Με τον όρο «Σεπτεμβριανά» καθιερώθηκε να αναφέρεται στην ιστοριογραφία το οργανωμένο πογκρόμ της νύκτας 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου του 1955, όταν ο καθοδηγούμενος από το τουρκικό παρακράτος όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια, κυρίως εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, δημιουργώντας κλίμα τρομοκρατίας και ανασφάλειας.
Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για να γνωρίσει κάποιος τον ρόλο του τουρκικού κράτους και παρακράτους στο πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 είναι αυτό της Τουρκάλας ιστορικού Ντιλέκ Γκιουβέν με τίτλο: Εθνικισμός, Κοινωνικές Μεταβολές και Μειονότητες: Τα επεισόδια εναντίον των μη μουσουλμάνων της Τουρκίας, 6/7 Σεπτεμβρίου 1955 (Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 2006).
Η έρευνά της στηρίχθηκε στο ανέκδοτο υλικό του στρατιωτικού δικαστή Φαχρί Τσοκέρ, ο οποίος διεξήγαγε τις ανακρίσεις και συνέταξε τη δικογραφία της υπόθεσης.
Για πρώτη φορά δημοσιεύονται έγγραφα, στην πλειονότητά τους επίσημα, που επιβεβαιώνουν την ενεργή συμμετοχή του στρατού και της Αστυνομίας στα γεγονότα μέσα σε ένα γενικότερο σχέδιο όπου, κατά τη συγγραφέα, «όλα είχαν σχεδιαστεί από καιρό με κάθε λεπτομέρεια και αποτελούσαν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου κατά των μειονοτήτων».
O βασικός σκοπός της κρίσης, σύμφωνα με την Γκιουβέν, ήταν να αποδυναμωθούν αριθμητικά οι μειονότητες. Η έκρηξη στη Θεσσαλονίκη ήταν η αφορμή, ενώ το κυπριακό ζήτημα δεν αποτελούσε τη βασική αιτία για τις επιθέσεις. Την περίοδο βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη η δημιουργία του «εθνικού κράτους» που είχε ξεκινήσει με την ίδρυση της τουρκικής Δημοκρατίας. Από τη δεκαετία του ’20 η ηγεσία της Τουρκίας δεν εμπιστευόταν τις μειονότητες, φοβούμενη ότι θα συνεργάζονταν με τους ομοεθνείς τους, που ζούσαν στα γειτονικά ανεξάρτητα κράτη. Σε έκθεση που είχε συνταχθεί το 1944 υπογραμμιζόταν ότι «οι Ρωμιοί είναι η πολυπληθέστερη και η πλέον επικίνδυνη μειονότητα γιατί μπορεί να συνεργαστεί με την Ελλάδα». Αυτό μαρτυρεί γιατί οι Έλληνες δέχθηκαν τον μεγαλύτερο όγκο των επιθέσεων χωρίς ωστόσο να είναι οι μόνοι.
Το σχέδιο, σύμφωνα με την έρευνα της Τουρκάλας ιστορικού, υλοποίησαν στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, οι μυστικές υπηρεσίες, των οποίων τα μέλη ήταν κυρίως στρατιωτικοί και το σωματείο «Η Κύπρος είναι τουρκική». Στις 6 Σεπτεμβρίου, στις ρωμαίικες συνοικίες έκαναν την εμφάνισή τους ομάδες 20-30 ανδρών. Πριν ακόμη κυκλοφορήσει η έκτακτη έκδοση της εφημερίδας Istanbul Express, έγινε γνωστό ότι «έβαλαν βόμβα στο σπίτι του Ατατούρκ». Οι φοιτητές άρχισαν να βγάζουν εμπρηστικούς λόγους σε διάφορα μέρη, κυρίως στην πλατεία Ταξίμ. Σε κάθε ομάδα υπήρχε ένας ή ακόμη και τρεις καθοδηγητές που υποδείκνυαν στο φανατισμένο πλήθος πού να χτυπήσει σύμφωνα με τους καταλόγους τους.
Έτσι ξεχώριζαν ένα ελληνικό κατάστημα από ένα τούρκικο, το οποίο άφηναν άθικτο.
