Το 2005 στη Γαλλία διεξήχθη δημοψήφισμα για το λεγόμενο «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα», το οποίο οδήγησε στην τελική απόρριψη του σχεδίου. Το 2008 έλαβε χώρα δημοψήφισμα στην Ιρλανδία για τη «Συνθήκη της Λισαβόνας», του οποίου το αποτέλεσμα σήμανε συναγερμό και κατέστησε επιτακτική την ανάγκη διεξαγωγής δεύτερου δημοψηφίσματος, ενώ φυσικά ποιος ξεχνά και το δημοψήφισμα για το Brexit το 2016;
Παρόμοιο «δημοψηφισματικό bullying» είχαμε και εις βάρος των Ελλήνων πολιτών το 2015, ενώ αλήστου μνήμης είναι και οι παρεμβάσεις των επίγειων και υπόγειων δικτύων στο δημοψήφισμα για το «Σχέδιο Ανάν» το 2004 στην Κύπρο.
Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα κατά τα οποία η ψήφος του πολίτη αντιμετωπίστηκε ως «λανθασμένη» και κρίθηκε αναγκαία η «αναθεώρησή» της. Σε κάποιες περιπτώσεις η αλλοίωση της λαϊκής βούλησης επήλθε άμεσα, ενώ σε κάποιες άλλες κατέστη «εφικτή» εν καιρώ. Δεν λαμβάνω θέση υπέρ ή κατά σε κανένα από τα ερωτήματα των παραπάνω εκλογικών διαδικασιών. Ωστόσο προκαλεί θυμηδία ο διαρκής ζήλος των ευρωπαϊκών ελίτ να χειραγωγήσουν την ψήφο των πολιτών, σαν να είναι άβουλα όντα που αδυνατούν να βαδίσουν δίχως τις νουθεσίες των πολιτικών, ακαδημαϊκών και άλλων ανακτοβουλίων της Ευρώπης. Ποιος είπε ότι οι Βρυξέλλες κατέχουν την απόλυτη αλήθεια και γιατί η «ζύμωση», η «συν-διαμόρφωση», η «συν-μετοχή» και το «συν-έρχεσθαι» θα πρέπει να αποτελούν ad hoc απορριπτέες έννοιες στην κατά τα λοιπά «Ευρώπη των λαών»;
Ενώπιον παρόμοιων καταστάσεων βρισκόμαστε και σήμερα όσον αφορά το δημοψήφισμα για τη Συμφωνία των Πρεσπών στα Σκόπια. Ανεξαρτήτως τι συμφέρει και ποιον, καθώς και τι αποτυπώνει η μεγάλη αποχή, έλαβε χώρα μια εκλογική διαδικασία. Το ερώτημα διατυπώθηκε προσεκτικά, ο παγκόσμιος συρφετός συμβούλευσε, προειδοποίησε και απείλησε, καταγγελίες για χρηματοδοτήσεις έγιναν εκατέρωθεν, αλλά το αποτέλεσμα παρέμεινε ένα και σαφές. Οι πιέσεις λειτούργησαν μάλλον υπέρ μίας αντίδρασης, παρά υποβοήθησαν στον… «εναρμονισμό με το ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Τις περασμένες δεκαετίες συνηθίζαμε να αναφερόμαστε στο «δημοκρατικό έλλειμμα» στη λήψη αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εννοώντας την υιοθέτηση δημοκρατικών διαδικασιών για την εκλογή, επί παραδείγματι, των επιτρόπων. Πλέον έχουμε βρεθεί σε άλλο επίπεδο, με την τεχνόσφαιρα να διευρύνεται και ευθείες παρεμβάσεις στα εσωτερικά είτε κρατών-μελών είτε υποψηφίων προς ένταξη κρατών να είναι στην ημερήσια διάταξη. Από το κακό στο χειρότερο δηλαδή…
Και αν κάποιος δεν εκπλήσσεται από τις «υπερπόντιες επιστολές», ακόμη και του μέχρι πρότινος ξεχασμένου Τζορτζ Μπους Jr., τι να πει για τις περιλάλητες «ευρωπαϊκές αξίες» των οποίων φορέας υποτίθεται ότι είναι η σημερινή ΕΕ;
Οποιαδήποτε θέση και αν εκφράζει κάποιος σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών, θα έπρεπε να τον ενοχλεί αυτός ο ωμός παρεμβατισμός στο όνομα «της ειρήνης και της σταθερότητας», εκτός και αν αποδεχθούμε a priori ότι η Ε.Ε. συνιστά ένα πεδίο άσκησης εθνικών πολιτικών από πλευράς των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και τα μικρότερα κράτη-μέλη είναι παρακολουθήματα. Καμία αντίρρηση στην περιγραφή… Να το πούμε όμως και να το χωνέψουμε.
Προσωπικά γαλουχήθηκα ως φοιτητής Ευρωπαϊκών Σπουδών με τη θέση ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση συνιστούσε μοναδικό στην ιστορία της ανθρωπότητας αντιηγεμονικό εγχείρημα, καθώς κατοχύρωνε καταστατικά την αποτροπή παρεμβάσεων στα εσωτερικά των κρατών, καθιστούσε σεβαστό το δικαίωμα του βέτο για το σύνολο των μείζονων αποφάσεων και εμπεριείχε στον πυρήνα της λήψης των αποφάσεων την αρχή του διακυβερνητισμού. Αυτά συνέβαιναν προ αμνημονεύτων (ψυχροπολεμικών) ετών για συγκεκριμένους λόγους, στους οποίους θα αναφερθούμε σε κάποιο επόμενο κείμενο. Σήμερα ο διακυβερνητισμός μετατρέπεται σε ηγεμονισμό, το δικαίωμα του βέτο σε επιλογή αυτοκτονίας και η εθνική ανεξαρτησία στο πιο σύντομο ανέκδοτο.