Στην Πέτρα της Βοιωτίας, στις 12 Σεπτεμβρίου 1829, διεξήχθη η τελευταία μάχη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων (1821-1829). Στην καθοριστική αυτή μάχη, οι επαναστατημένοι Έλληνες νίκησαν τους Τούρκους, υποχρεώνοντάς τους σε συνθηκολόγηση με όρους που ενίσχυσαν τα διπλωματικά επιχειρήματα του Καποδίστρια στην προσπάθειά του για την προς Βορρά επέκταση των ελλαδικών συνόρων.
Ο τουρκικός στρατός «εφαίνετο μεταξύ των θαμνών τόσον πολυάριθμος, ώστε εις τους οφθαλμούς του στρατού μας επαρουσιάζετο ότι ήθελεν μας καταπατήση και διαβή».
Σύμφωνα με τον Κασομούλη, η δύναμή του ανερχόταν σε 4.500 τακτικούς και 3.500 ατάκτους, ο Τρικούπης τούς υπολογίζει σε 5.000, ενώ ο Υψηλάντης υποστηρίζει ότι ξεπερνούσαν τους 7.000. Η υπεροχή των Οθωμανών ήταν συντριπτική, και «όλων η καρδία χτυπούσεν συλλογιζόμενοι ότι δυσκόλως έμελλεν να ανθέξουν εις το πλήθος τούτο. Αμιλλώμενοι όμως και ενθαρρυνόμενοι ένας τον άλλον να βαστάξουν εις την γενικήν ταύτην μάχην, από την οποίαν εκρέμετο η τύχη της Στερεάς Ελλάδος, αποφάσισαν να απεθάνουν και να μη υποχωρήσουν εις την προσβολήν». Ο τακτικός στρατός των Ελλήνων περιχαρακώθηκε σχηματίζοντας τετράγωνο και οι άτακτοι παρατάχθηκαν έως το χωριό Βρασταμίτες, νοτιοανατολικά από την Πέτρα.
Στις 11 Σεπτεμβρίου οι Οθωμανοί δεν προέβησαν σε επιθετική ενέργεια, είτε γιατί ήθελαν να δώσουν ξεκούραστοι τη μάχη είτε γιατί κατασκόπευαν τις θέσεις των Ελλήνων ώστε να τους επιτεθούν συντονισμένα. Όταν ο Κριεζώτης έμαθε ότι έφτασε ο εχθρός, αμέσως «αυτόκλητος πλέον», ενώθηκε με τις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις.
Τα ξημερώματα της 12ης Σεπτεμβρίου οι Έλληνες είδαν το τακτικό τουρκικό στράτευμα να βγαίνει από το περιχαρακωμένο τετράγωνό του και να χωρίζεται σε τρία τμήματα. Το πρώτο προχωρούσε προς την Πέτρα (Ι), το δεύτερο προς το στρατόπεδο του Σκουρτινιώτη (ΙΙΙ), ενώ το τρίτο στο ύψωμα που βρισκόταν η φρουρά του στρατηγείου (ΙV). Το άτακτο πεζικό του Ασλάν μπέη, που οι σημαίες του «εφαίνοντο κυματίζουσαι ως μαύροι όφεις» κινούνταν προς το διάσελο. Όταν οι Τούρκοι πλησίασαν τις ελληνικές θέσεις δόθηκε το σύνθημα να αρχίσουν το γιουρούσι, και με πολεμικές κραυγές ξεχύθηκαν για να καταλάβουν τα ταμπούρια των Ελλήνων.
