Από όλα τα επιχειρήματα που γράφηκαν για τη μικρή προσέλευση στο δημοψήφισμα της πΓΔΜ, εκείνο που έχει βαρύτητα και βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι η στεγανοποιημένη συνείδηση του λαού της γειτονικής χώρας ότι είναι Μακεδόνες και πως δεν υπάρχει μακεδονικός λαός πέραν αυτών.
Γι’ αυτό, για τη μικρή προσέλευση στο δημοψήφισμα, δεν πρέπει να επιχαίρουμε. Ούτε όσοι υποστήριζαν τη συμφωνία, ούτε όσοι ήταν κατά.
Με τους λαούς με τους οποίους γειτονεύουμε, αναγκαστικά θα συμβιώσουμε. Και συμβίωση σημαίνει πως θα πρέπει να μπορούμε να λύνουμε τις διαφορές μας. Οι γείτονές μας δεν μας αφήνουν τέτοια περιθώρια αισιοδοξίας. Τα πήραν όλα, βάζουν απλώς έναν γεωγραφικό προσδιορισμό στο όνομα του κράτους τους, και πάλι δεν είναι ικανοποιημένοι. Αυτό δείχνει αδιέξοδο γενικώς. Πήραν μακεδονική γλώσσα, μακεδονική ταυτότητα, τα δύο μαζί κάνουν μακεδονική εθνότητα, οι αναφορές που γίνονται στη συμφωνία για τη μακεδονική ιστορία είναι διφορούμενες, και πάλι είναι κατά. Εκεί που μας χρωστούσαν, μας πήραν και το βόδι – συμπαθάτε με.
Λύση στο αδιέξοδο της προώθησης της συμφωνίας υπάρχει, και μάλλον αυτήν θα επιδιώξουν η κυβέρνηση των Σκοπίων και οι διεθνείς παράγοντες. Οι βουλευτές που υπολείπονται για να υπάρξει η πλειοψηφία των ⅔ θα αναζητηθούν με γνώριμους, στους πολιτικούς, τρόπους. Ο πρώην πρόεδρος του VMRO και πρώην πρωθυπουργός Νίκολα Γκρούεφσκι, αλλά και άλλα στελέχη του κόμματος, έχουν προβλήματα με τη Δικαιοσύνη και μια καλή συνεννόηση κοινοβουλευτικής υποστήριξης των αλλαγών στο σύνταγμα θα τους διευκόλυνε στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν. Κατά πάσα πιθανότητα η διαδικασία που συμφωνήθηκε στις Πρέσπες θα προχωρήσει, και η συμφωνία θα επικυρωθεί και από την ελληνική Βουλή. Θα έχουμε, όμως, μια γέννα με καισαρική.
Πέραν της συμφωνίας, το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πως η εξέλιξη του Μακεδονικού ζητήματος από το 1870 ως σήμερα είναι τόσο εξόφθαλμα άδικη που αναρωτιέται κανείς γιατί δεν στάθηκε δυνατή μια καλύτερη διαχείρισή του.
Το πρόβλημα ξεκινά –με τη βοήθεια των Ρώσων– από την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και την αντιπαλότητα που αναπτύχθηκε με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Αυτό το Πατριαρχείο το οποίο σε δύσκολες στιγμές στήριξε τον ελληνισμό, και τώρα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών αρνείται να συναντήσει τον προκαθήμενό του.
Η εξέλιξη περνά από τη ρωσική πάλι –ευτυχώς αποτυχημένη– προσπάθεια να δημιουργήσει τη Μεγάλη Βουλγαρία, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Τον Μακεδονικό Αγώνα, τους Βαλκανικούς Πολέμους, τις βουλγαρικές ωμότητες στους δυο παγκόσμιους πολέμους, την Κομμουνιστική Διεθνή και την προσπάθειά της για δημιουργία Βαλκανικής Ομοσπονδίας κατά τον Μεσοπόλεμο με αναφορά σε μακεδονικό έθνος. Και, βεβαίως, με την πολιτική του ΚΚΕ κατά τον Εμφύλιο με την υποστήριξη των αιτημάτων των σλαβομακεδονικών ταγμάτων για αυτοδιάθεση και απόσχιση. Και τέλος, με την πολιτική και δικαίωση του Τίτο να ονομάσει Μακεδονία τη Νότια Σερβία ή την Βαρντάρσκα Μπανοβίνα.
Αυτήν τη φτιαχτή ιστορική εξέλιξη δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το ελληνικό κράτος. Και φθάσαμε, σήμερα, να τα δίνουμε όλα και πάλι να μην γίνονται αποδεκτά.
