Μέρος του «οπλοστασίου» μια χώρας για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των καιρών, είναι η αξιοπιστία, η εθνική αξιοπρέπεια και η αποτελεσματικότητα της εξωτερικής της πολιτικής.
Θυμάμαι ότι τη δεκαετία του 1990, αποδελτιώνοντας τον τουρκικό Τύπο σε διπλωματική Αρχή της πατρίδας μας όπου υπηρετούσα, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ένα γεγονός, ένα διπλωματικό επεισόδιο που είχε συμβεί μεταξύ Συρίας και Τουρκίας. Δύο υπουργοί της τουρκικής κυβέρνησης –ένας ήταν ο υπουργός Γεωργίας– έκαναν επίσημη επίσκεψη στη Δαμασκό. Σε κάποια στιγμή τους έβαλαν να καθίσουν σε δυο πολυθρόνες με φόντο ένα πορτρέτο του τότε προέδρου της Συρίας, Χαφέζ αλ Άσαντ. Όταν πήγαν να τους φωτογραφίσουν, σηκώθηκαν όρθιοι και αρνήθηκαν να φωτογραφηθούν κάτω από τη φωτογραφία του, γιατί θα έδιναν λάθος μηνύματα στον τουρκικό λαό και τη διεθνή κοινότητα, αφού με την πράξη τους αυτή θα ήταν σαν να συναινούσαν με τη φιλοκουρδική πολιτική του Άσαντ και συγκεκριμένα με τη στήριξη που παρείχε στο PKK, φιλοξενώντας στη Δαμασκό τον αρχηγό του Αμπντουλάχ Οτζαλάν.
Μερικά χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 2010, ο υφυπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, Ντάνι Αγιαλόν, δεχόμενος στο γραφείο του τον πρέσβη της Τουρκίας στο Τελ Αβίβ Ογούζ Τσελικόλ, σε εθιμοτυπική επίσκεψη στον νεοδιορισθέντα υφυπουργό, τον έβαλε να καθίσει σε μια πολυθρόνα χαμηλότερη από τη δική του, δεν έβαλε στο τραπέζι τη σημαία της Τουρκίας και δεν έκανε την καθιερωμένη χειραψία με τον επίσημο επισκέπτη του. Ο Αγιαλόν, μπροστά στους δημοσιογράφους που απαθανάτισαν την επίσκεψη και πήραν φωτογραφικά πλάνα, καλωσορίζοντας τον Τούρκο πρέσβη, του εξέφρασε τη δυσαρέσκεια της κυβέρνησής του για την τηλεοπτική σειρά «Η κοιλάδα των λύκων» («Kurtlar Vadisi»), η οποία σπέρνει το σπόρο του αντισημιτισμού στην τουρκική κοινωνία. Ο Τσελικόλ είπε ότι δεν είδε την τηλεοπτική σειρά και τόνισε ότι δεν υπάρχει αντισημιτισμός στην Τουρκία.
Ο Αγιαλόν στη συνέχεια στράφηκε προς τους δημοσιογράφους και είπε στα εβραϊκά: «Προσέξτε, εμείς καθόμαστε σε ψηλές καρέκλες κι αυτόν τον βάλαμε σε χαμηλή, ενώ στο τραπέζι είναι μόνο η δική μας σημαία και δεν χαμογελάμε καθόλου».
Ο Τσελικόλ ρώτησε «γιατί υπάρχουν τόσοι δημοσιογράφοι στη συνάντηση;». Ο Αγιαλόν απάντησε ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την Τουρκία, γι’ αυτό ήταν παρόντες οι δημοσιογράφοι. Την επόμενη μέρα, όταν ο ισραηλινός Τύπος δημοσίευσε τις φωτογραφίες, ο Τσελικόλ δήλωσε στα τουρκικά ΜΜΕ: «Δύσκολα θα με ξαναδεί στο υπουργείο Εξωτερικών. Όσα είπε, τα είπε στα εβραϊκά και δεν κατάλαβα τι έλεγε. Αν τα έλεγε στα αγγλικά, θα έφευγα εκείνη τη στιγμή από τη συνάντηση».
Το θέμα εξελίχθηκε σε μεγάλο διπλωματικό σκάνδαλο, έγινε μεγάλη φασαρία στον τουρκικό Τύπο και τελικά ο Τσελικόλ ανακλήθηκε στην Άγκυρα στα τέλη Μαρτίου του 2010, και για έναν επιπλέον λόγο, επειδή το Ισραήλ δεν επέτρεψε τη διέλευση τουρκικών φορτηγών που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα.
Την επόμενη χρονιά, στις 14 Ιουνίου 2011, ο αντινομάρχης Τραπεζούντας Αχμέτ Αϊντίν δέχτηκε στο γραφείο την υποπρόξενο του Ισραήλ στην Κωνσταντινούπολη (υπεύθυνη για τις θεωρήσεις εισόδου) Ανάτ Εβγιατάρ και τον υπεύθυνο Ασφαλείας Ρονέν Εϊλάμ και τους έβαλε να καθίσουν σε χαμηλότερες καρέκλες, τους φωτογράφισε, και την επόμενη μέρα δημοσίευσε τις φωτογραφίες δηλώνοντας ότι αυτό το έκανε στα πλαίσια της αμοιβαιότητας, για την προσβολή που είχαν κάνει στον πρέσβη Τσελικόλ.
Τα γράφω αυτά για να αντιληφθούν οι αναγνώστες μας ότι στην εξωτερική πολιτική όλα έχουν σημασία –ακόμα και το πότε και γιατί γελάς–, κάτι που σίγουρα δεν το γνωρίζουν οι δικοί μας πολιτικοί και διπλωμάτες, που είναι μονίμως με ένα χαμόγελο να, δίνοντας λανθασμένα μηνύματα σε φίλους και εχθρούς.
