Ο αριθμός των Κυπρίων που κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό το 1940-1941 δεν μπορεί να υπολογιστεί ακριβώς. Η προσωπική μας εκτίμηση είναι ότι μαζί με τους φοιτητές-εθελοντές προσεγγίζουν τους 200. Οι περισσότεροι, μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας ή Έλληνες υπήκοοι, κατατάχθηκαν μεμονωμένα, ενώ μιαν άλλη ομάδα αποτελούσαν οι αξιωματικοί κυπριακής καταγωγής.
Οι Κύπριοι που κατάφεραν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες του ταξιδιού από το νησί τους, στις επικίνδυνες συνθήκες του πολέμου, και να φτάσουν, μέσω Αιγύπτου ή Τουρκίας, στην Αθήνα για να καταταχθούν ήταν ελάχιστοι και οι προσωπικές τους ιστορίες δείχνουν το πατριωτικό τους πάθος. Οι περιπτώσεις των Ευάγγελου Λ. Λουΐζου από την Αμμόχωστο, του γιατρού Θεόδωρου Μαρσέλλου από τη Λάρνακα και του Δημήτρη Μαννούρη, αμαξά από την Ακανθού, είναι οι πιο χαρακτηριστικές.
Ο πρώτος, γόνος μεγάλης οικογένειας της Αμμοχώστου, έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και κατοπινός ξεναγός στην Κύπρο του Γιώργου Σεφέρη, σύμφωνα με την ιστορία-θρύλο, μετά την κατάταξή του στα τέλη Νοεμβρίου 1940, πήρε ταξί και ζήτησε από τον εμβρόντητο οδηγό να τον οδηγήσει από τη Θεσσαλονίκη στη μονάδα του στο μέτωπο…
Ο Μαρσέλλος έφτασε κι αυτός στην Αθήνα με τη γυναίκα του μέσω Τουρκίας. Ύστερα από την κατάρρευση του μετώπου και αφού ταλαιπωρήθηκε για αρκετούς μήνες στην πρωτεύουσα κατέληξε στη Ζαγορά του Πηλίου, από όπου βγήκε στο βουνό στο 54ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο εκδόθηκε το βιβλίο του Χρυσά Βουνά. Το βιβλίο του αντάρτη (Κύπρος: Λαϊκή Εκδοτική Εταιρεία, 1947), όπου περιγράφονται οι εμπειρίες του από το ελληνικό αντάρτικο.
Τέλος, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Δ. Μαννούρης, 63 χρονών κατά το 1940, είχε μια εντυπωσιακή στρατιωτική προϊστορία, αφού είχε καταταχθεί εθελοντικά στον πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς Πολέμους, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία!
Από τους Κύπριους φοιτητές της Αθήνας, οι περισσότεροι κατατάχθηκαν στις 8 Δεκεμβρίου 1940. Ξεχώριζε ανάμεσά τους ο απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Ροδίων Π. Γεωργιάδης, που έχασε τη ζωή του, όπως και ο αδελφός του Μιλτιάδης, στις ναζιστικές φυλακές της Γερμανίας καταδικασμένος για αντιστασιακή δράση στην Αθήνα. Δύο φοιτητές της Ιατρικής από την Αμμόχωστο, ο Βαρνάβας Σιερίφης και ο Λουκής Λιασίδης, ζήτησαν να πολεμήσουν αντί να τους ανατεθούν ιατρικά καθήκοντα και τραυματίστηκαν στις μάχες των υψωμάτων του Τεπελενίου. Ο πρώτος απεβίωσε σε νοσοκομείο του Μεσολογγίου και ο δεύτερος αργότερα, το 1942, σε νοσοκομείο της Αθήνας. Ένας πέμπτος εθελοντής από την κυπριακή φοιτητική ομάδα, ο Λεμεσιανός Ανδρέας Δρουσιώτης, συνέχισε τη δράση του και στην Αντίσταση από τις γραμμές του ΕΛΑΣ και σκοτώθηκε πολεμώντας στην Πιερία στις 19 Οκτωβρίου 1944.