Με κομβικό σημείο τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η Ελλάδα στο διάστημα μέχρι τις ημέρες μας είχε απέναντί της τη Ρωσία και τον πανσλαβισμό της πολιτικής της. Από το 1856 η μόνη φορά που η Μόσχα είχε θετική στάση απέναντι στη Αθήνα, ήταν η παραχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα το 1948. Οι κατά καιρούς συμπλεύσεις στο Κυπριακό είχαν τακτικό χαρακτήρα και ευνοούσαν τα ρωσικά συμφέροντα. Ακόμη και την περίοδο της τουρκικής εισβολής, η Μόσχα γνώριζε τα τουρκικά σχέδια αλλά ούτε παρενέβη ούτε ενημέρωσε, ελπίζοντας πως οι εξελίξεις θα οδηγούσαν σε ελληνοτουρκικό πόλεμο και μεγάλη κρίση στο ΝΑΤΟ. Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να έχουμε τη Ρωσία απέναντί μας διπλωματικά, αλλά να αποφεύγουμε τις ψευδαισθήσεις.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ασχολήθηκαν με τα ελληνικά ζητήματα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αρχικά η στάση τους στο Μακεδονικό ευνοούσε την Ελλάδα, με τη γνωστή επιστολή του υπουργού εξωτερικών Έντουαρντ Στετίνιους, αλλά αργότερα, όταν ο Τίτο ήρθε σε ρήξη με τον Στάλιν, αποθάρρυναν την Ελλάδα από οποιαδήποτε πολιτική υπεράσπισης των δικαιωμάτων της στη Μακεδονία που θα δυσκόλευε τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη.
Μετά την κατάρρευση των Ανατολικών καθεστώτων, οι συσχετισμοί έγειραν υπέρ των Σκοπίων παρά τη συμμετοχή της Ελλάδας στους σημαντικότερους Δυτικούς θεσμούς.
Είναι ανοικτό το ερώτημα αν αυτό οφείλεται σε κακούς χειρισμούς της ελληνικής πλευράς ή σε ειλημμένες αποφάσεις των Δυτικών.
Η Ρωσία αγωνίστηκε για την προώθηση του βουλγαρικού εθνικισμού στα Βαλκάνια, και κατά τον Μεσοπόλεμο, μέσω της Κομμουνιστικής Διεθνούς, για την τεχνητή δημιουργία μακεδονικού έθνους το οποίο θα συμμετείχε σε μια Βαλκανική Ομοσπονδία. Αυτήν την πολιτική της δεν την εγκατέλειψε. Οπωσδήποτε στα Σκόπια υπάρχουν φιλορωσικοί θύλακες, αλλά θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η μικρή συμμετοχή στο δημοψήφισμα οφείλεται σε ρωσική επιρροή. Ο σκοπιανός μακεδονισμός βρίσκεται στη ρίζα της συμπεριφοράς που είδαμε στα αποτελέσματα της Κυριακής.
Οι μόνοι θύλακες ρωσικής παρουσίας στα Βαλκάνια είναι αυτήν τη στιγμή η Σερβία και η Ρεπούμπλικα Σέρπσκα, η μία από τις δύο οντότητες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, όπου την Κυριακή 7 Οκτωβρίου διενεργούνται εκλογές.
Η παρουσία σε αυτές τις περιοχές αλλά και η ιστορική ανάμιξη της Μόσχας στη διαμόρφωση ψευδούς μακεδονικής συνείδησης και τεχνητού μακεδονικού κράτους τής αφήνουν περιθώρια για βαλκανικό παιχνίδι, αν και η γενικότερη βαλκανική τάση είναι προς τη Δύση.
Ενδιαφέρουσα παρουσία, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αξιοσημείωτη, έχει και η Τουρκία μέσω των τουρκικών μειονοτήτων (καταλοίπων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) στις βαλκανικές χώρες.
Σ’ αυτήν τη βαλκανική δυναμική, στην οποία θα μπορούσαν να προστεθούν και προσπάθειες συνοριακών αλλαγών, είναι αμφίβολο αν η Αθήνα έχει επεξεργασμένο ολικό σχέδιο. Χρειάζεται, όμως, διότι οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι και οι παίκτες σκληροί και αποφασισμένοι.
Πέραν της Ανατολικής Μεσογείου όπου φαίνεται πως επελέγησαν ενδιαφέρουσες συμμαχίες, πρέπει κάτι ανάλογο να γίνει και στα Βαλκάνια. Όσο δύσκολο και αν μοιάζει.