Από 3 έως 6 Σεπτεμβρίου έλαβε χώρα στην Χάγη, ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, η ακροαματική διαδικασία για την υπόθεση του Μαυρικίου κατά των βρετανικών βάσεων στο έδαφός του. Παρά το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη νομική αντιπαράθεση δεν συμμετείχε η Κύπρος ως αντίδικος, ο εισαγγελέας της Λευκωσίας κ. Κληρίδης κατέθεσε ως μάρτυρας.
Η απόφαση αναμένεται να εκδοθεί εντός μηνών και εκτιμάται ότι θα έχει βαρύνουσα σημασία και για το μέλλον των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο.
Η περίπτωση διατήρησης της βρετανικής αποικίας στην Κύπρο είναι μία εξειδικευμένη περίπτωση, τόσο όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις, όσο και σχετικά με την εφαρμογή της διεθνούς νομοθεσίας περί αποικιοκρατίας. Ειδικότερα, επισημαίνεται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (European Convention on Human Rights) που, μεταξύ άλλων, προβλέπει το δικαίωμα ιδιοκτησίας και ειρηνικής εκμετάλλευσης των περιουσιακών στοιχείων (property and peaceful enjoyment of possessions).
Ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι βρετανικές βάσεις
Το 1914 οι βρετανικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατέλαβαν τη νήσο Κύπρο και την κατέστησαν βρετανική αποικία στη Μεσόγειο. Μετά περίπου 45 χρόνια και μετά από απελευθερωτικούς αγώνες των Κυπρίων, η Βρετανία απελευθέρωσε το 97% της νησιωτικής χώρας για να ιδρυθεί ένα ενιαίο και ανεξάρτητο κράτος, η Δημοκρατία της Κύπρου (Republic of Cyprus – RoC). Η ανεξαρτησία αποδόθηκε με τη διεθνή Σύμβαση Εγκαθίδρυσης του 1960.
Το 3% από το έδαφος του νησιού, με δεκαπέντε χιλιόμετρα ακτογραμμή και τρία μίλια αιγιαλίτιδα ζώνη, διατηρήθηκε υπό βρετανική κατοχή και ιδρύθηκαν δύο περιοχές, αυτές της Δεκέλειας και του Ακρωτηρίου που ονομάστηκαν Κυρίαρχες Περιοχές Βρετανικών Βάσεων (British Sovereign Base Areas – SBA). Στις δύο αυτές περιοχές οι αμιγώς στρατιωτικές εγκαταστάσεις καταλαμβάνουν ένα μικρό μόνο μέρος του εδάφους, είναι περιφραγμένες με συρματόπλεγμα και φρουρούνται όπως κάθε άλλη στρατιωτική βάση στον κόσμο. Το υπόλοιπο τμήμα σε μεγάλο βαθμό είναι ιδιόκτητο από Κυπρίους, αφού σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, δεν δόθηκαν στους ιδιοκτήτες οι προβλεπόμενες αποζημιώσεις για να περιέλθουν σε βρετανική ιδιοκτησία.
Λόγω των γεγονότων στη Μέση Ανατολή αλλά και τον έλεγχο των θαλάσσιων οδών από το Σουέζ και την Ανατολική Μεσόγειο, οι βάσεις απέκτησαν βαρύνουσα σημασία για τη Βρετανία. Ο εντοπισμός υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο αναβάθμισε ακόμα περισσότερο την στρατηγική αξία τους. Επιπλέον των ανωτέρω, επειδή στην περιοχή γίνεται το Γκέλ (το βήμα) των αντανακλάσεων στην ιονόσφαιρα των ασύρματων εκπομπών από την Μέση Ανατολή, στην περιοχή Άγιος Νικόλαος, κοντά στην Αμμόχωστο, έχουν δημιουργηθεί εγκαταστάσεις του διεθνούς συστήματος Echelon, συλλογής και παρακολούθησης ασύρματων επικοινωνιών.