Καθώς το τρίτο τμήμα και οι Αρβανίτες πλησίασαν σε απόσταση είκοσι μέτρων από τις ελληνικές θέσεις, σταμάτησαν για λίγο για να πάρουν μία ανάσα, επειδή είχαν λαχανιάσει από το τρέξιμο στον ανήφορο. Ήταν σίγουροι ότι με την τελευταία επίθεσή τους θα συνέτριβαν τους Έλληνες. Τότε, όμως, «πυρ σφοδρόν πανταχόθεν από τα ελληνικά οχυρώματα εκραγέν και διευθυνόμενον επί των σωμάτων των ευστόχως», τους καθήλωσε και τους ανάγκασε να πέσουν μπρούμυτα, χωρίς να μπορέσουν να σηκώσουν πια κεφάλι.
Σε βοήθεια των ελληνικών δυνάμεων προσέτρεξαν ο Κριεζώτης και ο Δυοβουνιώτης, και όλοι μαζί, κραυγάζοντας τις νικητήριες ιαχές «Α! Α! Α!», άρχισαν να χτυπάνε το δεύτερο και το τρίτο τουρκικό τμήμα, αλλά και τους Αρβανίτες που προσπαθούσαν να καταλάβουν το διάσελο.
Καθώς η μάχη αρχικά ήταν αμφίρροπη, οι σαλπιγκτές των Ελλήνων στα ταμπούρια της Πέτρας και του διάσελου σάλπισαν «Πυρ!» και «Επάνω τους!». Οι Οθωμανοί, τακτικοί και άτακτοι, «καίτοι ανδρείως και ορμητικώς προχωρήσαντες», δεν μπόρεσαν να αντέξουν την ορμή των Ελλήνων. Πρώτοι υποχώρησαν οι Αρβανίτες, οι οποίοι, εγκαταλείποντας τις δύο σημαίες τους και τα κουφάρια των συντρόφων τους, κατάφεραν να φθάσουν κατατρομαγμένοι στο στρατόπεδό τους. Η υποχώρηση ήταν γενική, αφού και ο τακτικός εχθρικός στρατός, όταν διαπίστωσε ότι απέμενε μόνος του και κινδύνευε να περικυκλωθεί, απελπίστηκε και αποτραβήχτηκε από το πεδίο της μάχης.
Στη μάχη της Πέτρας, από την πλευρά των Τούρκων σκοτώθηκαν εκατό άνδρες, πολλοί τραυματίστηκαν και αρκετοί αιχμαλωτίσθηκαν. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν μόνο τρεις και τραυματίστηκαν δώδεκα.
Οι διαπραγματεύσεις και η σύναψη συνθήκης
Ο Οσμάναγας Ουτσιάκαγας βιαζόταν να βρεθεί στη Μακεδονία και στη Θράκη για να βοηθήσει στη συγκράτηση των ρωσικών δυνάμεων, που απειλούσαν να καταλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν γνώριζε, όπως και οι Έλληνες, ότι ο ρωσοτουρκικός πόλεμος είχε λήξει δέκα ημέρες πριν, στις 2/14 Φεβρουαρίου, με την υπογραφή της συνθήκης της Αδριανούπολης.
Έτσι, στις 13 Σεπτεμβρίου έστειλε τον συνταγματάρχη του Ιππικού (κολ-αγά) Αχμέτ μπέη στον Υψηλάντη, για να διαπραγματευτεί τους όρους που θα επέτρεπαν στον τουρκικό στρατό να διαβεί ανεμπόδιστα από το στενό της Πέτρας. Ο στρατάρχης απαίτησε να του παραδώσουν οι Τούρκοι όλα τα μέρη από τη Λιβαδειά ως τις Θερμοπύλες και την Αλαμάνα. Επειδή ο Αχμέτ μπέης δεν είχε πληρεξουσιότητα να δώσει τέτοιες δεσμεύσεις, ο Υψηλάντης όρισε τον γραμματέα του, Ιωάννη Φιλήμονα, που γνώριζε καλά τουρκικά, να πάνε μαζί στη σκηνή του Οσμάναγα για να του μεταφέρει τις προτάσεις του, όπως και έγινε.
