Η Ρωσική Εκκλησία ανακοίνωσε το βράδυ της Δευτέρας ότι διακόπτει κάθε επαφή με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετά την απόφασή του να αναγνωρίσει την αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας – Πατριαρχείο Κιέβου. Πρόκειται για την Εκκλησία της οποίας ηγείται ο πατριάρχης Φιλάρετος και υποστηρίζεται από τις επίσημες ουκρανικές Αρχές. Την Εκκλησία αυτήν η Μόσχα την θεωρούσε σχισματική. Η Ρωσία αναγνωρίζει μία Εκκλησία στην Ουκρανία, την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως την ονομάζει, που υπάγεται στο Πατριαρχείο Μόσχας και έχει πατριάρχη τον Ονούφριο. Στην Εκκλησία αυτήν η Μόσχα έχει παραχωρήσει ευρεία αυτονομία.
Υπάρχει και μια τρίτη Ορθόδοξη Εκκλησία που ονομάζεται Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξος Εκκλησία, αλλά η επιρροή της είναι μικρή.
Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα και τα πολιτικά παιχνίδια που διαδραματίζονται, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κλήθηκε να δώσει λύση όταν η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία – Πατριαρχείο Κιέβου ζήτησε την αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της και την επαναφορά στην κανονικότητα ιεραρχών της. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απάντησε θετικά και στα δύο.
Ο Φιλάρετος το 1995 ανακήρυξε ντε φάκτο το αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας και ανακηρύχθηκε πατριάρχης της. Το 1997 αφορίστηκε από το Πατριαρχείο της Μόσχας, στο οποίο έως τότε ανήκε. Για τη φιλοδυτική και αντιρωσική πολιτική ουκρανική ηγεσία ο Φιλάρετος αποτελεί τον ιεράρχη που εκφράζει την ανεξαρτησία της Ουκρανικής Εκκλησίας έναντι του Πατριαρχείου της Μόσχας. Είναι εμφανή τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται και έχουν εμπλέξει και την Εκκλησία.
Όταν στην ουκρανική πολιτική ηγεσία κυριαρχούν οι φιλορωσικές δυνάμεις, το πρόβλημα με την αντιπαράθεση των δύο Εκκλησιών υποχωρεί. Όταν στην πολιτική ηγεσία αναδεικνύονται φιλοδυτικές δυνάμεις, το πρόβλημα οξύνεται.
Σε μια τέτοια φάση όξυνσης έχουν εισέλθει οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών (Ουκρανικής και Ρωσικής), και στην όξυνση αυτή ενεπλάκη, αναγκαστικά, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ελάχιστα ακολούθησε τη φαναριώτικη παράδοση που επί αιώνες διαχειρίζεται τα εκκλησιαστικά πράγματα.
Φαίνεται, όμως, πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο έφτασε στα όριά του με την τακτική της Μόσχας να θέλει να υπερβεί το ρόλο της στο πλαίσιο των Ορθόδοξων Εκκλησιών επικαλούμενη τον πληθυσμό που βρίσκεται υπό την επιρροή της. Για την Εκκλησία, όμως, οι πληθυσμιακοί αριθμοί δεν έχουν σημασία.
Θρυαλλίδα των εξελίξεων αποτέλεσε η μη συμμετοχή της Ρωσικής Εκκλησίας στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης πριν από μερικά χρόνια.
Πίσω από αυτήν τη ρωσική συμπεριφορά βρίσκεται η επιθυμία της Μόσχας να κυριαρχήσει στον ορθόδοξο κόσμο – μια επιθυμία που έχει τις ρίζες της στις πρώτες λίγες δεκαετίες δημιουργίας της Ρωσικής Εκκλησίας. Ο βασιλιάς Γιάροσλαβ ο Σοφός βασίλεψε από το 1019 ως το 1054, και στο διάστημα αυτό τόλμησε αν όχι να αμφισβητήσει, να θίξει το θέμα των πρωτείων της Κωνσταντινούπολης.
Αλλά οι ιστορικές ρίζες της ρωσικής επιμονής βρίσκονται στο ιδεολόγημα της Τρίτης Ρώμης.