Ένα ανάλογο περιστατικό, που αξίζει να αναφερθεί, κλήθηκε να αντιμετωπίσει ο Πέτρος Μολυβιάτης τον Απρίλιο του 2005.
Kατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στην Άγκυρα, ως υπουργός Εξωτερικών, οι Τούρκοι έστειλαν προκλητικά δύο σκάφη της ακτοφυλακής τους στα Ίμια και εξεδίωξαν ελληνικό αλιευτικό από ελληνικά χωρικά ύδατα. Τότε, ο εκπρόσωπος του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Ναμίκ Ταν υποστήριξε ότι «ελληνικό αλιευτικό σκάφος εισήλθε τις πρωινές ώρες (την Τρίτη) στα τουρκικά χωρικά ύδατα στην περιοχή των Ιμίων (Καρντάκ)», και πρόσθεσε: «Κατόπιν αυτού μετέβη στην περιοχή ακταιωρός και στη συνέχεια κατέφθασε και ελληνική ακταιωρός η οποία δεν αποχώρησε από τα χωρικά μας ύδατα με συνέπεια να παραμείνει στην περιοχή και η τουρκική ακταιωρός μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα (Τετάρτη)».
Τότε έγινε μεγάλη συζήτηση στα ελληνικά ΜΜΕ αλλά και στη Βουλή, με μερίδα των πολιτικών, των δημοσιογράφων και των διπλωματών να ψέγει τον Π. Μολυβιάτη γιατί δεν διέκοψε την επίσκεψη και δεν αποχώρησε από την Άγκυρα, νομιμοποιώντας έτσι τις τουρκικές αιτιάσεις και προκλήσεις. Ο πρέσβης επί τιμή Χρήστος Ζαχαράκις δήλωσε τότε: «Ο υπουργός θα έπρεπε να φύγει ή ενώπιον των MME να καταγγείλει με τα βαρύτερα λόγια την υπόθεση και ο κ. Γκιουλ σαν καλός οικοδεσπότης θα έπρεπε να καταγγείλει και αυτός τους δικούς τους».
Αντίστοιχο επεισόδιο έγινε προχθές στη Σμύρνη, στα εγκαίνια του αναπαλαιωμένου κτηρίου του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, επί έξι λεπτά, τουρκικά αεροσκάφη της ομάδας επιδείξεων της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας, έκαναν δεκατέσσερις διελεύσεις πάνω από τα κεφάλια του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών και των Ελλήνων διπλωματών.
Η αντίδραση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών ήταν εκτός τόπου και χρόνου, αφού είπε στον ομόλογό του ότι «κάποιοι δεν θέλουν τη συμφωνία μεταξύ μας», εννοώντας την τουρκική Πολεμική Αεροπορία, η οποία δεν κάνει ούτε πόντο χωρίς να το εγκρίνει ο Ταγίπ Ερντογάν και ο ίδιος ο Τσαβούσουγλου.
Και για να μην θεωρηθεί στην ελληνική κοινή γνώμη ότι ο Ν. Κοτζιάς δεν εννοούσε ακριβώς αυτό που έλεγε, ότι η Ελλάδα επί ημερών του «έχει εγκαταλείψει την πολιτική της κότας», κάτι ύποπτοι τύποι που χρηματοδοτούνται από ντόπια και ξένα κέντρα με μαύρα λεφτά, και το παίζουν δημοσιογράφοι, παρουσιάζουν τη βαρύτατη αυτή πρόκληση ως ένα τυχαίο γεγονός χωρίς πολιτική σημασία.
Παρεμπιπτόντως, γι’ αυτήν την παγίδα στην οποία έπεσε ο Νίκος Κοτζιάς έχουν βαρύτατες ευθύνες όσοι διπλωμάτες στην Αθήνα, την Άγκυρα και τη Σμύρνη σχεδίασαν αυτήν την εκδήλωση σε μια ημερομηνία σημαδιακή, λίγες μέρες μετά τη μαύρη επέτειο της πυρπόλησης της Σμύρνης από το τουρκικό κράτος, τρεις μέρες πριν από τις απίστευτες βαρβαρότητες των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων της Πόλης και της Σμύρνης στις 6/7 Σεπτεμβρίου 1955 –που υποκινήθηκαν από το τουρκικό κράτος, το οποίο ποτέ δεν ζήτησε επίσημα συγνώμη–, και έξι μέρες πριν από την «απελευθέρωση» της Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό και τον Κεμάλ.
Και οι ποινές στους υπεύθυνους αυτού του φιάσκου πρέπει να είναι βαριές, γιατί η προσβολή δεν έγινε στο πρόσωπο του Νίκου Κοτζιά, αλλά έγινε στην ίδια την Ελλάδα.
Όσο για τις δικαιολογίες του τύπου «στη Σμύρνη έγινε συνωστισμός», ότι δηλαδή τα αεροσκάφη έκαναν δοκιμαστικές για τη γιορτή της «απελευθέρωσης» της Σμύρνης, αυτό μπορούσε να γίνει άλλες μέρες και ώρες, αν έκαναν καλά τη δουλειά τους οι Έλληνες διπλωμάτες και αν η Τουρκία ήθελε να σεβαστεί την Ελλάδα.
Απλώς ήθελε να εμπεδώσει τη νέα σχέση που «πλέκεται και εμπεδώνεται» τα τελευταία χρόνια, «του καλού και ελεήμονα νεοοθωμανού σουλτάνου απέναντι στους νεοραγιάδες Έλληνες».