Κύπριοι αιχμάλωτοι στην Ελλάδα
Κύπριοι στρατιώτες βρέθηκαν στην Ελλάδα το 1940-1941 με το «Κυπριακό Σύνταγμα» του βρετανικού στρατού. Οι βρετανικοί υπολογισμοί ανέβαζαν τις συμμαχικές απώλειες στην Ελλάδα σε περισσότερους από 15.000 άνδρες (πεσόντες, αιχμαλώτους και «αγνοούμενους», των οποίων η τύχη δεν είχε εξακριβωθεί). Αν και ελάχιστοι Κύπριοι ενεπλάκησαν σε μάχη κατά την υποχώρηση, εντούτοις οι απώλειες του «Κυπριακού Συντάγματος» στην ελληνική εκστρατεία ήταν τεράστιες, αφού οι πρώτοι επίσημοι υπολογισμοί (Οκτώβριος 1941) τις ανέβαζαν σε 2.256 άνδρες: Πέντε νεκρούς, δύο τραυματίες, 1.426 «ελλείποντες» και 823 αιχμαλώτους.
Εκατοντάδες Κύπριοι εγκαταλείφθηκαν σε διάφορα πελοποννησιακά λιμάνια και όρμους κατά την εκκένωση, τις τελευταίες μέρες του Απριλίου 1941 και συνελήφθησαν ομαδικά από τους Γερμανούς (κυρίως στην Καλαμάτα), ενώ ανάλογες σκηνές επαναλήφθηκαν στην Κρήτη (οι μαρτυρίες των Κυπρίων εθελοντών συγκλίνουν ότι «συμπτωματικά» στα πολεμικά πλοία επιβιβάζονταν κατά προτεραιότητα Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες).
Οι Κύπριοι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 2.000.
Ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών και οπλιτών, όλων των εθνικοτήτων του εκστρατευτικού σώματος που είχαν αποκοπεί στην Ελλάδα, δεν συνελήφθηκε ή δεν παραδόθηκε, είτε από διάθεση αντίστασης είτε τυχαία, καθώς πολλές διάσπαρτες ομάδες συμμάχων δεν είχαν εντοπιστεί από τα προελαύνοντα ναζιστικά στρατεύματα.
Ειδικά οι Κύπριοι αιχμάλωτοι, οι οποίοι σχεδόν στο σύνολό τους μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, αφού ήταν ελάχιστοι οι Τουρκοκύπριοι στρατιώτες που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν στα ελληνικά, είχαν ένα τεράστιο πλεονέκτημα, καθώς οι Γερμανοϊταλοί ήταν αδύνατο να διακρίνουν τις ακουστικές διαφορές της κυπριακής ιδιωματικής προφοράς. Επίσης, σε αντίθεση με τους Βρετανούς ή τους Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς συναδέλφους τους, η μεγάλη μάζα των Κυπρίων στρατιωτών ήταν μελαχρινοί. Για πρώτη φορά, στην ως τότε στρατιωτική τους θητεία, το χρώμα του δέρματός τους, τους έφερνε σε πλεονεκτική θέση.
Όσοι, μέσα στη χαώδη κατάσταση των πρώτων ωρών της μαζικής σύλληψης χιλιάδων ανδρών από πολύ λιγότερους Γερμανούς στρατιώτες στην Καλαμάτα, κατάφεραν ή σκέφτηκαν να απαλλαγούν από τη στολή του «Κυπριακού Συντάγματος» και την αντικατέστησαν με την ελληνική στρατιωτική στολή ή εξασφάλισαν πολιτική ενδυμασία ή έστω ένα ελληνικό δίκωχο, μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν σχεδόν ανενόχλητοι στο στρατόπεδο κράτησης αιχμαλώτων, ή απλώς δήλωναν Έλληνες φαντάροι και αφήνονταν ελεύθεροι. Αρκετές δραπετεύσεις έγιναν, επίσης, τις πρώτες ημέρες και από την Κόρινθο, όπου μεταφέρθηκαν οι Κύπριοι και οι άλλοι συλληφθέντες στην Πελοπόννησο.