Για τη χρήση των βάσεων η Βρετανία είχε δεσμευτεί να καταβάλει αποζημίωση στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες αυτές καταβλήθηκαν μόνο για το διάστημα 1960-1965. Το έτος 1995 οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν το χωριό Ακρωτήρι, δεδομένου ότι οι κάτοικοί του δεν το εγκατέλειψαν αφού δεν αποζημιώθηκαν όπως προέβλεπε η Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του 1960.
Σήμερα στις βρετανικές περιοχές υπολογίζεται ότι κατοικούν περίπου 10.000 Κύπριοι και 3.800 στρατιωτικοί που υπηρετούν στις βάσεις.
Όταν η Βρετανία προσχώρησε το 1973 στην ΕΟΚ, κατόπιν αιτήματος της βρετανικής κυβέρνησης, συμπεριλήφθηκε στο ευρωσύνταγμα το Άρθρο IV-440, σύμφωνα με το οποίο η Συνθήκη προσχώρησης της Βρετανίας στην ΕΟΚ δεν συμπεριλαμβάνει τις κυρίαρχες βάσεις στις περιοχές Δεκέλεια και Ακρωτήρι στην Κύπρο. Επισημαίνεται ότι οι περιοχές των βάσεων δεν έχουν πολιτικό κυβερνήτη, αλλά διοικούνται από τον εκάστοτε Βρετανό στρατιωτικό διοικητή.
Το έτος 2003, στο πλαίσιο προετοιμασίας της Κύπρου για την ένταξη στην ΕΕ, η Συμφωνία Εγκαθίδρυσης του 1960 επικυρώθηκε και πάλι από την κυπριακή Βουλή. Μετά το Brexit, η κατάσταση σε σχέση με τις βρετανικές βάσεις ήλθε και πάλι στο προσκήνιο. Σε κάθε περίπτωση, η Βρετανία είναι ακόμα και στις μέρες μας μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις για τη στήριξη της Δημοκρατίας της Κύπρου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μεσολάβησή της στην αντιμετώπιση θεμάτων σχετικών με το Κυπριακό…
Το Σχέδιο Ανάν και οι βρετανικές βάσεις
Ο περιγραφικός όρος «Σχέδιο Ανάν» αναφέρεται στην πρόταση του ΟΗΕ για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος. Στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει όχι μόνο ένα αλλά μία σειρά αναθεωρημένων προτάσεων επίλυσης (Draft Documents) του Κυπριακού, που κατά καιρούς ήλθαν στην επικαιρότητα. Αυτά συζητήθηκαν χωρίς μέχρι σήμερα να υπάρχει επιτυχής και κοινά αποδεκτή συμφωνία και επίλυση των θεμάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Συγκεκριμένα, και όσον αφορά το μέλλον των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο, όπως αυτό προκύπτει μέσα από τις αναθεωρήσεις του Σχεδίου Ανάν, σύμφωνα με τις αποδεσμευόμενες κατά καιρούς πληροφορίες, ισχύουν τα ακόλουθα:
- Στα τρία πρώτα Σχέδια, δηλαδή τα Σχέδια Ανάν 1, 2 και 3, δεν υπήρχε αναφορά στις βρετανικές βάσεις στην Κύπρο.
- Στα Σχέδια Ανάν 4 και 5 επαναλαμβάνεται η ίδια ακριβώς διατύπωση που περιλαμβάνεται στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου του 1960, περιορίζοντας όμως την έκταση των βάσεων, τόσο στο έδαφος όσο και στην αιγιαλίτιδα ζώνη. Δηλαδή το καθεστώς διοίκησης και λειτουργίας των βρετανικών βάσεων παρέμενε αμετάβλητο, κατέχοντας όμως λιγότερη εδαφική έκταση. Το Σχέδιο Ανάν 4 το είχε διαπραγματευτεί ο αείμνηστος πρόεδρος Παπαδόπουλος.
