Ο Θερμαϊκός στεκόταν ατσαλάκωτος. Δυο μεγάλα φορτηγά πλοία άραζαν σε μια ευθεία ακίνητα∙ είχε γυρίσει το ένα την πρύμνη του στ’ άλλο σαν να ’ταν μαλωμένα. Για τα φωτάκια που τρεμοπαίζουν στην απέναντι στεριά, εκατό φορές φορές έχω ρωτήσει: τι είναι εκεί; Όλο το ξεχνάω∙ κι από προσανατολισμό μηδέν.
Η κουβέντα κυλούσε όμορφα αυτό το βράδυ στη μέση του καλοκαιριού, στην άκρη της βεράντας του διαμερίσματος που έβλεπε στον Θερμαϊκό.
Πώς θα γινόταν αλλιώς με αυτήν την παρέα; Με τον Γιάννη και τον Τάσο στο πατρικό του σπουδαίου λογοτέχνη μας, του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου. Πάντοτε πλουμισμένες αυτές οι κουβέντες με ιστορίες και πνευματικά στολίδια ανεπιτήδευτα και ανεκτίμητα. Αυτά είναι σαν κοσμήματα που στολίζουν μια νύφη νέα, όμορφη και γελαστή. Όχι σαν εκείνα που στέκονται επιδεικτικά στραφταλίζοντας παράταιρα πάνω στον ζαρωμένο λαιμό καμιάς γριάς αριστοκράτισσας.
Η νύφη του Θερμαϊκού, βέβαια, όπως κι αν στολίζεται, εμένα δεν το κατάφερε ποτέ να με κάνει δικό της. Έφυγα απ’ τη Φλώρινα τη γενέτειρά μου στα 18, κι αν τα υπολογίσει κανείς, είναι πιο πολλά τα χρόνια που μένω στη Θεσσαλονίκη. Αλλά ακόμα και σήμερα νιώθω σαν μέτοικος εδώ πέρα. Ίσως με κάποιον τρόπο μαγικό να ’ναι περασμένη στα ποντιακά μου γονίδια μια μόνιμη αίσθηση αποίκου, και να μη δένεται γερά η ψυχή μου με την κάθε γη που βρίσκεται κάτω απ’ τα πόδια μου. Κάποιος μηχανισμός προφύλαξης ίσως.
Ίσως πάλι να ’ναι η μνήμη του θανάτου κι ο πόθος της Άνω Ιερουσαλήμ που στέκεται στο βάθος της ψυχής μου σαν την πρώτη βαφή παλιού σχολικού θρανίου. Βαθιά κάτω από στρώματα κι άλλα στρώματα σκούρας πράσινης μπογιάς που πρέπει κανείς να ξύσει για ν’ αποκαλύψει το σκονάκι που ’γραψαν μαθητές αρχαίοι. Για να κλέψουν σε κάποιο τελικό διαγώνισμα, είχαν γράψει κάτι που αποκαλεί τους κατοίκους της γης «ενοικούντες».
Εκεί, πάντως, έφτασε κάπως κι η συζήτησή μας την καλοκαιρινή βραδιά στην οποία αναφέρομαι. Σ’ αυτό που οι πατέρες της Ορθοδοξίας ονομάζουν μνήμη θανάτου.
Θυμήθηκε λοιπόν ο Αλέξανδρος πως την ανακομιδή των οστών από το μνήμα την λέγαν «ξεσταύρωμα» κάποτε στην κεντρική Μακεδονία – ίσως και αλλού, δεν το ξέρω. Γέμισε το αδύναμο αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα με οσμή ευωδίας πνευματικής. Έφτανε απ’ τ’ Άγιον Όρος ένα λεπτό άρωμα θυμιάματος. Ενεστώς αντικείμενο μέλλουσας μνήμης, άρωμα του αιωνίου ευ ζην.
