Αίσθημα ικανοποίησης και βαθιάς ανακούφισης κατέλαβε το σύνολο των Ελλήνων, όταν παραμονή Δεκαπενταύγουστου ανακοινώθηκε από τα τουρκικά ΜΜΕ ότι το δικαστήριο αποφάσισε την αποφυλάκιση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών και την άρση της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
Αφού σημειώσουμε ότι τα όσα έγιναν με την άφιξη των δύο στρατιωτικών δεν θα συνέβαιναν σε καμία σοβαρή χώρα που σέβεται τον εαυτό της, τους πολίτες της και κυρίως τις Ένοπλες Δυνάμεις, να παραθέσουμε ορισμένα στοιχεία για τους λόγους που οδήγησαν στην απελευθέρωσή τους, η οποία μεταξύ άλλων αιφνιδίασε και την ίδια την κυβέρνηση. Γιατί αν θεωρήσει κανείς ότι το ελληνικό υπουργείο Αμύνης αποφάσισε να ασκήσει πίεση στην Τουρκία για το θέμα της απελευθέρωσης των δύο στρατιωτικών παγώνοντας τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μόλις δύο μέρες πριν από την αποφυλάκισή τους, χωρίς να ενημερώσει το υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο υποτίθεται ότι συνεργαζόταν με το αντίστοιχο τουρκικό για την απελευθέρωση, τότε πρέπει να αχθούμε στο συμπέρασμα ότι πραγματικά στην κυβέρνηση «δεν γνωρίζει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά», και το αντίστροφο.
Δεύτερη απόδειξη η δήλωση του ΑΝΥΕΘΑ Φώτη Κουβέλη, ο οποίος μία μέρα μετά την απελευθέρωση δήλωσε… ευθαρσώς ότι περίμενε μακροχρόνια κράτηση των δύο στρατιωτικών, που σημαίνει ότι δεν ήταν σε εξέλιξη συνομιλίες για την απελευθέρωσή τους.
Εκτός κι αν τον έχουν στην απ’ έξω, ολόκληρο αναπληρωτή υπουργό τον άνθρωπο.
Ναι λοιπόν, αιφνιδιάστηκαν όλοι, και ας περάσουμε τώρα στους παράγοντες που κατά την άποψή μας έπαιξαν ρόλο στην απόφαση του Ερντογάν να αποφυλακίσει τους Μητρετώδη και Κούκλατζη.
Πρώτος παράγοντας, είναι η κίνηση καλής θέλησης που έκανε η Ελλάδα με την ψήφιση τροπολογίας με τον οποία συνταξιοδοτούνται υποχρεωτικά οι νόμιμοι μουφτήδες Ξάνθης και Κομοτηνής. Οι κ.κ. Τσίπρας και Ερντογάν συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, τις 12 Ιουλίου 2018. Στη συνάντηση εκείνη ο Ερντογάν δήλωσε σε Τούρκους δημοσιογράφους: «Συζητήσαμε και το θέμα της Δυτικής Θράκης… Αν θέλει ο Θεός θα γίνει το θέμα του εκλεγμένου Μουφτή [σ.σ.: μέχρι τώρα διορίζεται]. Ο Αλέξης Τσίπρας μας λέει ότι θα περάσουμε σε νέο σύστημα, θα καταργήσουμε το διορισμό του Μουφτή. Ας πούμε πως στο θέμα αυτό άναψε “πράσινο φως”, όμως δεν μπορούμε να πούμε πως τελείωσε η δουλειά».
Την 1η Αυγούστου ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου κατέθεσε στη Βουλή τροπολογία με την οποία ανοίγει ο δρόμος για υποχρεωτική συνταξιοδότηση των νόμιμων μουφτήδων. Υπέρ της τροπολογίας ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, Δημοκρατική Συμπαράταξη και ΑΝΕΛ. «Παρών» είπαν η ΝΔ, το ΚΚΕ και το Ποτάμι, και «Όχι» η Χρυσή Αυγή και η Ένωση Κεντρώων.
