Δύο Τούρκοι στρατιωτικοί συνελήφθησαν χθες στα σύνορα του Έβρου, υπό συνθήκες που δεν διασαφηνίζονται επαρκώς από την ανακοίνωση του ΓΕΣ. Οι δύο Τούρκοι παραδόθηκαν στις Αρχές της πατρίδας τους με απόφαση που ελήφθη σε πολιτικό μάλλον επίπεδο, αφού συνομίλησαν τηλεφωνικά ο Έλληνας υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος και ο Τούρκος ομόλογός του Χουλουσί Ακάρ.
Για ορισμένους αναλυτές η εξέλιξη αυτή ήταν η ενδεδειγμένη, αφού θέση της Ελλάδας είναι ότι ανάλογα φαινόμενα συμβαίνουν σχεδόν καθημερινά στα σύνορα.
Θα ήταν μια ορθή στάση αν δεν είχε μεσολαβήσει η σύλληψη και η εξάμηνη κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στην Αδριανούπολη. Μετά το γεγονός αυτό ανάλογες υποθέσεις προσλαμβάνουν, ως ένα βαθμό και για κάποιο χρονικό διάστημα, πολιτικό χαρακτήρα.
Η Ελλάδα στη μακροχρόνια αντιπαράθεση με την Τουρκία προσπαθεί να πείσει τη διεθνή κοινότητα ότι σέβεται το διεθνές δίκαιο και είναι κράτος δικαίου – σε αντίθεση με τη γείτονα. Με βάση τις αρχές αυτές, ο χειρισμός της υπόθεσης των δύο Τούρκων στρατιωτικών που συνελήφθησαν στον Έβρο δεν ήταν ο ενδεδειγμένος.
Καταρχάς, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν μπορούσαν να αποφασίσουν οι στρατιωτικές ή οι πολιτικές Αρχές για την απελευθέρωσή τους, ή υπάρχει νομικό πρόβλημα με την παράδοσή τους χωρίς δικαστική απόφαση. Έγκυρες –και έμπειρες– δικαστικές πηγές θεωρούν πως δεν υπάρχει σοβαρό ζήτημα από αυτής της πλευράς.
Οι στρατιωτικές ή αστυνομικές Αρχές θα μπορούσαν να εκτιμήσουν επιτόπου αν υπήρξε σοβαρό αδίκημα.
Πέραν όμως από αυτήν την προσέγγιση, το θέμα έπρεπε να λάβει πολιτικές διαστάσεις για να καταφανεί πως η Ελλάδα έχει μια άλλη, πιο διαλλακτική, πιο ανθρωπιστική και πιο φιλική προσέγγιση στο ζήτημα αυτό που αποτελεί ρουτίνα στα σύνορα, και πως λειτουργεί, πράγματι, ως κράτος δικαίου. Κι αυτό να καταφανεί και στη διεθνή και στην τουρκική κοινή γνώμη. Η ευκαιρία χάθηκε χωρίς αυτό το όφελος.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, οι ελληνικές Αρχές έπρεπε να προκαλέσουν την παρέμβαση της Δικαιοσύνης, να οδηγήσουν τους δύο στο αυτόφωρο, να πάρει το θέμα διαστάσεις –ενδεχομένως και διεθνείς–, και στο δικαστήριο να υπάρξει ή αθώωση, με βάση τις μαρτυρίες των στρατιωτικών, ή φυλάκιση με αναστολή.
Το μήνυμα, έτσι, προς την Τουρκία και τη διεθνή κοινότητα θα ήταν πως η Ελλάδα είναι πράγματι κράτος δικαίου, και συμπεριφέρεται πολύ διαφορετικά από την Τουρκία. Χώρια που η Άγκυρα θα εκλάμβανε και ένα μήνυμα ελληνικής αποφασιστικότητας, κάτι που έχουν ανάγκη οι διμερείς σχέσεις.
Υπάρχει και το ενδεχόμενο η απόφαση να ήταν καταδικαστική χωρίς αναστολή. Και να οδηγηθούν οι δύο στις φυλακές. Στην περίπτωση αυτή ο νόμος δίνει το δικαίωμα στο υπουργικό συμβούλιο να αποφασίσει την απελευθέρωσή τους ύστερα από πρόταση του υπουργού Δικαιοσύνης.
Το πολιτικό μήνυμα σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν ακόμη πιο ισχυρό.
Τέλος, υπάρχει ζήτημα και με την ανακοίνωση του ΓΕΣ. Σύμφωνα με αυτήν, οι δύο Τούρκοι αποτελούσαν περίπολο. Ο ένας εξ αυτών εισήλθε στην ελληνική πλευρά του Έβρου χάνοντας τον προσανατολισμό του. Το ερώτημα που θέτουν άνθρωποι που γνωρίζουν την περιοχή είναι πώς βρέθηκε στην ελληνική πλευρά χωρίς να το αντιληφθεί, αφού χρειάστηκε να περάσει τον Έβρο. Ο δεύτερος Τούρκος συνελήφθη άοπλος (ενώ έκανε περίπολο), περνώντας και αυτός τον Έβρο, ψάχνοντας τον πρώτο.
Ο Έβρος είναι το σύνορο των δύο χωρών και οι δύο Τούρκοι τον διέβησαν χωρίς να αντιληφθούν ότι εισήλθαν σε ελληνικό έδαφος. Κάτι δεν πάει καλά σ αυτήν την αφήγηση.
Ο στρατός είναι ένας θεσμός με υψηλό βαθμό σεβασμού και εκτίμησης από την ελληνική κοινή γνώμη, και αυτό το στάτους πρέπει να το διατηρήσει. Γι’ αυτό θα πρέπει ο δημόσιος λόγος του να είναι πιο πειστικός.