Μετά τις περιπέτειες με τον Έλληνα μητροπολίτη της Ρωσικής Εκκλησίας Ισίδωρο, ο οποίος στη Σύνοδο της Φερράρας (1438) υποστήριξε τις θέσεις του Πάπα και επέστρεψε ως καρδινάλιος και λεγάτος του Πάπα, το 1448 η σύνοδος των Ρώσων ιεραρχών εκλέγει τον επίσκοπο Ιωνά στην έδρα του μητροπολίτη Μόσχας. Με ανησυχία περίμεναν την αντίδραση της Κωνσταντινούπολης σ αυτήν την αυθαιρεσία. Αλλά υπό το βάρος των περιστάσεων η Κωνσταντινούπολη σιωπηλά αναγνωρίζει το δίκαιο της εκλογής, πράγμα που σήμανε την αναγνώριση αυτοκεφαλίας της ρωσικής εκκλησίας, δηλαδή της ουσιαστικής ανεξαρτησίας η οποία εμπεδώθηκε με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Η πτώση του Βυζαντίου προκάλεσε σε όλον τον κόσμο δυνατό φόβο και απαισιοδοξία. Χρειάστηκε χρόνος και πνευματική προσπάθεια για να δημιουργηθεί νέο ιδεολόγημα που θα έδινε πνοή αισιοδοξίας στους Ρώσους. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 προκάλεσε βαθιά ταραχή στους κόλπους των Ρώσων λογίων: την καταστροφή της ορθόδοξης αυτοκρατορίας ερμήνευσαν ως τιμωρία προς όλους τους ορθόδοξους ως μαρτυρία για το τέλος του κόσμου.
Όμως οι συγγραφείς του Χρονογράφου το έτος 1512 πέτυχαν να περιγράψουν τα ιστορικά γεγονότα με πιο αισιόδοξο τρόπο: Η πρώτη και η δεύτερη Ρώμη εξαιτίας των αμαρτιών και της αποστασίας τιμωρήθηκαν με καταστροφή. Αλλά τιμωρώντας τη δεύτερη Ρώμη (Κωνσταντινούπολη), ο Θεός μετέφερε την ευλογία του στη χώρα η οποία διατήρησε σε όλα την πίστη «στον μεγάλο Χριστιανισμό» και δεν παραδόθηκε ούτε στην Ουνία ούτε στα θελήματα των Λατίνων.
Η χώρα αυτή είναι η Ρωσία, νόμιμη κληρονόμος των προηγούμενων βασιλείων, η Τρίτη Ρώμη, η οποία «υφίσταται, και τέταρτη Ρώμη δεν θα υπάρξει».
Η αποστολή αυτής της νέας Ρώμης –και φυσικά και του κυβερνήτη της– είναι να υπερασπίζει την Ορθοδοξία που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ορθόδοξου βασιλείου, του μοναδικού που είναι ικανό να διαφυλάττει τη γνήσια πίστη στην πλήρη πρωτόπλαστη καθαρότητα και πληρότητα.
Έτσι δημιουργήθηκε η θεωρία της «Τρίτης Ρώμης».
Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της θεωρίας είναι το προφητικό-εσχατολογικό της που δημιουργούσε αισιοδοξία στην εποχή της απελπιστικής «ρωσικής μοναξιάς».
Από τότε που διατυπώθηκε ως ιδεολόγημα η θεωρία της τρίτης Ρώμης ως σήμερα, η Ρωσία προσπαθεί να επιβληθεί στον ορθόδοξο κόσμο επικαλούμενη τον πληθυσμό της. Αλλά στην Εκκλησία τα μεγέθη δεν παίζουν ρόλο.
Πίσω από την ουκρανορωσική αντιπαράθεση κρύβεται αυτή η φιλοδοξία της Μόσχας, αλλά και πολιτικά παιχνίδια μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Η αντιπαράθεση έχει και γεωπολιτικές αναφορές τις οποίες θα δούμε το επόμενο διάστημα παρακολουθώντας τις Εκκλησίες που θα πλησιάσουν τη Ρωσική ή το Πατριαρχείο.
Το 1870 ήταν η Ρωσία που πίεσε τον Σουλτάνο να υπογράψει το φιρμάνι για τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Και γύρω από το δίλημμα «με το πατριαρχείο ή με την Εξαρχία» χύθηκε πολύ αίμα στην περιοχή της Μακεδονίας.
Σήμερα είναι πάλι η Μόσχα που θέτει το δίλημμα: με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή το Πατριαρχείο της Μόσχας. Μια διάσπαση που δεν θα εξυπηρετήσει, και πάλι, τη Μόσχα.
Πολλοί θεωρούν ατυχή τη διαφαινόμενη ρήξη. Αλλά και με τη ρωσική φιλοδοξία που υπερβαίνει τα εκκλησιαστικά εσκαμμένα δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα. Ίσως σε μια νέα Αγία και Μεγάλη Σύνοδο να μπορέσουν να λυθούν τα προβλήματα της Ορθοδοξίας. Με τη Ρωσία στη θέση που της αναλογεί.