Στην πραγματικότητα, το καθεστώς των Νεοτούρκων που εγκαθιδρύθηκε το 1908, πέρα από το ότι εγκαινίασε τις πολιτικές διαστάσεις μιας επανάστασης στρατιωτικών, αποπειράθηκε επίσης να προβεί σε μία πιο άμεση παρέμβαση στην οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας. Όντας υπό την επιρροή μίας θετικιστικής ιδεολογίας που οδηγούσε κατευθείαν στην ελιτιστική κοινωνική οργάνωση, οι νεότουρκοι θεωρούσαν ότι ήταν θεμελιακής σημασίας η δημιουργία μίας «εθνικής οικονομίας». Μην έχοντας πλέον εμπιστοσύνη στην αναδυόμενη αστική τάξη των Ελλήνων και Αρμενίων, επειδή ήσαν υπερβολικά προσδεδεμένη στα ξένα συμφέροντα, άρχισαν να προωθούν τη λιγότερο μεταπρατική αστική τάξη μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Για τον σκοπό αυτό, επιχείρησαν να επιστρατεύσουν τον ιδιαίτερα ενισχυμένο στρατιωτικό-γραφειοκρατικό μηχανισμό προς την κατεύθυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η επιτυχία αυτής της προσπάθειας, ωστόσο, παρεμποδίστηκε για δύο τουλάχιστον λόγους: πρώτο, το εξωτερικό χρέος της αυτοκρατορίας είχε δημιουργήσει μία κατάσταση εξάρτησης από τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις αφού μπορούσαν να ελέγξουν τους περισσότερους από τους οικονομικούς πόρους που ήταν δυνατό να επιστρατευθούν -η διαχείριση του εξωτερικού χρέους απαιτούσε άμεσα περισσότερο του ενός τετάρτου των κρατικών εσόδων και ασκούσε υπερβολική επίδραση, επειδή ο κρατικός προϋπολογισμός είχε γίνει χρόνια ελλειμματικός, με το έλλειμμα να καλύπτεται μέσα από ετήσιες επισωρεύσεις στην εξωτερική χρέωση. Δεύτερο, η ομάδα της επίδοξης αστικής τάξης που επιλέχθηκε να προωθηθεί από τους νεότουρκους δεν βρισκόταν σε κέντρο του εμπορίου αλλά στην περιφέρεια και δεν μπορούσε να διαμορφώσει μία ανεξάρτητη βάση οικονομικής εξουσίας. Έτσι, αντί μίας συμμαχίας, η κατάσταση ήταν πλησιέστερα σε μία κηδεμονία, με τη στρατο-γραφειοκρατική ελίτ να ελέγχει τις πηγές του πλεονάσματος, που το κατένειμε μέσα από μία επιλεκτική χρησιμοποίηση των παραδοσιακών προνομίων του κράτους.
Η βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων και Αρμενίων κατά τη διάρκεια της περιόδου 1916-1923 επέτρεψε στη στρατο-γραφειοκρατική ελίτ να αποκτήσει μεγάλο μέρος στον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της χώρας, όχι όμως πλήρη. Η αδυναμία των μουσουλμανικών αλλά και των λιγοστών εναπομεινασών μη μουσουλμανικών αστικών οικογενειών να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας στη δεκαετία του ’20, περίοδο κατά την οποία η Συνθήκη της Λοζάνης έθετε διάφορους περιορισμούς στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του Ατατούρκ, έδωσε την ευκαιρία στη στρατο-γραφειοκρατική ελίτ, μέσω της εφαρμογής του κρατικισμού (etatism), να νομιμοποιήσει την παρέμβαση του κράτους σε όλους σχεδόν τους τομείς της εθνικής οικονομίας. Με τα Σεπτεμβριανά, πλέον, συντελείται η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, δηλαδή της πλήρους τουρκοποίησης της οικονομίας.
Αθώωσαν τους ενόχους
Μετά τα γεγονότα κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και ξεκίνησε η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης. Στην πρώτη δίκη οι κατηγορούμενοι, ανάμεσα στους οποίους και τα μέλη του σωματείου «Η Κύπρος είναι τουρκική», αθωώθηκαν, προκειμένου να μην αποκαλύψουν τα ονόματα των οργανωτών των επιθέσεων. Ο Φαχρί Τσόκερ, το αρχείο του οποίου αποτελεί τη βάση του βιβλίου, ήταν ο δικαστής του 2ου Δικαστηρίου Μπέγιογλου. Τότε του είχαν ζητήσει να αποκρύψει τα στοιχεία που προέκυπταν από την έρευνά του, προκειμένου να επιρρίψουν τις ευθύνες για τα γεγονότα στους κομμουνιστές.
Για 45 χρόνια φύλαγε τον φάκελο με τα αποδεικτικά έγγραφα, κατηγορητήρια, τον κατάλογο των συλληφθέντων, τα ονόματα των ιδιοκτητών των καταστημάτων που καταστράφηκαν, καθώς επίσης και περίπου 200 φωτογραφίες τραβηγμένες από την Ασφάλεια και ξένους δημοσιογράφους. Στις φωτογραφίες φαίνονται οι αστυνομικοί να γελούν και να βοηθούν τους δράστες, ακόμη και να καταστρέφουν. Ο συνταξιούχος στρατηγός, ίσως επειδή τον ενοχλούσε η συνείδησή του, άφησε τον φάκελο αυτό στο Ίδρυμα Ιστορίας ζητώντας να αξιοποιηθεί, όπως και έγινε, μετά τον θάνατό του.
Αναδημοσίευση από philenews.com / Χρήστος Ιακώβου.