Μας είπε πάνω σ’ αυτό ιστορίες ωραίες. Εξέφρασε και την αγωνία του γιατί η λέξη αυτή έχει σχεδόν χαθεί – κάτι έπρεπε να γίνει. Θυμάμαι καλά πως εκείνη την ώρα σκέφτηκα: κοίτα πώς είναι οι κανονικοί λογοτέχνες… Όπως οι οικολόγοι, οι βιολόγοι και οι κτηνίατροι της άγριας ζωής πασκίζουν για να σωθεί κάποιο είδος ζώου που κινδυνεύει με εξαφάνιση, έτσι κάνει κι ο Αλέξανδρος για να σώσει μια όμορφη λέξη ελληνική.
Κι έχεις κάτι άλλους που έχει βαλθεί το σύστημα να μας κάνει να το καταπιούμε με το στανιό πως είναι λογοτέχνες, που κυνηγάν τις λέξεις σαν τους λαθροκυνηγούς. Τις σκοτώνουν για να τους πάρουν τα κέρατα, τα δόντια, τα πτερύγια.
Τα μοσχοπουλάν ύστερα για στολίδια ή για να τα κάνουν λαβές σε μαχαίρια, ή τα κονιορτοποιούν για να τα κάνουν σκόνες με αφροδισιακές –δήθεν– ιδιότητες.
Τελικά, φαίνεται πως ο Αλέξανδρος το έκανε το καθήκον του. Στην έκδοση του πρώτου σαββατοκύριακου αυτού του Σεπτεμβρίου της εφημερίδας Τα Νέα, είδα δημοσιευμένο ένα σύντομο διήγημά του σε ολοσέλιδο. Ο τίτλος είναι –πώς αλλιώς;– «Το ξεσταύρωμα». Πρόκειται για ένα υπέροχο διήγημα. Ξεκινώντας την ανάγνωσή του η ψυχή σου τροχοδρομεί, έπειτα επιταχύνει κι ύστερα στο τέλος απογειώνεται. Μέσα από τα ολόλευκα νέφη της μνήμης του θανάτου και της χαρμολύπης φτάνει στο φως της αγιοπνευματικής κοινωνίας των εν ζωή με τους τεθνεώτες μέσα στην Εκκλησία.
Όσο σκέφτομαι αυτήν τη λέξη, τόσο συνειδητοποιώ το βάθος της και παράλληλα τη σοφία και την ουσιώδη θεολογική κατάρτιση των απλών ανθρώπων, των παππούδων και των γιαγιάδων μας. Ξεσταυρώνεις, λέει∙ δηλαδή, αποκαθηλώνεις τον Εσταυρωμένο από το Σταυρό του. Στον παραλληλισμό αυτό της ανακομιδής, τα οστά που παραμένουν άφθαρτα συμβολίζουν τη διαχρονική, την αθάνατη φύση μας, δηλαδή την ψυχή. Ενώ η εκλιπούσα σάρκα συμβολίζει το εφήμερο σώμα μας. Κατ’ αυτήν την έννοια, η σάρκα –το θνητό μας σώμα– είναι παράλληλα ο φορέας της μαρτυρίας και ο Σταυρός του μαρτυρίου μας μέσα σ’ αυτήν τη ζωή. Ενός μαρτυρίου, όμως, που δύναται να οδηγήσει στην αθανασία και την αιώνια χαρά κι ευτυχία.
Στο διήγημά του ο λογοτέχνης μας μνημονεύει τη ρήση του γεννημένου στη Θεσσαλονίκη Αγίου Νικολάου του Καβάσιλα: «ημείς νικώμεν, νικώντων των άλλων».
Έχω την πεποίθηση ότι η φράση αυτή δεν αναφέρεται μόνο στην άλλη ζωή: στην τελική νίκη των κατά κόσμον νικημένων φτωχο-Λάζαρων. Είναι αποκαλυπτική των επεμβάσεων του Θεού στον κόσμο για την πραγμάτωση αιτημάτων της προσευχής των δικαίων. «Πάντα τα οστά» των πατέρων και των μητέρων μας και των ηρώων του ελληνισμού, όταν όντως «ξεσταυρώνονται», προφητεύουν και «ερούσι· Κύριε, τις όμοιός σοι; ρυόμενος πτωχόν εκ χειρός στερεωτέρων αυτού και πτωχόν και πένητα από των διαρπαζόντων αυτόν».