Ένα μικρό χωριό στην άκρη του Αμβρακικού στις εκβολές του Αράχθου είναι το Κομμένο, στον κάμπο της Άρτας. Πεδινό έδαφος, πνιγμένο στα νερά, τα έλη και την πυκνή βλάστηση, σχεδόν παραθαλάσσιο, κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής δεν ανέπτυξε κάποια αξιόλογη αντιστασιακή δράση, εξασφάλιζε, όμως, τρόφιμα για τα ένοπλα τμήματα των ανταρτών στα ορεινά.
Στις 12 Αυγούστου 1943, και ενώ δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ βρίσκονταν σε διένεξη για την τροφοδοσία, γερμανικό απόσπασμα έφτασε στο Κομμένο για να διαπιστώσει αν στο χωριό δρούσαν ομάδες ανταρτών, όπως έλεγαν οι πληροφορίες που είχαν συλλέξει. Οι Ναζί φαίνεται να γνώριζαν για ένα ιδιότυπο είδος εμπορίου (ή λαθρεμπορίου): Βάρκες ξεφόρτωναν λάδι, πατάτες, σταφύλια και άλλα προϊόντα τα οποία προωθούνταν σε χωριά μέσω του Άραχθου. Ένα μέρος των προϊόντων πήγαινε στους αντάρτες, είτε με αμοιβή είτε με εξαναγκασμό.
Την ώρα, όμως, που το γερμανικό αυτοκίνητο έμπαινε στο χωριό, αντάρτες βρίσκονταν στην πλατεία του και ξεκουράζονταν έχοντας στήσει τα όπλα τους.
Οι Γερμανοί, που κατάλαβαν αμέσως ότι οι πληροφορίες τους ήταν σωστές, έκαναν στροφή και έφυγαν. Ωστόσο έγιναν αντιληπτοί από τους κατοίκους οι οποίοι ανήσυχοι έσπευσαν να κρύψουν τα αγαθά στα χωράφια τους. Την επομένη ο πρόεδρος της κοινότητας Λάμπρος Ζορμπάς πήγε στην Άρτα στις ιταλικές Αρχές που έλεγχαν την περιοχή και πήρε τη διαβεβαίωση ότι το Κομμένο δεν είχε να φοβηθεί κάτι διότι οι αντάρτες δεν ήταν κάτοικοί του. Έτσι, το χωριό γιόρτασε κανονικά τον Δεκαπενταύγουστο με το καθιερωμένο πανηγύρι προς τιμήν της Παναγίας.
Διμοιρία του 12ου λόχου Καταδρομών στο Κομμένο
Ωστόσο τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943 άντρες του 12ου Λόχου Καταδρομών του 98ου Συντάγματος που έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας (εκατό άτομα κατά τον Άγγλο ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ, τετρακόσια άτομα κατά τον Γυμνασιάρχη και μάρτυρα στη Δίκη της Νυρεμβέργης Στέφανο Παππά), στάθμευσαν έξω από το Κομμένο. Διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ ο οποίος είχε πει στους στρατιώτες ότι υπήρχαν απώλειες στο χωριό γι’ αυτό και έπρεπε να υπάρξουν αντίποινα εναντίον των ανταρτών.
Με την ανατολή του ήλιου δύο φωτοβολίδες έδωσαν το σύνθημα και οι μονάδες εφόδου άρχισαν να βάλλουν με όπλα, πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Δεν άφησαν τίποτε όρθιο: Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γυναίκες και παιδιά. Ούτε τα μωρά δεν γλίτωσαν. Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, προτού ακόμα ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους να σωθούν και έπεφταν νεκροί από τις σφαίρες που έπεφταν βροχή. Ανθρώπινα σώματα κόπηκαν στα δύο ή διαλύθηκαν.
Φαίνεται πως η διαταγή ήταν σαφής: Να μην μείνει τίποτε ζωντανό στη φωλιά των ανταρτών.
Έξι ώρες κράτησε η σφαγή. Δρόμοι, αυλές, καμένα σπίτια, κήποι, χαντάκια, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα που μερικά έμειναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν είχε μείνει κανείς ζωντανός από τους συγγενείς. Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος της κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι οι συγγενείς. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν, τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία που είχαν φύγει για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα.
Θύματα στο Κομμένο
Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς ο Άραχθος. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν, άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Σχεδόν είκοσι άτομα μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου και πνίγηκαν.
Ο θρήνος και οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το χωριό.
Η ειρωνεία είναι πως οι γερμανικές υπηρεσίες στα επίσημα έγγραφά τους έκαναν λόγο για ληστές και αντάρτες στο Κομμένο και προετοίμασαν τους στρατιώτες για μια μεγάλη αναμέτρηση με τις δυνάμεις των αντιστασιακών οργανώσεων. Ωστόσο δεν συνάντησαν την παραμικρή αντίσταση, δεν ακούστηκε ούτε ένας πυροβολισμός εναντίον τους, παρά μόνο τα βογκητά, οι λυγμοί και οι θρήνοι των αμάχων.
(Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Μέσα σ’ ένα πρωί το Κομμένο μέτρησε 317 θύματα μιας θηριωδίας και μιας βαρβαρότητας που δεν την αντέχει ακόμη και να την ακούει κανείς. Εξοντώθηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 97 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 119 γυναίκες.