Ο Φιλήμονας με τον Αχμέτ μπέη επέστρεψαν στο ελληνικό στρατηγείο, κομίζοντας δύο γράμματα: το ένα του Οσμάναγα που αποδεχόταν τις προτάσεις του Υψηλάντη, και το άλλο του Ασλάν μπέη, ο οποίος συμφωνούσε να παραδώσει τη Λιβαδειά, το Κατίκου Χάνι και το Τουρκοχώρι, όχι όμως τη Φοντάνα, τις Θερμοπύλες και την Αλαμάνα, καθώς γι’ αυτά, όπως υποστήριζε, έπρεπε να λάβει σχετικές οδηγίες από τον «αφέντη του» στη Λάρισα.
Και οι δύο, όμως, επέμεναν να τελειώσουν τις συνθήκες «εντελώς απόψε και αύριον να τραβήξωμεν με την ησυχίαν εκείνην, την οποίαν θεμελιώνομεν εις τον λαμπρόν χαρακτήρα σας».
Ο Υψηλάντης στάθηκε ανυποχώρητος στο ζήτημα της Φοντάνας, αφού η κατοχή αυτής της θέσης, από όπου περνούσε ημιονικός δρόμος, εξασφάλιζε τη Λοκρίδα από επιδρομές του εχθρού. Τότε ο Αχμέτ μπέης, που είχε ιδιαίτερες οδηγίες από τον Οσμάναγα, συμφώνησε, και ο Φιλήμονας συνέταξε, σύμφωνα με τις οδηγίες του Υψηλάντη, συνθήκη με την οποία:
Ο Δημήτριος Υψηλάντης:
- Υπόσχεται να αδειάση το επάνω μέρος της Πέτρας ευρισκόμενον υπό την υπεράσπισιν του Β΄ χιλιάρχου Χρ. Χ. Πέτρου (Χατζηπέτρου), άμα εξημερώση και αλλαχθώσι τα αμοιβαία ενέχυρα.
- Δίδει όσους έχει εις το στρατόπεδόν του αιχμαλώτους Τούρκους, άμα δοθούν οι ευρισκόμενοι εις το τουρκικόν στρατόπεδον αιχμάλωτοι Έλληνες.
- Δίδει τρία αμοιβαία ενέχυρα εις τον Οτζάκ αγάν Οσμάνην, τον Α΄ πεντακοσίαρχον της Δ΄ χιλιαρχίας Ν. Πανουριάν, τον Α΄ πεντακοσίαρχον της Ε΄ χιλιαρχίας Τόλιαν Νικολάου και τον εκατόνταρχον ιππέα Μοναστηρλήν.
- Συντροφεύει το στρατόπεδον το τουρκικόν με την ανήκουσαν δύναμιν προς ασφάλειάν του μέχρι της Μπουδουνίτσας, όπου θέλουσιν αλλαχθή και τα ενέχυρα.
Ο Οσμάναγας Ουτσιάκαγας και ο Ασλάν μπέης Μουχουρδάρης υπόσχονται:
- Εις το πέρασμά των από της Πέτρας μέχρι Μπουδουνίτσας να μη κάμωσι την παραμικράν ζημίαν εις τους εγκατοίκους, τα γεννήματα και τα ζωντανά των.
- Να λάβωσι πλησίον των τας ευρισκομένας φυλακάς των εις την πόλιν της Λεβαδείας, εις το Χάνι του Κατίκου, το Τουρκοχώρι και την Φοντάνα, δηλονότι να αδειάσουν εντελώς όλας αυτάς τα θέσεις και εις την Μπουδουνίτσαν μέχρι των Θερμοπυλών και της Αλαμάνας να αφήσωσι μόνην την ευρισκόμενην εις αυτάς τας θέσεις φρουράν, χωρίς να κάμωσι προσθήκην καμμίαν.
