Κατά την κλασική ερμηνεία του όρου «λογοκρισία», αυτή σημαίνει τον έλεγχο και την απαγόρευση κάθε μορφής δημοσίευσης, μετάδοσης και παρουσίασης στην κοινή γνώμη έργων της πένας, του χρωστήρα, της σμίλης και των μουσικών οργάνων που είναι ενοχλητικά στην τυραννική-ολοκληρωτική εξουσία. Σκληρότερα μέτρα καταστολής λαμβάνονται σε βάρος των δημοσιογράφων και των συγγραφέων, που πληρώνουν με τη ζωή τους επειδή αποκαλύπτουν ή ερευνούν για να αποκαλύψουν τη διαφθορά και την βαρβαρότητα της εξουσίας.
Στη μεταδημοκρατική εποχή η μορφή της λογοκρισίας έχει αλλάξει. Δεν είναι τόσο προφανής όπως στα τυραννικά καθεστώτα.
Μάλιστα τα κράτη τα διακατεχόμενα από τη Δυτική κουλτούρα επαίρονται διότι η ελευθερία του Τύπου και της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής δημιουργίας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Όμως όποιος μελετά και προσέχει το πώς διαχειρίζεται η σύγχρονη «προοδευτική» ιντελιγκέντσια αυτή την ελευθερία, αντιλαμβάνεται ότι ελέγχει το τι και το πώς θα προβληθεί στον Τύπο και γενικότερα στα ΜΜΕ.
Βεβαίως υπάρχει το ίντερνετ και οι άλλοι τρόποι που μπορεί να διακινήσει ο καθένας τη δημιουργία του, την άποψή του. Όμως και εκεί το σύστημα έχει τρόπους και μπορεί να εξουδετερώσει κάθε δουλειά που δεν του είναι αρεστή. Ο σοβαρότερος επικοινωνιακός επικίνδυνος για την ελευθερία και τη δημοκρατία ιός είναι οι ψεύτικες και κατασκευασμένες ειδήσεις και πληροφορίες.
Οι σκέψεις αυτές προέρχονται από μια πρόχειρη έρευνα των σελίδων του βιβλίου και γενικότερα της κουλτούρας στον ελληνικό και στον διεθνή Τύπο, φιλελεύθερης και αριστερής κατεύθυνσης. Το 85% περίπου των θεμάτων που γράφονται και προβάλλονται είναι μηδενιστικού ή ηδονιστικού περιεχομένου. Όσων τα έργα δεν είναι αρεστά στο σύστημα δεν καίγονται και δεν απαγορεύονται, αλλά καταδικάζονται στην άγνοια. Αν κάποιο έργο πάει να σπάσει τη σιωπή των αμνών, τότε έρχεται το σύστημα και πνίγει το διαφορετικό μήνυμά του στον αχό της κρατούσης ιδεολογίας, με την κατηγορία ότι δεν είναι «προοδευτικό».
Πιο συγκεκριμένα, δύο παραδείγματα: Φέτος είναι επέτειοι δύο μεγάλων Ρώσων συγγραφέων.
Ο ένας είναι ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν. Το 2018 είναι τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του (11/12/1918) και τα δέκα από το θάνατό του (3/8/2008). Ο άλλος είναι ο Μπόρις Πάστερνακ. Προ εξήντα ετών, το 1958, του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Και οι δύο βασανίστηκαν από το ολοκληρωτικό σοβιετικό καθεστώς. Ο Σολζενίτσιν, επίσης βραβείο Νόμπελ, βίωσε επί χρόνια τα γκουλάγκ και με τα έργα του αποκάλυψε την απανθρωπιά των κατασκευαστών τους. Ο Πάστερνακ με το έργο του Δόκτωρ Ζιβάγκο βρέθηκε εκτός ιδεολογικής γραμμής και γι’ αυτό διώχθηκε, ταπεινώθηκε, δοκιμάστηκε ψυχικά και εξοντώθηκε σωματικά. Και για τους δύο η γραμμή της ΕΔΑ και του ΚΚΕ ήταν ταυτισμένη με αυτήν των βασανιστών τους. Σήμερα η ελληνική ιντελιγκέντσια τους έχει καταδικάσει στη λήθη, στην άγνοια του έργου και της προσφοράς τους.
Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
____
*Τον όρο χρησιμοποιεί ο Éric Werner στο ομώνυμο βιβλίο του L’Après-démocratie, εκδ. L’âge d’homme.