Δεύτερος παράγοντας, η πολιτική χρεοκοπία της τακτικής των ομήρων, που είχε εγκαινιάσει με επιτυχία ο Ερντογάν στην ουσία με τη σύλληψη του κουρδικής καταγωγής Γερμανού υπηκόου Ντενίζ Γιουτζέλ, ανταποκριτή της γερμανικής εφημερίδας Die Welt στην Τουρκία. Από την υπόθεση εκείνη είχε κερδίσει σοβαρά ανταλλάγματα η Τουρκία – θυμίζουμε ότι τον Φεβρουάριο του 2018, όταν τα γερμανικής κατασκευής άρματα των τουρκικών δυνάμεων εισβολής στο Αφρίν αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα τρωτότητας από τα αντιαρματικά των Κούρδων, ο τότε πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ επισκέφθηκε το Βερολίνο και την επόμενη μέρα ένα ιδιωτικό αεροσκάφος πήρε τον Γιουτζέλ από την Κωνσταντινούπολη και τον μετέφερε στη Γερμανία.
Έκτοτε, τα γερμανικά άρματα ήταν άτρωτα απέναντι στα αντιαρματικά των Κούρδων.
Ενώ, όμως, στην περίπτωσή του Γιουτζέλ η Τουρκία κέρδισε από την τακτική των ομηριών, δεν συνέβη το ίδιο με την περίπτωση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον. Εκεί η Τουρκία θέτοντας μαξιμαλιστικούς στόχους αυτοπαγιδεύτηκε, εκνεύρισε τους καουμπόηδες των ΗΠΑ και πιάστηκε στο λάσο του Τραμπ, για να ακολουθήσουν οι αμερικανικές κυρώσεις και η κατρακύλα της τουρκικής λίρας. Παρακολουθώντας κανείς τα σχόλια σοβαρών Τούρκων πολιτών –και μάλιστα υποστηρικτών του Ερντογάν–, σε σχετικές αναρτήσεις, διαπιστώνει σοβαρή κριτική στον τρόπο που χειρίστηκε την υπόθεση Μπράνσον.
Άρα, ο συνδυασμός της οικονομικής καταστροφής και των αντιδράσεων από σοβαρούς κύκλους στην πολιτική των ομηριών είναι αυτός που οδήγησε τον Ερντογάν να την εγκαταλείψει σταδιακά.
Πρώτα άφησε τους δύο Έλληνες χωρίς να διαβουλευθεί με κανέναν, όπως προκύπτει από τα μέχρι τώρα στοιχεία, και την επόμενη μέρα άφησε ελεύθερο τον πρόεδρο του τοπικού γραφείου της Διεθνούς Αμνηστίας Τανέρ Κιλίτς, ο οποίος ήταν προφυλακισμένος για σχέσεις του με το δίκτυο Γκιουλέν.
Τρίτος παράγοντας είναι η ανάγκη που έχει σ’ αυτήν τη δύσκολη στιγμή ο Ερντογάν να στηριχτεί στην ΕΕ. Η Ελλάδα, ορθώς κατά την άποψή μου, και η κυβέρνηση και όλα τα κόμματα κατέστησαν το θέμα της κράτησης των δύο Ελλήνων ευρωπαϊκό. Και ο Ερντογάν, ενόψει της επίσκεψής του στο Βερολίνο και της συνάντησής του με την Άνγκελα Μέρκελ σε λίγες μέρες, και της Τετραμερούς που φιλοδοξεί να κάνει στην Κωνσταντινούπολη με Γερμανία, Γαλλία, Ρωσία και Τουρκία για τη Συρία, που σημαίνει για το Κουρδικό, αποφάσισε να απελευθερώσει τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς.
Αυτή είναι η πραγματικότητα, και κάποια στιγμή τα κόμματα και οι πολιτικοί πρέπει να μάθουν ότι η πολιτική δεν εξαντλείται στην επικοινωνία.
Αυτό είναι εξαιρετικά προσβλητικό για τους πολίτες, οι οποίοι αργούν αλλά κάποια στιγμή πληρώνουν ακριβά όλους τους προπαγανδιστές που τους ταπεινώνουν με τα επικοινωνιακά τους σόου.