Σύντομα, βέβαια, η φρούρηση των στρατοπέδων-κρατητηρίων έγινε αυστηρότερη, σε συνδυασμό με την οριστική καταμέτρηση και καταγραφή των συλληφθέντων. Όμως οι αποδράσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες εβδομάδες, όταν οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Πολλές αποδράσεις έγιναν από το τρένο ή τα στρατόπεδα της μακεδονικής πρωτεύουσας (από τον «Παύλο Μελά» απέδρασαν 80-90 Κύπριοι), είτε, τέλος, από τα νοσοκομεία νοσηλείας των τραυματιών αιχμαλώτων. Έτσι, εκτός από τους 100 Κυπρίους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στην Ελλάδα αυτήν την περίοδο, μερικές εκατοντάδες συμπατριώτες μας έζησαν την Κατοχή ως κυνηγημένοι σύμμαχοι φυγάδες, φιλοξενούμενοι και ευεργετημένοι από τον ελληνικό λαό, ζώντας μυθιστορηματικές προσωπικές ιστορίες αντίστασης, αλλά προπάντων αλληλεγγύης, συντροφικότητας και πολλές φορές έρωτα στα χρόνια του πολέμου.
Η «Εστία Κυπρίων» στην Αθήνα της Κατοχής
Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 θα μιλήσουμε για ένα άγνωστο κυπριακό κεφάλαιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που σχετίζεται με τη δύσκολη καθημερινότητα των Κυπρίων της Ελλάδας, ειδικότερα της Αθήνας, όπου ζούσαν οι περισσότεροι. Η εθελοντική κατάταξη των Κυπρίων φοιτητών στον ελληνικό στρατό και η αποστολή τους στο μέτωπο ήταν και μια πρώτη ομαδοποίησή τους, που δεν ήταν δυνατή προηγουμένως, εξαιτίας της μεταξικής δικτατορίας. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1941, εκτός από ελάχιστους τολμηρούς που ριψοκινδύνευσαν αμέσως το ταξίδι για την Κύπρο, οι πλείστοι εγκλωβίστηκαν στην πρωτεύουσα. Οι Κύπριοι φοιτητές και σε ανάλογο βαθμό οι κυπριακές οικογένειες της Αθήνας ήταν ανάμεσα στους πιο εκτεθειμένους στην ανεργία και την ασιτία.
Οι πολεμικές συνθήκες τούς απέκοψαν από την πατρίδα τους και τους στέρησαν τα εμβάσματα ή τις τροφές που τους απέστελλαν οι οικογένειές τους.
Έτσι, οι περισσότεροι, από τους πρώτους μήνες της Κατοχής, αδυνατούσαν να καταβάλουν το νοίκι τους και ούτε είχαν συγγενείς στην επαρχία για να έχουν μια μικρή βοήθεια στις μέρες του λιμού. Επιπλέον, σχεδόν όλοι, ήταν Βρετανοί υπήκοοι και υποχρεώνονταν να δίνουν τακτικά το παρών τους στις κατοχικές αρχές για έλεγχο, υποβαλλόμενοι σε διάφορους περιορισμούς και ταπεινώσεις. Τον Μάρτιο του 1942, 400 τουλάχιστον Κύπριοι της Αθήνας εκτοπίστηκαν από τις ιταλικές αρχές σε χωριά και κωμοπόλεις της Θεσσαλίας και της Στερεάς.
Στα τέλη του 1941 η επίτευξη αποστολής τροφίμων στην Ελλάδα, ύστερα από επίμονες προσπάθειες και με τη μεσολάβηση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, επέτρεψε τη λειτουργία των πρώτων συσσιτίων, που σταδιακά πολλαπλασιάστηκαν. Τότε ιδρύθηκε και το κυπριακό συσσίτιο στην Αθήνα με πρώτη πρόεδρο τη Μαργαρίτα Κύρου, εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού, σύζυγο του εκ των διευθυντών της εφημερίδας Εστία Αχιλλέα Κύρου, επιφανούς Κυπρίου των Αθηνών.
