Είδος πολυτελείας η ενασχόληση με την εξωτερική πολιτική; Μήπως τελικά είναι χόμπι για αργόσχολους; Συνηθίζουμε να λέμε με στόμφο ότι «αυτό είναι θέμα εθνικής σημασίας» ή «άπτεται των ζωτικών συμφερόντων της χώρας μας», αλλά όντως αντιλαμβανόμαστε τη σημασία; Για το αν είναι σημαντική η εξωτερική πολιτική, αρκεί να θυμηθούμε τα λόγια του Μάρτιν Γουάιτ, σύμφωνα με τα οποία «το κράτος είναι μια οργάνωση για την οποία τα όπλα είναι σημαντικότερα από το βούτυρο, η ασφάλεια σημαντικότερη από την ελευθερία και η εξωτερική πολιτική σημαντικότερη από την εσωτερική».
Το θέμα είναι ότι σε αυτήν τη χώρα έχουμε συστηματικά υποτιμήσει τα οφέλη που θα μπορούσαμε να έχουμε μέσω μιας συντεταγμένης χάραξης της εξωτερικής πολιτικής.
Δεν διαθέτουμε Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, και όταν προτείνουμε τη δημιουργία του, προτιμούμε να το καταστήσουμε όμηρο της κομματοκρατίας (http://www.pontos-news.gr/article/178072/na-mas-leipei-ena-symvoylio-ethnikis-asfaleias-ala-gkreka). Το υπουργείο Εξωτερικών θεωρείται παραδοσιακά το «ασφαλές καταφύγιο» των δελφίνων της κομματικής ηγεσίας, πλην αρκετών εξαιρέσεων. Ο λόγος; Μειωμένο πολιτικό κόστος. Ο λόγος για το ελάχιστο πολιτικό κόστος; Η αδράνεια.
Ακόμη και στον δημόσιο διάλογο: Όταν βρίσκεται στην επικαιρότητα, επί παραδείγματι, ένα θέμα εξάπλωσης μιας επιδημίας, ζητείται η γνώμη ενός επιδημιολόγου ή γιατρού. Όταν ξεσπά μια πυρκαγιά, μιλούν εκπρόσωποι της πυροσβεστικής, ή σε περίπτωση σεισμικής δόνησης, παραθέτουν την επιστημονική προσέγγισή τους σεισμολόγοι. Όταν όμως προκύπτουν ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, τότε άποψη έχουμε όλοι, και μάλιστα βαθιά τεκμηριωμένη με παραπομπές σε κάτι που άκουσε ο κουνιάδος μας, που έχει έναν φίλο στην τάδε υπηρεσία, του οποίου η γυναίκα πάει μαζί στο κομμωτήριο με τη γυναίκα κάποιου άλλου που κάπου, κάπως, κάτι νομίζει ότι άκουσε…
Υπάρχουν και βέβαια κάποιοι λίγοι που έχουν την ευθιξία να αντιληφθούν ότι, λόγω της ιδιότητας τους, δεν δικαιούνται να εκφράζονται τουλάχιστον δογματικά. Αυτοί συνήθως, ελέω ντροπής, δηλώνουν μια ψεύτικη ταυτότητα του διεθνολόγου, του στρατηγικού αναλυτή ή του τουρκολόγου. Αν βέβαια τους ρωτήσεις πού στηρίζουν τη δήλωσή τους, σου απαντούν ότι είναι αυτοδίδακτοι, αλλά αυτό είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Εμείς τους ακούμε και σχηματίζουμε τη γνώμη μας, καθότι αυτοί είναι οι διαμορφωτές της.
Αβάστακτη ελαφρότητα από όλους, λοιπόν, όταν πρόκειται για την εξωτερική πολιτική, τόσο από τους πολιτικούς ταγούς όσο και από εκείνους που –ας μου επιτραπεί η αδόκιμη έκφραση– «διαμορφώνουν το πλαίσιο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης».
Όλα αυτά είναι συμπτώματα μιας χώρας η οποία δεν απέκτησε ποτέ αποστειρωμένους από το κομματικό σύστημα θεσμούς και δεν κατάφερε να ενσωματώσει στο εκπαιδευτικό σύστημά της και στη γραφειοκρατία της την έννοια του εθνικού συμφέροντος στην ορθή βάση του, η οποία σχετίζεται με μακροπρόθεσμους στόχους και περίσσια αυτοπεποίθηση. Αντ’ αυτών προκρίθηκαν ο ατομισμός και η ιδιωτεία ως διέξοδοι εξυπηρέτησης συμφερόντων που κάθε άλλο παρά συλλογικά είναι. «Συλλογικά-Εθνικά συμφέροντα» επικαλούμαστε, αλλά επειδή συγκροτούν μια τέλεια μαρκίζα ενόψει εκλογών ή υποβοηθούν στην προσωπική ανέλιξή μας, και όχι μια ειλικρινή αλτρουιστική παρόρμηση. Άρα επιστρέφουμε πάλι στην ουσία και στην ασφάλεια της ιδιοτέλειας και της «μικράς πλην εντίμου Ελλάδος»…
Για να δούμε σοβαρά την υπόθεση της εξωτερικής πολιτικής απαιτείται μια ισχυρή ανάγκη «συν-μετοχής» και διάθεσης «συν-βολής». Η εξωτερική πολιτική χρειάζεται εκατομμύρια στρατιώτες και δεκάδες στρατηγούς, και όχι το αντίστροφο.*
_____
* Για όσους ενοχλούνται από τη χρήση «στρατιωτικής ορολογίας» στην παρομοίωση της τελευταίας πρότασης, η ίδια φράση μπορεί να διατυπωθεί και με τα δίπολα «εργαζόμενοι-συνδικαλιστοπατέρες», «προπονητές-αθλητές», «βασίλισσες μελισσών-εργάτριες» (οι «κηφήνες» δεν καλύπτουν το παράδειγμά μας) κ.ο.κ..