Πολλοί ενδεχομένως να πέσουν από τα σύννεφα μαθαίνοντας ότι πολύ συχνά καθηγητές πανεπιστημίου αντιπαρατίθενται μεταξύ τους, δίχως να έχουν διαβάσει έστω μια παράγραφο από το έργο με το οποίο διαφωνούν. Στο όνομα μιας πανεπιστημιακής μικροπολιτικής ανθεί μια πολεμική η οποία πολώνει φοιτητές και ακροατήριο, χωρίς όμως οι «ηγέτες της αντιπαράθεσης» να γνωρίζουν σε τι αναφέρονται και, εντέλει, τι πραγματικά λέει ο άλλος.
Κάπως έτσι αντιμετωπίστηκε και η Συστημική Γεωπολιτική Ανάλυση, όπως την έχει εισάγει στην επιστημονική συζήτηση ο Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας Ιωάννης Μάζης.
Προφανώς εντός του παρόντος κειμένου είναι αδύνατο να αναλυθεί και να αξιολογηθεί η συμβολή του στη μελέτη των ανακατανομών ισχύος και των ιδεολογικών ηθικοπλαστικών προταγμάτων, που τις «χρυσώνουν» ως άλλα «χάπια». Ωστόσο αξίζει να σταθούμε τηλεγραφικά σε ορισμένα βασικά σημεία που φαίνεται ότι διαφοροποιούν τη Συστημική Γεωπολιτική Ανάλυση από τη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων.
Πρώτον, όπως ορίζεται, «η Συστημική Γεωπολιτική Ανάλυση προσδιορίζει την ισχύ με την ανάλυση και το συσχετισμό μετρήσιμων δεδομένων με συγκεκριμένα γεωγραφικά εργαλεία, σε ορισμένο χωροχρόνο». Προσδιοριστική η ανάλυση, λοιπόν, με φιλοδοξία να αποκρυπτογραφήσει αθέατες πλευρές του διεθνούς συστήματος που για την ακρίβεια αποτελούν μη μετρήσιμες μεταβλητές κατά τους διεθνολόγους και την κυρίαρχη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων. Υπ’ αυτό το πλαίσιο, η ανάλυση είναι πολυπαραγοντική επί τεσσάρων πυλώνων –τον αμυντικό, τον πολιτικό, τον οικονομικό και τον πολιτισμικό–, επιχειρώντας έτσι να σταθμίσει δεδομένα όπως ο πολιτισμός, τα οποία αμελεί να σταθμίσει η Θεωρία Διεθνών Σχέσεων.
Μήπως κακώς το πράττει; Η προσανατολιστική θεώρηση του καθηγητή διεθνολόγου Παναγιώτη Ήφαιστου σε τι προκλήσεις προσπαθεί να απαντήσει; Προφανώς δεν κάνει το ίδιο, αλλά η εισαγωγή της στη συζήτηση δείχνει ότι ο προσδιορισμός των μη μετρήσιμων μεταβλητών συνιστά το –ενδεχομένως μεγαλύτερο– στοίχημα της ανάλυσης.
Ο Μάζης προσπαθεί να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση, και αντί να συζητηθεί η πρότασή του δέχεται εξαρχής επίθεση στη βάση ορολογικών επισημάνσεων. Όμως η ουσία βρίσκεται αλλού.
Δεύτερον, κρατοκεντρική η ανάλυση στη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων, ενώ η μελέτη εστιάζει στα κράτη ως οι αποκλειστικές ανεξάρτητες μεταβλητές. Τι απαντά η Συστημική Γεωπολιτική Ανάλυση; Μονάδες μελέτης είναι: (α) άτομα, (β) υποεθνικές ομάδες, (γ) εθνικά κράτη, (δ) υπερεθνικές ομάδες και οργανισμοί οι οποίοι δεν συγκροτούνται από κράτη, (ε) διεθνείς ομάδες και οργανισμοί που έχουν ως μέλη τους κράτη ή εκπροσώπους τους, (στ) διεθνές σύστημα.
Η ιεράρχηση είναι οπωσδήποτε ένα σημαντικό σημείο, αλλά αγνοούμε τη δυναμική που ασκούν ένοπλες οργανώσεις ή ακόμη και τα περιβόητα funds σε επίπεδο επιρροής και lobbying; Αναντίρρητα, η πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής είναι περισσότερο σύνθετη απ’ όσο φανταζόμαστε. Οι ίδιοι οι Waltz και Mearsheimer μιλούν στις εισαγωγές των μνημειωδών βιβλίων τους για αθέατες πλευρές τις οποίες δεν μπορούν να φωτίσουν οι θεωρίες τους. Να μην επιχειρήσουμε να τις φωτίσουμε; Ή εν πάση περιπτώσει, όταν κάποιος προσπαθεί να τις φωτίσει, να μην συζητήσουμε νηφάλια την πρότασή του;
Τρίτον, τι πράγμα είναι αυτό το «σύμπλοκο»; Γιατί να μην ονομάζεται «υποσύστημα», όπως το έχουμε οροθετήσει οι διεθνολόγοι; Άλλο μεγάλο πρόβλημα…
Ονομάζεται «σύμπλοκο» γιατί αποτελεί μία γεωγραφική ζώνη στην οποία «συμπλέκονται» συμφέροντα και παράγοντες ισχύος υπό κοινό παρονομαστή προκλήσεων και διακυβευμάτων. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα αποτύπωσης μιας ορολογίας υπό όρους γεωγραφίας, η οποία θα έπρεπε να είναι απολύτως θεμιτή αν δεν επιβαρυνόταν από τις «δεύτερες σκέψεις» που αναφέρθηκαν στην πρώτη παράγραφο.
Υπάρχουν και άλλα σημεία στα οποία θα μπορούσα να σταθώ. Η ουσία είναι ότι τόσο η Συστημική Γεωπολιτική Ανάλυση όσο και η καλή Θεωρία Διεθνών Σχέσεων προτάσσουν την αξιολογικά ελεύθερη ανάλυση αντί της γεωστρατηγικής ή της πρότασης πολιτικής, αποδέχονται ότι οι ανακατανομές ισχύος συνιστούν την κορωνίδα της όποιας μελέτης, και ως εκ τούτου εστιάζουν στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και στο εθνικό συμφέρον. Το πρόβλημα αφορά όσους δεν δέχονται τα ανωτέρω αξιώματα και όχι όσους τα προσεγγίζουν από διαφορετική σκοπιά.