Η «Εστία Κυπρίων», όπως ονομάστηκε το συσσίτιο για τους Κυπρίους, λειτούργησε για πρώτη φορά τη Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 1941 στη γωνία της Φιλελλήνων 2 με Μητροπόλεως, στην Πλατεία Συντάγματος. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στον αριθμό 3, στη γωνία Φιλελλήνων με Όθωνος, στεγάστηκαν τα γραφεία και η διαχείριση του συσσιτίου. Για την καλύτερη λειτουργία του συσσιτίου, πέρα από την προσφορά εθελοντικής εργασίας από επώνυμες Αθηναίες και Κύπριες κυρίες και δεσποινίδες εργοδοτήθηκαν δεκαπέντε περίπου πρόσωπα. Εκτός από το εργατικό προσωπικό οι υπόλοιποι ήταν Κύπριοι φοιτητές, φοιτήτριες ή πτυχιούχοι του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διευθυντής της Διαχειριστικής Επιτροπής διορίστηκε ο γιατρός Γλαύκος Κασουλίδης, ταμίας ο φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής Φρίξος Πετρίδης και αποθηκάριος ο φιλόλογος Ροδίων Γεωργιάδης.
Η «Εστία Κυπρίων» στο απόγειο της δράσης της μοίραζε συσσίτιο σε 1.500-2000 πρόσωπα. Θυμίζουμε ότι στην Αθήνα αυτήν την περίοδο ζούσαν οι εξόριστοι των Οκτωβριανών, Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, κατόπιν Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’, Θεόδωρος Κολοκασίδης, Νικόλαος Κλ. Λανίτης, Σάββας Λοϊζίδης, Θεοφάνης Τσαγγαρίδης, οι δημοσιογράφοι-λογοτέχνες Ευριπίδης Ακρίτας και Λουκής Ακρίτας, Παύλος Κριναίος-Μιχαηλίδης, Μελής Νικολαΐδης, Λεωνίδας Παυλίδης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο ζωγράφος Σόλων Φραγκουλίδης (στο έργο του ξεχωρίζουν οι πίνακες από την Κατοχή), οι φοιτητές της Θεολογικής Σχολής μοναχοί Μακάριος Κυκκώτης, Άνθιμος Μαχαιριώτης, Καλλίνικος Μαχαιριώτης (αργότερα, αντίστοιχα, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, Μητροπολίτης Κιτίου και Χωρεπίσκοπος Αμαθούντος), οι αξιωματικοί Γεώργιος Γρίβας και Μενέλαος Παντελίδης, κ.ά.
Επίσης, σιτίζονταν στην «Εστία Κυπρίων» και λίγες δεκάδες Κύπριοι στρατιώτες του βρετανικού στρατού που κρύβονταν στην Αθήνα, με ψεύτικες ταυτότητες, αναζητώντας τρόπο διαφυγής ή αναμένοντας το τέλος του πολέμου. Παρότι η απελευθέρωση ή η επιστροφή στην Κύπρο φάνταζαν πολύ μακρινά τον τραγικό χειμώνα του 1941-1942, στην «Εστία Κυπρίων» γεννήθηκε η ελπίδα για την επιβίωση και η σπίθα της αντίστασης. Κυριότερος καρπός αυτού του κλίματος ήταν η ίδρυση του «Κοινού Κυπρίων», λίγους μήνες αργότερα, με πρωτεργάτη τον οραματιστή Ροδίωνα Γεωργιάδη, κατοπινό ήρωα της Αντίστασης.
(Φωτ.: philenews.com)
Η σύνδεση της Βέμπο με την πατρίδα μας
Η σύνδεση της Βέμπο με τον πόλεμο του 1940-1941 και τους επετειακούς εορτασμούς της μέρας του «ΟΧΙ» είναι στενότατη, καθώς η ανεπανάληπτη φωνή της συνοδεύει ορισμένα από τα πιο γνωστά τραγούδια εκείνου του πολέμου, όπως το «Παιδιά της Ελλάδας, παιδιά» και το «Κορόιδο Μουσολίνι». Λίγοι, όμως, γνωρίζουν την αγάπη και τους δεσμούς της μεγάλης τραγουδίστριας με το νησί μας.
