Ήδη πριν από κάποιες δεκαετίες, ο Αμερικανός καθηγητής Peter Katzenstein είχε τονίσει σχετικά με τους κυρίαρχους στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής ότι συνυφαίνονται με τον οικονομικό πυλώνα ισχύος. Όπως ανέφερε στο βιβλίο του Μεταξύ ισχύος και πλούτου: «Ο πρώτιστος σκοπός της αμερικανικής εξωτερικής οικονομικής πολιτικής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος στο πλαίσιο του οποίου τα εμπόδια στη διακίνηση κεφαλαίου και αγαθών ελαχιστοποιούνται. Σε αυτή την αναζήτηση οι κεντρικοί Αμερικανοί λήπτες αποφάσεων ήταν εν πολλοίς επιτυχημένοι εξαιτίας της αμερικανικής εξωτερικής ισχύος».
Αναφερόμενος σε «καθεστώς», ο Katzenstein εννοεί το θεσμικό πλαίσιο το οποίο έχει τις βάσεις του στο περίφημο «Washington consensus» και αντικατοπτρίζει την προβολή της οικονομικής ισχύος των ΗΠΑ ανά τον πλανήτη.
Η εν λόγω «κατασκευή» είναι διαχρονικά τόσο διακύβευμα όσο και μοχλός. Με άλλα λόγια, η αμερικανική διπλωματία και η ανάληψη δράσης ταυτίζονται με το στόχο διατήρησης του καθεστώτος, αλλά ταυτόχρονα και το ίδιο το καθεστώς συνιστά ένα εργαλείο είτε στρατηγικής πρωτοκαθεδρίας σε συγκεκριμένες κρίσιμες περιφέρειες είτε στρατηγικής πίεσης εις βάρος πραγματικών και οιονεί ανταγωνιστών.
Εντός του συγκεκριμένου θεωρητικού πλαισίου, καθίσταται σαφές ότι το κόστος διάρρηξης του καθεστώτος είναι δυσθεώρητο για τις ΗΠΑ και αναμφίβολα αποτελεί την οριογραμμή μεταξύ ανοχής και ανάληψης μέτρων. Όταν η «προβληματική χώρα» λέγεται Ιράκ, τότε τα μέτρα φθάνουν έως τη στρατιωτική επέμβαση. Όταν, όμως, λέγεται Τουρκία, η κλιμάκωση είναι σταδιακή και προσεκτική αφενός με την αποστολή προειδοποιητικών μηνυμάτων (πομπός) και αφετέρου με τη λήψη προπαρασκευαστικών μέτρων (προπομπός).
Η τουρκική περίπτωση αντιμετωπίζεται πολύ προσεκτικά από την Ουάσινγκτον, η οποία προφανώς θα ήθελε να αποφύγει τα λάθη της ΕΣΣΔ που έστειλαν την Άγκυρα στην αγκάλη της πριν περίπου 73 χρόνια. Η λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1945 βρήκε την Τουρκία εν τω μέσω της παντοδυναμίας της κεμαλικής ιδεολογίας, πτυχή της οποίας υπήρξε και η ουδετερότητα ως προς τις διεθνείς διενέξεις με το περίφημο «ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο». Αυτό σήμαινε ότι, παρά την αμφιλεγόμενη στάση της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επίσημη γραμμή ταυτιζόταν με την αποφυγή ένταξης σε αμυντικά σύμφωνα.
Αυτό άλλαξε με την προσχώρηση στο ΝΑΤΟ το 1952, και τα προηγούμενα χρόνια με την αύξηση της στρατιωτικής συνεργασίας ΗΠΑ-Τουρκίας. Η ΕΣΣΔ του Ιωσήφ Στάλιν είχε χάσει μια μεγάλη ευκαιρία να κρατήσει τουλάχιστον ουδέτερη την Τουρκία, διεκδικώντας αλλαγή στο καθεστώς των Στενών και προσάρτηση των επαρχιών του Καρς και του Αρνταχάν. Ενώπιον της σοβιετικής απειλής και του διλήμματος ασφαλείας που αντιμετώπισε, η Τουρκία εξωθήθηκε ή ενδεχομένως απλά νομιμοποίησε ρητορικά την ένταξή της στο Δυτικό στρατόπεδο.
Αναφέρονται τα παραπάνω, καθώς πολλοί διερωτώνται γιατί οι ΗΠΑ δεν είναι πιο αποφασιστικές στην περίπτωση της Τουρκίας.
Μια πλανητική δύναμη δεν είναι «ταύρος εν υαλοπωλείω», ο οποίος σαρώνει άκριτα τα πάντα στο πέρασμά του. Τουναντίον, προσεγγίζει μεθοδικά την κάθε περίπτωση και γι’ αυτό, τόσο η φιλία όσο και η αντιπαλότητά της εξασφαλίζονται με επίδειξη (διαχρονικής, διαθεματικής, διακομματικής) συνέπειας, στοιχείο που ενισχύεται αναλόγως της σημασίας του στρατηγικού συνομιλητή της.
Σε συνάρτηση με όσα υπογραμμίσθηκαν σε προηγούμενο κείμενο, ο «συνετισμός» της Τουρκίας συνιστά το πιθανότερο σενάριο, αλλά όταν πραγματοποιηθεί, το κόστος θα είναι ήδη δυσβάστακτο και θα το έχει επωμιστεί, εκτός βέβαια αν βρεθούν Έλληνες πρόθυμοι να προστρέξουν.
Η Ρωσία αποκτά σταθερά σημαντικό μερίδιο στους εξοπλισμούς αναπτυσσόμενων χωρών και η Τουρκία είναι το πλέον σοβαρό πεδίο της αμερικανορωσικής εξοπλιστικής αντιπαράθεσης. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η ευρύτερη αντιπαράθεση τείνει να θίξει τον πυρήνα των αμερικανικών συμφερόντων, τα οποία αφορούν τη χρήση του δολαρίου στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, με τον αναπληρωτή πρωθυπουργό της Ρωσίας Γιούρι Μπορίσοφ να σημειώνει πρόσφατα, μεταξύ πολλών άλλων, ότι «η Ρωσία θα πρέπει να εγκαταλείψει τη χρήση δολαρίων στις στρατιωτικές της συμβάσεις με άλλες χώρες εκτός από τις ΗΠΑ […] η χρήση του αμερικανικού νομίσματος είναι ένα πρόβλημα που έχει τη δική του λύση».
Αν υπάρξει κλιμάκωση στο επίπεδο των νομισματικών συναλλαγών, τότε τα στρατόπεδα θα σκληρύνουν και οι διακηρύξεις περί πολυδιάστατης διπλωματίας θα είναι απλά ευχολόγια. Αρκεί να θυμίσω ότι η πρώτη απόφαση της ιρακινής κυβέρνησης, η οποία προέκυψε μετά την αμερικανική επέμβαση, ήταν η επαναφορά του δολαρίου στο εμπόριο πετρελαιοειδών, απόφαση που ήταν η τελευταία του Σαντάμ Χουσεΐν.