Πριν από ακριβώς δύο χρόνια, στο άρθρο «Αναζητώντας ψήγματα αξιοπιστίας» περιέγραφα την αναγκαιότητα χάραξης μιας αποτελεσματικής αποτρεπτικής στρατηγικής. Μάλιστα, τότε είχα εκκινήσει τη σκέψη μου με έναν ορισμό περί απειλής και «ανταπειλής», προκειμένου να περιγράψω τη διελκυστίνδα που εκτυλίσσεται στο διακρατικό επίπεδο και καθορίζει την ουσία και το περιεχόμενο του «μηνύματος» που στέλνει κάθε κράτος στο διεθνές «ακροατήριο».
Τι είδους μήνυμα λαμβάνει η εκάστοτε «άλλη πλευρά»; Τι είδους μήνυμα οφείλει να λαμβάνει όταν, μάλιστα, είναι εκπεφρασμένα απειλητική;
Με γνώμονα τη σταθερότητα και το σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων εκατέρωθεν, το μήνυμα του απειλούμενου πρέπει να είναι αποτροπής και φυσικά να απέχει από τον κατευνασμό και την άτακτη περιστολή στρατηγικών δεσμεύσεων. Η αποτροπή συνίσταται σε μια συντεταγμένη και πολυεπίπεδη στρατηγική, η οποία έχει ως κεντρικό στόχο την εμπέδωση της αντίληψης εκ μέρους του απειλούντος ότι το κόστος κλιμάκωσης σε επιχειρησιακό επίπεδο θα είναι δυσβάστακτο και σίγουρα δε θα ισοσκελίζεται από ενδεχόμενα οφέλη.
Υπό αυτή την έννοια, η αποτροπή δεν αποτελεί ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος και δεν έχει νικητές και ηττημένους. Απαιτεί συνδυαστική χρήση των διατιθέμενων μέσων (οικονομικών, στρατιωτικών, ψυχολογικών κ.ο.κ.), η οποία είναι διαρκής και πολυπαραγοντική κυρίως επειδή σχετίζεται με τις διαστάσεις του κύρους και της αξιοπιστίας, που –όπως και στις ανθρώπινες σχέσεις– αποτελούν απαύγασμα της γενικότερης εικόνας.
Σε αντίθεση με τα ανωτέρω, προσφάτως βρεθήκαμε ενώπιον της θλιβερής κατάστασης να ανακοινώνουμε την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο, και κατόπιν να τα «μαζεύουμε» άρον άρον και να τα θέτουμε στις καλένδες ενός σχεδίου νόμου το οποίο θα πρέπει να συζητηθεί σε μια σωρεία επιτροπών και να δούμε πότε, πού, αν και εφόσον… Αυτά δυστυχώς είναι «μηνύματα αναλωσιμότητας» και επ’ ουδενί «μηνύματα αποτροπής». Η αναλωσιμότητα αφορά τη στρατηγική εικόνα της χώρας, η οποία δείχνει ότι άγεται και φέρεται χωρίς προσανατολισμό και συγκεκριμένες στοχεύσεις, με τους ταγούς της να «λένε και μια κουβέντα παραπάνω». Άλλωστε, δε χάθηκε κι ο κόσμος…
Αν κάτι απαιτείται για μια αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική είναι σοβαρότητα στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, όπως και στην εικόνα και στο ύφος του πολιτικού προσωπικού.
Αν ένα ζωτικό εθνικό συμφέρον, όπως αυτό των θαλάσσιων κυριαρχικών δικαιωμάτων, θυσιάζεται στο βωμό εγωισμών και πάσης φύσεως ιδιοτελειών, το πρόβλημα δεν αφορά την ψυχοπαθολογική περίπτωση του θυσιαστή αλλά την απουσία-αποτυχία ενός συστήματος κατοχύρωσης της θεσμικής διαδικασίας και λογοδοσίας. Δεν νοείται να καθιστάς μια εθνική πολιτική αναλώσιμη, επειδή αισθάνθηκες ότι κατέστης αναλώσιμος ο ίδιος.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων της χώρας έως τα 12 ν.μ. αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα, το οποίο προκύπτει από το Διεθνές Δίκαιο. Συνιστά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, νομικό εργαλείο που εμπεδώνεται, καλλιεργείται, χρησιμοποιείται πάντοτε υπό την αίρεση επάρκειας και χρηστής διαχείρισης των πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών και διπλωματικών μέσων. Δεδομένης της ανυπαρξίας ενός «παγκόσμιου αστυφύλακα» ο οποίος θα συλλάβει και θα οδηγήσει σε «κάποιο σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης» εκείνον που εμφανίζει έκνομη συμπεριφορά, το κράτος που επικαλείται το δίκαιο οφείλει να διαθέτει και τα μέσα να το επιβάλλει.
Αν δεν διαθέτει ενδεχομένως τα υλικά μέσα αλλά έχει μια εμπεδωμένη στρατηγική κουλτούρα η οποία δημιουργεί προϋποθέσεις ενός επαρκούς στρατηγικού σχεδιασμού, τότε είτε καλλιεργεί προϋποθέσεις εξωτερικής εξισορρόπησης (οι συμμαχίες αποτελούν τη σημαντικότερη αλλά όχι τη μοναδική πτυχή) είτε αναμένει την ενδεδειγμένη χρονική στιγμή σχεδιάζοντας – και σίγουρα μη φωνασκώντας.