Η Βέμπο επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Κύπρο την εποχή που μεσουρανούσε στο ελληνικό τραγούδι.
Η ξαφνική εμφάνισή της στο προσκήνιο, η γρήγορη επικράτησή της, τα τεράστια για την εποχή συμβόλαια για τις εμφανίσεις και τις ηχογραφήσεις της, αποτελούσαν μοναδικό φαινόμενο, ειδικά αν συνυπολογιστεί ότι δεν είχε σπουδάσει ποτέ μουσική. Η καθιέρωσή της, που ακολούθησε την κάθοδό της στην Αθήνα, από τον Βόλο και τη Θεσσαλονίκη το 1933, υποβοηθήθηκε από διάφορες συγκυρίες: Τον πολλαπλασιασμό των γραμμοφώνων και την αύξηση κυκλοφορίας νέων δίσκων, την ίδρυση και λειτουργία του Ραδιοσταθμού των Αθηνών (1938) και την πετυχημένη εμφάνισή της στον κινηματογράφο με την «Προσφυγοπούλα» (1938, όπου ερμήνευσε και το «Ο Γιάννος και η Παγώνα»). Αξίζει να προστεθεί ότι ανάμεσα στους συνθέτες που τραγούδησε τραγούδια τους η Βέμπο ήταν κι ο συμπατριώτης μας Δευκαλίων Ιακωβίδης.
Για πρώτη φορά στο νησί μας
Το 1939, η Βέμπο επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Κύπρο. Πρώτη της εμφάνιση, φθινούσης της Παλμεροκρατίας, στις 25 Μαρτίου στο καμπαρέ της Λευκωσίας «Σαντεκλαίρ» του Κ. Πική. Παρέμεινε στο νησί μας για έναν περίπου μήνα και ο θρίαμβός της ήταν ανεπανάληπτος. Έγραφε ο εκπαιδευτικός και λογοτέχνης Άντης Περνάρης (Ανδρέας Παυλίδης) στον «Ανεξάρτητο», τον Απρίλιο του 1939: «Η Βέμπο δεν τραγουδεί απλώς∙ δίνει βάθος και νόημα και στα πιο ξέβαθα στιχουργήματα. (…) Ολάκερο το κορμί της γίνεται τραγουδιού φλόγα ιερή και σκορπίζεται γύρω και περιδινεί τις σκέψεις και δονεί τις ψυχές και μεταβάλλει τους ατάραχους βάλτους των καρδιών σε φουρτουνιασμένες θάλασσες αισθημάτων στους εκστατικούς ακροατές».
Ακολούθησε η 28η Οκτωβρίου 1940 και η καταξίωση της Βέμπο ως της πιο αναγνωρίσιμης εθνικής φωνής σε μέρες πολεμικών θριάμβων αλλά και αγωνίας. Στα τέλη του 1942 η Βέμπο κατάφερε να διαφύγει από τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα και έφτασε στη Μέση Ανατολή. Στην Κύπρο επέστρεψε μεταπολεμικά, τον Δεκέμβριο του 1945. Για δύο ολόκληρους μήνες, γνώρισε πρωτοφανή αποθέωση στις κυπριακές πόλεις, ακόμη και στην Κερύνεια και στη Μόρφου, σπάζοντας όλα τα ρεκόρ σε ουρές στα εκδοτήρια εισιτηρίων, αριθμό θεατών και εισπράξεων. Φεύγοντας από το νησί μας, επέλεξε ως αποχαιρετιστήρια παράσταση το «Ραντεβού στην Αθήνα», μετατρέποντάς το, όμως, σε «Καλή αντάμωση στην Αθήνα». Ένας ξεκάθαρος υπαινιγμός ότι η «φωνή της Ελλάδας» είχε νιώσει την ψυχή της Κύπρου…
- Αναδημοσίευση: philenews.com / δρ Πέτρος Παπαπολυβίου.