- Ειδικότερα στο Σχέδιο Ανάν 5, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, υπήρχε μία παράγραφος που καθόριζε τη διαδικασία μέσα από την οποία στη συνέχεια, δηλαδή σε μελλοντικό χρόνο, θα γινόταν η ακριβής αναπροσαρμογή των ορίων των βάσεων. Συγκεκριμένα αποδίδονταν 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους των βάσεων στην Δημοκρατία της Κύπρου, μετά φυσικά την ένωση του κατεχόμενου βόρειου τμήματος με το ελεύθερο νότιο τμήμα. Επίσης οι βάσεις έχαναν ένα σημαντικό κομμάτι της ακτογραμμής μήκους χιλιομέτρων (περίπου το μισό μήκος) και εξ αυτού μειωνόταν η αιγιαλίτιδα ζώνη των βάσεων που αντιστοιχεί σε αυτό το μήκος της ακτογραμμής.
Επί του θέματος των βρετανικών βάσεων, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης και πριν από το Brexit, ίσχυαν τα ακόλουθα:
- Κατά δήλωση του τότε υπουργού Ευρώπης Ντέιβιντ Λίντινγκτον, που πραγματοποιήθηκε στις 22/04/2013 και υπάρχει στα πρακτικά της Βουλής: «Το δικαίωμα των κυρίαρχων περιοχών των βάσεων για αιγιαλίτιδα περιοχή είναι ξεκάθαρο στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης –ένα δικαίωμα που αναγνώρισε η Κυπριακή Δημοκρατία. Κανένα άλλο κράτος δεν έχει το νόμιμο δικαίωμα να κηρύξει ΑΟΖ εντός της αιγιαλίτιδας περιοχής των κυρίαρχων περιοχών των βάσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, ούτε η Δημοκρατία της Κύπρου έχει προβάλει την επιθυμία να εξερευνήσει για ορυκτούς πόρους εντός της αιγιαλίτιδος περιοχής των κυρίαρχων περιοχών των βάσεων. Η διακήρυξη της κυβέρνησης το 1960 το κάνει ξεκάθαρο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα αναπτύξει τις κυρίαρχες περιοχές των βάσεων εκτός για στρατιωτικούς σκοπούς».
- Επίσης σε έγγραφο του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών (Foreign office), με ημερομηνία 14/11/2014, αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: «Όπως γνωρίζεται, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει διεκδικήσει ΑΟΖ σε σχέση με τις Κυρίαρχες Περιοχές των Βάσεων».
Το γεγονός είναι ότι οι ανωτέρω αναφορές περιγράφουν το παρελθόν και δεν περιλαμβάνουν καμία σαφή δέσμευση της βρετανικής κυβέρνησης ότι δεν θα επιδιωχθεί στο μέλλον απόκτηση βρετανικής ΑΟΖ στο νησί της Κύπρου, δηλαδή μετά την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος.
Για πολλούς αναλυτές, η «σοφή ασάφεια» (σοφόν το ασαφές) εκλαμβάνεται ότι ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας (Window of opportunity) για τη Βρετανία.
Το γεγονός ότι στο Σχέδιο Ανάν επιχειρήθηκε να προγραμματιστεί η συζήτηση για την επίλυση του θέματος των κυρίαρχων περιοχών των βάσεων σε μελλοντικό χρόνο, δημιούργησε την υποψία μίας υποκρυπτόμενης προσπάθειας της βρετανικής διπλωματίας. Αυτή θα μπορούσε να στηρίζεται στον λογικό συνειρμό ότι εκχωρώντας γη και αιγιαλίτιδα ζώνη των σημερινών κυρίαρχων περιοχών των βρετανικών βάσεων, θα μπορούσε να ζητήσει και να λάβει σε αντάλλαγμα ΑΟΖ ή δικαιώματα επί των υδρογονανθράκων για την εναπομένουσα ακτογραμμή των Βάσεων. Με αυτό τον τρόπο παρακάμπτονται οι δεσμεύσεις που υπάρχουν στην Συνθήκη Εγκαθίδρυσης του 1960 και η Βρετανία δύναται να διεκδικήσει μερίδιο από τον θαλάσσιο ορυκτό πλούτο (υδρογονάνθρακες) της Κύπρου. Το θέμα θα μπορούσε να λήξει οριστικά με μία δεσμευτική δήλωση της βρετανικής κυβέρνησης ότι σε καμία περίπτωση η Βρετανία θα διεκδικήσει ΑΟΖ ή σχετικά δικαιώματα στην κυπριακή ΑΟΖ.
