσα από τα σώματα.
Η Γενοκτονία στο Θέατρο ΠΚ είναι μια παράσταση χορού στην οποία στιγμιότυπα και σκηνές έντονου χορευτικού διαλόγου αλλά και δυναμικές συμβολικές παρεμβάσεις επί σκηνής αλληλοεπιδρούν με εναλλαγές κορύφωσης της έντασης στη χορογραφική δραματοποίηση.
Για πρώτη φορά ο σύγχρονος χορός έρχεται να «υπηρετήσει» ένα τέτοιο σύνθετο ιστορικό θέμα, δείχνοντας ότι αφορά το ευρύ κοινό και όχι συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες.
Λίγο πριν από την πρεμιέρα, το Σάββατο 10 Νοεμβρίου, ο Παύλος Κουρτίδης μιλά στο pontosnews.gr για τη νέα δουλειά του, για τους 18 χορευτές και μουσικούς που δεν θα χορέψουν για τη Γενοκτονία, αλλά θα τιμήσουν τους νεκρούς που δεν έφυγαν ποτέ.
Πώς μπορεί μια χορογραφία, και κατ’ επέκταση οι χορευτές, να μιλήσουν για ένα τέτοιο θέμα που δεν αφορά μόνο το παρελθόν (π.χ. Γενοκτονία Ελλήνων, Αρμενίων, Ολοκαύτωμα), αλλά και το παρόν (π.χ. Γενοκτονία των Ροχίνγκια); Ποια είναι η πρόκληση για τον χορογράφο και τον σκηνοθέτη ώστε να μπορέσει να περάσει σύνθετα νοήματα;
Θα απαντήσω στην ερώτησή σας με μια άλλη ερώτηση: Πώς μπορείς με λέξεις να περιγράψεις μια Γενοκτονία; Σε καμιά λέξη δεν χωράει τόσος πόνος. Μία εικόνα όμως είναι χίλιες λέξεις. Πόσο μάλλον μια κινούμενη εικόνα που συνοδεύεται από μουσική, η οποία εύχομαι να μιλήσει κατευθείαν στην καρδιά του κοινού. Μόνο μέσα από την τέχνη μπορείς να περάσεις τόσο σύνθετα νοήματα, γιατί η τέχνη έχει σκοπό να προκαλέσει το συναίσθημα, να ξυπνήσει μνήμες και να δημιουργήσει καινούργιες.
Το συναισθηματικό φορτίο δυναμοποιεί τη μνήμη, καθιστώντας την πιο ανθεκτική στο χρόνο.
Αυτή, λοιπόν, είναι και η πρόκληση για κάθε παράσταση: να κάνεις τον θεατή να ταξιδέψει εκεί που θα θέλαμε εμείς, και να ταυτιστεί συναισθηματικά με αυτό που βλέπει. Εργαλεία μας είναι ο σύγχρονος χορός, η μουσική, και η γενικότερη ατμόσφαιρα και αισθητική του σκηνικού περιβάλλοντος.
Στο καλλιτεχνικό σας σημείωμα αναφέρετε ότι σήμερα αισθάνεστε πιο έτοιμος γι’ αυτή την παράσταση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επίσης τονίζετε ότι η παράσταση έρχεται για να πει αλήθειες. Ποιες είναι αυτές;
Η Γενοκτονία δεν είναι απλώς ένα ακόμα θέμα. Είναι κομμάτι και της δικής μας πρόσφατης ιστορίας, αλλά και πολλών άλλων λαών. Αφορά εκατομμύρια ανθρώπους και δεν πρόκειται για μύθους, αλλά για ιστορικά καταγεγραμμένα γεγονότα. Αυτές τις αλήθειες ερχόμαστε να πούμε και να κάνουμε μέσα από τον σύγχρονο χορό, μια αναπαράσταση των γεγονότων με σκοπό να μιλήσουμε απευθείας στο συναίσθημα του θεατή.
Πώς να αποτυπωθούν στη σκηνή και να χορογραφηθούν τέτοια περίπλοκα συναισθήματα; Χρειάζεται ωριμότητα και σεβασμός για να μπεις σε ένα τέτοιο δύσκολο μονοπάτι. Η Γενοκτονία υπάρχει στα αυτιά μου από μικρό παιδί. Μετά από 11 χρόνια ένιωσα έτοιμος για να το τολμήσω.
Από πού αντλήσατε έμπνευση; Πόσο καιρό είχατε την ιδέα και πόσο σας πήρε για να δημιουργήσετε τις συνθήκες ώστε να την υλοποιήσετε;
Η έμπνευση για μένα δεν είναι κάτι το οποίο έρχεται σαν επιφοίτηση. Πρέπει να έχεις ολοκληρωμένη ταυτότητα, να ξέρεις ποιος είσαι και τι θέλεις να πεις. Η έμπνευση γεννιέται μέσα από τους στόχους σου και ξεπροβάλλει μέσα από το υποσυνείδητο την κατάλληλη στιγμή, μόλις ωριμάσουν οι συνθήκες. Η κεντρική ιδέα δηλαδή. Όλα τα υπόλοιπα δημιουργούνται μέσα από τη διαδικασία των προβών. Εκεί έμπνευση είναι οι χορευτές. Καθημερινά μοιραζόμαστε ρυθμό, χορό, κι έτσι δημιουργούνται εκείνες οι μοναδικές στιγμές που δεν τις υπολόγιζες ποτέ και σε πάνε ένα βήμα παραπέρα.
