Ό,τι ξεκίνησε στις 29 Μαΐου 1453 ολοκληρώθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 με τα λεγόμενα «Σεπτεμβριανά». Χιλιάδες Έλληνες της Πόλης εξωθήθηκαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία, ενώ μεγάλος ήταν και ο αριθμός των επιχειρήσεων οι οποίες καταστράφηκαν, με αποτέλεσμα –μεταξύ άλλων– ένα τεράστιο οικονομικό πλήγμα στην ίδια τη χώρα.
Έλληνες και Αρμένιοι, άλλωστε, κρατούσαν στα χέρια τους το εμπόριο και τη βιοτεχνία στην Κωνσταντινούπολη, και προφανώς αυτό ήταν και το «πρόβλημα». Ο εκτουρκισμός προείχε της οικονομικής ανάπτυξης.
Ιδρύοντας την Τουρκική Δημοκρατία, ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν πεπεισμένος ότι ένα πραγματικά ανεξάρτητο εθνοκράτος, σύμφωνο με τα Δυτικά πρότυπα, δεν θα μπορούσε να λάβει σάρκα και οστά δίχως την πρότερη «κατασκευή» αστικής τάξης. Οι κεφαλαιούχοι της Τουρκικής Δημοκρατίας έπρεπε να είναι Τούρκοι, και δεδομένου του εμβρυακού σταδίου στη δημιουργία της εθνικής ταυτότητας, ο προεξάρχων ταυτοτικός προσδιορισμός ήταν το Ισλάμ.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Κεμάλ επιχείρησε να εκδυτικίσει τις δομές του νέου κράτους αποκόπτοντας τη δημόσια σφαίρα από θρησκευτικά στοιχεία. Λησμονούμε όμως πολλές φορές ότι δεν αποποιήθηκε το ρόλο της θρησκείας ως συγκολλητικής ουσίας της κατακερματισμένης ανθρωπολογίας της μικρασιατικής χερσονήσου. Ο Κεμάλ φέρεται να έχει αναφέρει χαρακτηριστικά προς έναν σεΐχη ότι «έχω κλείσει μοναστήρια, ναούς και τόπους κατήχησης και λατρείας [tekke, türbe, zaviye]. Όμως, αν ο Θεός μού χαρίσει σχετική μακροημέρευση, εγώ ο ίδιος θα τα ξανανοίξω την κατάλληλη στιγμή».
Στην κατεύθυνση του εκτουρκισμού των οικονομικών δομών του νέου κράτους, η στρατογραφειοκρατία δεν άφησε καμία ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Διαρκής η πίεση εις βάρος των Ρωμιών με σημαντικό σταθμό, πριν τα «Σεπτεμβριανά», τον περίφημο «φόρο περιουσίας» το 1942. Η Ελλάδα ήταν υπό κατοχή, οι σύμμαχοι και η ΕΣΣΔ βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της πολεμικής προσπάθειας κατά της ναζιστικής Γερμανίας, και η Τουρκία του Ισμέτ Ινονού άδραξε τη «χρυσή ευκαιρία» εν τη απουσία όλων.
Σε μικρότερο βαθμό, παρόμοια ήταν και η «ευκαιρία» του 1955.
Η πίεση στην ελληνική κοινότητα είχε χαλαρώσει μεταπολεμικά, κυρίως εξαιτίας της βούλησης της τουρκικής κυβέρνησης να επιδείξει ένα πλουραλιστικό πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης ενόψει της προτεραιότητας ένταξης στο ΝΑΤΟ. Η συμμετοχή στη συμμαχία ήταν «ζωής και θανάτου», μιας και οι απειλές της Μόσχας για αλλαγή του καθεστώτος των Στενών και προσάρτηση των ανατολικών επαρχιών του Καρς και του Αρνταχάν δεν άφηναν περιθώρια στην Άγκυρα να συνεχίσει την κεμαλική στρατηγική της ουδετερότητας και της αποχής από τα διεθνή δρώμενα. Υιοθετήθηκε, μάλιστα, το πολυκομματικό σύστημα, το οποίο και αυτό καταστρατηγήθηκε αργότερα το 1960 με το πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης Μεντερές.
Μετά την ένταξη στους κόλπους της Ατλαντικής Συμμαχίας το 1952, η Τουρκία χρειάστηκε μια απλή και συνηθισμένη προβοκάτσια στο Προξενείο της στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να κινητοποιήσει δεκάδες εξαγριωμένων παρακρατικών κατά των Ελλήνων της Πόλης, ενώ το γεγονός ότι η χρονική συγκυρία ήταν ιδανική για την ίδια επαληθεύεται από την αντίδραση των ΗΠΑ. Διά του υπουργού των Εξωτερικών J. F. Dulles, η Ουάσινγκτον διαμήνυσε ότι «η ενότητα της βορειοατλαντικής κοινότητας αποτελεί τη βάση της κοινής μας ασφάλειας. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μπροστά σε αυτό το κοινό επίτευγμα είναι δυνατόν κάποιο πρόβλημα να διαταράξει επί μακρόν την πορεία της ελληνοτουρκικής φιλίας». Θυμίζει μάλλον τα «πρόβατα στα βράχια του Αιγαίου» του προέδρου Μπιλ Κλίντον τέσσερις δεκαετίες αργότερα…
Η Κωνσταντινούπολη είχε αλλάξει χέρια από τη Βυζαντινή Οικουμένη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και μετέπειτα στην Τουρκική Δημοκρατία, αλλά η καρδιά της παρέμενε εν πολλοίς ελληνική. Αυτό έπαψε το 1955.
Δεν είμαι Ρωμιός της Πόλης και αισθάνομαι δέος μπροστά στις μνήμες αυτών των ανθρώπων. Γι’ αυτό, ας με διορθώσουν αλλά πιστεύω ότι το 1955 δεν δέχθηκε απλώς ένα συντριπτικό πλήγμα ο ελληνικός πληθυσμός, αλλά τελείωσε και η Κωνσταντινούπολη όπως υπήρξε και ήκμασε επί αιώνες: πλουραλιστική, μωσαϊκό πολιτισμών, ζώσα κιβωτός παραδόσεων και πολιτισμών μεταξύ ανατολής και δύσης. Το τέλος της ελληνικής κοινότητας υπήρξε το ουσιαστικό τέλος της Πόλης.