Η δεσμευτική αυτή δήλωση δεν ζητήθηκε και δεν έγινε μέχρι σήμερα.
Άσχετα με το Σχέδιο Ανάν, είναι σε εξέλιξη συνομιλίες από τον Οκτώβριο, ώστε να υπάρξει σχετική πρόβλεψη για τους Κυπρίους που κατοικούν στις κυρίαρχες περιοχές των βρετανικών βάσεων, η οποία θα συμπεριληφθεί στη Συνθήκη Αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ (Brexit).
Δικαστική αναμόχλευση του θέματος των βάσεων
Πέραν των ανωτέρω, ένα νέο ζήτημα προέκυψε και τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα σχετικά με το καθεστώς των κυρίαρχων περιοχών των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο. Συγκεκριμένα το 2015-2016, δηλαδή και πριν από το Brexit, κάτοικοι που βρέθηκαν στις κυρίαρχες περιοχές των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο, θεωρώντας ότι βρίσκονται σε ευρωπαϊκό έδαφος, διεκδίκησαν δικαιώματα και υπέβαλαν δικαστικές αγωγές (cases: CO/879/2015, C4/2016/2334, C4/2016/2403). Με την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών εκδόθηκαν δικαστικές αποφάσεις των ανωτάτων βρετανικών Δικαστηρίων. Συγκεκριμένα εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου (High Court of Justice) με ημερομηνία έκδοσης 28 Απριλίου 2016 και σε συνέχεια εκδόθηκε απόφαση του Ανώτατου Αστικού Δικαστηρίου (Court of Appeal Civilian Division on Appeal from The High Court of Justice) με ημερομηνία έκδοσης 23 Μαΐου 2017.
Άσχετα με την ουσία της δικαστικής αντιπαράθεσης, η αξία των αποφάσεων αυτών σχετικά με τις κυρίαρχες περιοχές των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο, έγκειται στο γεγονός ότι μέσα στο αιτιολογικό τμήμα των αποφάσεων, ανώτατοι Βρετανοί δικαστές υποχρεώθηκαν να εξετάσουν διεξοδικά και να σχολιάσουν τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου (Republic of Cyprus – RoC). Υποχρεωτικά τάραξαν τα λιμνάζοντα ύδατα, φέρνοντας στο φως ξεχασμένες πτυχές της Συμφωνίας Εγκαθίδρυσης του 1960.
Συγκεκριμένα, τόσο στο κυρίως σώμα της Συμφωνίας, όσο και στο Παράρτημα «Ο», καθίσταται σαφές ότι η Δημοκρατία της Κύπρου ιδρύθηκε στο τμήμα της νήσου που δεν περιλαμβάνει τις κυρίαρχες βρετανικές περιοχές. Δηλαδή νομικά δεν απελευθερώθηκε όλο το νησί της Κύπρου από τους Βρετανούς ώστε στη συνέχεια να υπογραφεί η Συμφωνία για τις κυρίαρχες περιοχές μεταξύ του κυρίαρχου κυπριακού κράτους και των Βρετανών. Αντιθέτως, η περιοχή του νησιού που υπάρχουν οι δύο κυρίαρχες βρετανικές περιοχές του Ακρωτηρίου και της Δεκέλειας, είναι συνέχεια της αποικιοκρατίας αφού ουδέποτε αυτή διακόπηκε, γεγονός που είναι αντίθετο στη διεθνή νομοθεσία για την εξάλειψη της αποικιοκρατίας και της Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υπάρχουν σήμερα φωνές, ακόμα και βρετανικές, που υποστηρίζουν ότι πρέπει να εξαλειφθεί η αποικιοκρατία και μάλιστα σε ευρωπαϊκό έδαφος, με άμεση απόδοση των εδαφών στην Δημοκρατία της Κύπρου.