- Δίδουσιν εκ μέρους των ο μεν Οτζάκ-αγάς Οσμάνης δύο ενέχυρα, τον Αχμέτ μπέην Κολ-αγάν και τον Καχρεμάν αγάν Κολ-αγάν. Ο δε Ασλάν μπέης Μουχουρδάρης τον Μπουλούκμπασην Νουρ-Εντινά-αγάν.
- Το κίνημα του τουρκικού στρατοπέδου διά της Πέτρας θέλει αρχίσει εκ προειδοποιήσεως του Στρατάρχου, άμα ενεργηθή τέλεια η αλλαγή των αμοιβαίων ενεχύρων και αδειάση το οχύρωμα το επάνω της Πέτρας.
- Δίδουσιν όσους έχουσιν Έλληνας αιχμαλώτους εις το στρατόπεδόν των, πριν λάβωσι την είδησιν της διαβάσεώς των διά της Πέτρας.
Στη συνθήκη αυτή, ο Υψηλάντης επισύναψε και μια ξεχωριστή επιστολή προς τους δύο Οθωμανούς αρχηγούς, με την οποία τους διαβεβαίωνε «ως προς την ήσυχον οδοιπορίαν σας».
Πράγματι, ο Φιλήμονας έφερε στο ελληνικό στρατηγείο τη συνθήκη υπογεγραμμένη και από τους δύο Τούρκους στρατηγούς, με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου 1829.
«Καλό δρόμο!»
Στις 14 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι διάβηκαν ελεύθερα από την Πέτρα. Μπροστά προπορευόταν ένα μέρος του ελαφρού ιππικού τους, ακολουθούσε το τακτικό πεζικό με τα φορτηγά στη μέση και ύστερα το άτακτο πεζικό με τον Ασλάν μπέη και άμαξες με τη σύζυγο του Οσμάναγα Ουτσιάκαγα και το υπόλοιπο χαρέμι του. Τελευταίοι βρίσκονταν, έφιπποι, ο Οσμάναγας με τους ανώτερους αξιωματικούς.
Όταν το ασκέρι έφθασε απέναντι από την Πέτρα, ο Οσμάναγας φώναξε: «Υψηλάντη μπέη! Υψηλάντη μπέη! Αλλάχ αμανέτουλα!», που σημαίνει «Ο Θεός μαζί σου!».
Με εντολή του Υψηλάντη, ο ελληνικός στρατός ανταπέδωσε φωνάζοντας: «Ούρουλα! Ούρουλα!», που σημαίνει «καλό δρόμο! καλό δρόμο!». Σε λίγο, οι Τούρκοι χάθηκαν από τον ορίζοντα, βαδίζοντας προς τη Λιβαδειά. Υστερα από 373 χρόνια σκλαβιάς, ο τουρκικός στρατός δεν θα περνούσε ξανά πια από τα μέρη εκείνα.
Δημήτριος Υψηλάντης
Σύμφωνα με τη συνθήκη, ο Δυοβουνιώτης και ο Κριεζώτης ακολουθούσαν τον τουρκικό στρατό έχοντας μαζί τους τους τρεις Τούρκους ομήρους. Την ίδια ημέρα, ο Υψηλάντης έστειλε στον Οσμάναγα Ουτσιάκαγα, με τον Φιλήμονα, «αποδεικτικόν της καλής διευθύνσεως της μάχης και της ανδρείας του στρατού του», για να τον διασφαλίσει από τυχόν δυσμενείς ποινές που θα του επέβαλαν οι ανώτεροί του. Παράλληλα, ο Έλληνας στρατάρχης ικανοποίησε και ένα άλλο αίτημα του Οσμάναγα, επιτρέποντας στους Τούρκους τραυματίες που είχαν μείνει πίσω για περίθαλψη, να διαβούν ελεύθερα από τις ελληνικές περιοχές για να τον συναντήσουν. Όταν οι Τούρκοι έφθασαν στη Βουδουνίτσα, αντάλλαξαν με τους Έλληνες τους ομήρους και αποχαιρετίστηκαν.