Εμπράκτως με την παράσταση ασχολούμαι από τον Μάρτιο του 2018 με προκαθορισμένη πρεμιέρα την 10η Νοεμβρίου 2018, λίγο πριν από τα 100 χρόνια… Αλλά σαν ιδέα γεννήθηκε τουλάχιστον έναν χρόνο νωρίτερα. Όταν αυτό με το οποίο καταπιάνεσαι αντιπροσωπεύει εσένα και τους συνεργάτες σου, οι συνθήκες δημιουργούνται εύκολα και γρήγορα – οι μουσικές, τα σκηνικά, οι χορογραφίες.
Αν και αναφέρεστε συγκεκριμένα στον ποντιακό ελληνισμό και στην ιστορία όπως σας την διηγήθηκαν οι παππούδες, εντούτοις η παράσταση έχει τον γενικό τίτλο Γενοκτονία. Γιατί; Επίσης, ποια ποντιακά «στοιχεία» περιλαμβάνονται;
Σαφώς και είμαι επηρεασμένος από τα παιδικά μου βιώματα και τις ρίζες μου· οι παππούδες μου μου μετέφεραν συγκλονιστικά γεγονότα. Ως χορογράφος, όμως, βλέπω ένα γενικό θέμα μπροστά μου και δεν θα μπορούσα να κάνω την παράσταση προσωπική μου υπόθεση. Θα ήταν άδικο.
Έχοντας ως αφετηρία γεγονότα που συνέβησαν στον Πόντο, γρήγορα συνειδητοποιείς ότι ο κόσμος έζησε όμοιες καταστάσεις και στη Γενοκτονία των Αρμενίων (στην οποία αναφερθήκατε), των Κούρδων, στο Ολοκαύτωμα των εβραίων –ακόμα και οι Ινδιάνοι υπέστησαν γενοκτονία, όπως δυστυχώς πολλοί λαοί μέχρι και σήμερα. Γυναίκες και παιδιά βασανίστηκαν και υπέφεραν, εκατομμύρια ζωές χάθηκαν παγκοσμίως. Όμως δεν «γενοκτονήθηκαν» άπαντες, οι απόγονοί τους είναι εδώ για να μας διηγηθούν όσα συνέβησαν και αυτό θέλω να κάνω κι εγώ μέσα από αυτήν την παράσταση.
Δεν έχει υπάρξει προγενέστερα μια τέτοια προσέγγιση της Γενοκτονίας, μέσα από τον σύγχρονο χορό δηλαδή, και είναι σημαντικό ο κόσμος να καταλάβει ότι αυτή η παράσταση τον αφορά.
Το ποντιακό στοιχείο στην παράσταση υπάρχει και μέσα από τις μουσικές αλλά και μέσα από την κίνηση. Υπάρχουν ο δυναμισμός και η ρυθμικότητα δοσμένα μέσα από μια σημερινή ματιά, χρησιμοποιώντας τον σύγχρονο χορό.
Μπορείτε να δώσετε μερικά στοιχεία της παράστασης που θα προϊδεάσουν το κοινό; Πόσοι χορευτές θα βρίσκονται επί σκηνής; Ποια μουσικά όργανα «επιστρατεύσατε»; Θα υπάρχουν σκηνοθετικά ευρήματα που θα δίνουν το ιστορικό πλαίσιο, ή η χορογραφία μπορεί να πει όλη την ιστορία;
Στη σκηνή είμαστε 18 χορευτές και έχουμε ζωντανά μαζί μας τη μουσική συνοδεία του Χρήστου Σύγγελου. Η Lia Hide η οποία επιμελήθηκε και συνέθεσε τη μουσική της παράστασης έχει χρησιμοποιήσει παραδοσιακά όργανα, και ποντιακά αλλά και άλλων λαών, μαζί με πιο σύγχρονους ήχους. Χαρακτηριστικά, ξεχωρίζουν το νέι (το οποίο παίζει ζωντανά ο Χρήστος Σύγγελος), η ποντιακή λύρα, το πιάνο, το ντουντούκ, καθώς και τα κρουστά (νταούλι και έθνικ κρουστά από τη Νότια Αμερική).
Νομίζω ότι ο συνδυασμός της χορογραφίας με το σκηνοθετικό πλαίσιο είναι που λέει την ιστορία. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ο κόσμος θα ταξιδέψει από τα όμορφα χρόνια πριν από τη Γενοκτονία, θα έρθει αντιμέτωπος με σκηνές βασισμένες σε ιστορικά ντοκουμέντα που θα τον συγκινήσουν και θα τον προβληματίσουν, και θα τον φέρουν μέχρι και το σήμερα στις χαμένες πατρίδες.
Τις δύο προηγούμενες σεζόν ανεβάσατε τη Στύγα, τη θεά των υδάτων. Υπάρχει κάποιος λόγος που επιλέγετε «δύσκολα» θέματα, όπως είναι τα ιστορικά και τα μυθολογικά;
Δεν νομίζω ότι είναι δύσκολα θέματα. Είμαι λάτρης του ελληνικού στοιχείου γενικά, είτε πρόκειται για ιστορία είτε για μυθολογία, και παροτρύνω νεότερους χορογράφους και χορευτές να φύγουν από τα ξενόφερτα και να βρουν την ταυτότητα και τις ρίζες τους. Όχι ότι υποβαθμίζω το ξενόφερτο, αντιθέτως εκτιμώ τη δουλειά χορογράφων του εξωτερικού οι οποίοι όμως βρήκαν τη μοναδικότητά τους μέσα από την προσωπική τους ταυτότητα. Η τέχνη για μένα πρέπει να πηγάζει από μέσα σου.
Είμαι Πόντιος και Έλληνας και θέλω αυτό να φαίνεται μέσα από τη δουλειά μου.
Γεωργία Βορύλλα