Στη συνέχεια είναι δυνατόν να υπάρξουν νέες διαβουλεύσεις με το κυρίαρχο κυπριακό κράτος για πιθανή υπογραφή μίας νέας Συμφωνίας για βρετανικές βάσεις στο νησί. Η Βρετανία μέχρι σήμερα, υποστηρίζοντας σιωπηρά την φιλοσοφία των λιμναζόντων υδάτων, υποστηρίζει ότι όσο συνεχίζεται η τουρκική κατοχή στη βόρεια Κύπρο, το θέμα δεν μπορεί να προχωρήσει. Είναι η ίδια λογική βάση, με την οποία όπως προαναφέρθηκε, σταμάτησε το 1965 την καταβολή των αποζημιώσεων που προβλέπονταν στην Συμφωνία του 1960.
Όπως διαφαίνεται, υπάρχει μία σιωπηρή αποδοχή συμφερόντων μεταξύ βρετανικών και τουρκικών θέσεων.
Τουρκική εκμετάλλευση των Τουρκοκυπρίων στα Κατεχόμενα
Το μεγαλύτερο μέρος των Τουρκοκυπρίων στα Κατεχόμενα, ασφυκτιά υπό την πίεση της τουρκικής κατοχής. Αυτοί αντιλαμβάνονται ότι είναι πιόνια για την υλοποίηση των στρατηγικών σχεδίων της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο και στην προσπάθεια συμμετοχής της στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων. Επιλεκτικά, Τουρκοκύπριοι ηγέτες παίζουν το παιχνίδι της Τουρκίας, υποστηρίζοντας ότι εξυπηρετούν τα συμφέροντα των συμπολιτών τους Τουρκοκυπρίων.
Ένα εθνικά κυρίαρχο κυπριακό κράτος, εκπροσωπώντας τα δικαιώματα τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων, δύσκολα θα παρέδιδε σε τρίτους εθνική κυριαρχία ή εκχώρηση ποσοστών από την εκμετάλλευση του εθνικού πλούτου της χώρας. Αντίθετα η Τουρκία, ως εκμεταλλευτής των τουρκοκυπριακών δικαιωμάτων, δρώντας ως «κατακτητής» της βόρειας Κύπρου και σύμφωνα με τις δικές της στρατηγικές επιλογές στην περιοχή, πολύ εύκολα θα μπορούσε να εκχωρήσει σε τρίτους κυριαρχικά ή οικονομικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, με αντάλλαγμα την διεθνή υποστήριξη των τουρκικών θέσεων και επιδιώξεων.
Σύμφωνα με τις μέχρι σήμερα ενδείξεις, η Βρετανία, έχοντας εν τη πράξει απεμπολήσει ή λησμονήσει για δεκαετίες τις υποχρεώσεις της ως εγγυήτρια δύναμη, φαίνεται ότι κάνει διπλωματικό παιχνίδι με την Τουρκία, αδιαφορώντας για τα πραγματικά δικαιώματα των Κυπρίων. Τα παραδείγματα πολλά.
- Αναδημοσίευση: liberal.gr / Ιωάννης Αναστασάκης.
- Ο Ιωάννης Αναστασάκης είναι αντιπτέραρχος (Ι) ε.α. και ασχολείται με την «Περιφερειακή Ασφάλεια για την οικονομική Ανάπτυξη». Είναι συγγραφέας και στρατηγικός αναλυτής.