Μετά τη μάχη αυτήν, ο Καποδίστριας επειδή πιεζόταν από τον αντιπρέσβη της Αγγλίας στον Πόρο, διέταξε να σταματήσουν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, για να μη διατυπώνεται μομφή εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης ότι παραβιάζει τη συμφωνία περί ανακωχής. Μάλιστα, σε απάντησή του προς τον Ντόκινς, υποστήριξε ότι τα ελληνικά στρατεύματα υπό τον Υψηλάντη δεν ήταν κυβερνητικά, αλλά ντόπιοι Έλληνες ένοπλοι, που απώθησαν τους Τούρκους.
Χωρίς αμφιβολία, στη νικηφόρα έκβαση της μάχης της Πέτρας συνέβαλαν καθοριστικά ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και ο Δημήτριος Υψηλάντης.
Ο Καποδίστριας, συνειδητοποιώντας τη μεγάλη σημασία που θα είχε η νικηφόρα έκβαση της μάχης στις διαπραγματεύσεις για τη χάραξη των συνόρων της Ελλάδας, με επίμαχο έδαφος τη Στερεά, καθόρισε ο ίδιος, με τις εντολές του, το τμήμα της διαδρομής όπου θα έπρεπε να χτυπηθεί ο εχθρός. Έστειλε τον Ανδρέα Μεταξά, που ανήκε στο στρατιωτικό επιμελητήριο, να ανασυντάξει το στρατόπεδο της Θήβας, να διενεργήσει τις πληρωμές και ταυτόχρονα να πείσει τον Υψηλάντη «να επισυνάξη το στράτευμα και να το τάξη σκεπαστικώς προς Λεβαδίαν», υποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την κατάληψη οχυρού σημείου μεταξύ της Θήβας και της Λιβαδειάς.
Ιωάννης Καποδίστριας
Ένας Υψηλάντης, ο Αλέξανδρος, κήρυξε την ελληνική επανάσταση στη Μολδοβλαχία το 1821, και ο αδερφός του, Δημήτριος, έδωσε την τελευταία νικηφόρα μάχη στα στενά της Πέτρας. Ο Δημήτριος Υψηλάντης αποτελεί πρότυπο ανιδιοτελούς και γενναίου πατριώτη. Αριστοκράτης που πίστευε στη δημοκρατία, αγωνιστής απλός στα Δερβενάκια, κρατήθηκε μακριά από τον θλιβερό εμφύλιο πόλεμο και πολέμησε γενναία εναντίον του Ιμπραήμ στους Μύλους της Λέρνης. Μετά την έλευση του Καποδίστρια, ως πρώτος στρατάρχης συνέβαλε καθοριστικά στην οργάνωση του επαναστατικού στρατού σε τακτικό εθνικό στρατό. Δαπάνησε όλη σχεδόν τη μεγάλη πατρική περιουσία του για τις ανάγκες του αγώνα και δεν του έμεινε παρά μόνο το σπαθί του. Μετά τη μάχη της Πέτρας αποσύρθηκε, καθώς μάλιστα δεν μετείχε στα κόμματα που δημιούργησε η ξένη προπαγάνδα. Πέθανε στο Ναύπλιο το 1832, σε ηλικία μόλις 39 ετών, με μόνη την ικανοποίηση ότι είδε ανεξάρτητη την Ελλάδα.
Μιχαήλ Ντασκαγιάννης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975.
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 3, Ελληνικά Γράμματα.
Ιστορία των Ελλήνων, Η ελληνική επανάσταση, τ. 9, Δομή.
Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833.
Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τ. 12ος, Μέλισσα, Αθήναι 1960.
Δημήτρης Φωτιάδης, Η επανάσταση του 1821, τ. 4ος, Αθήναι 1971-1972.
- Πηγή: militaryhistory.gr.