Οι θησαυροί του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου (ΒΧΜ) δεν είναι μόνο όσοι παρουσιάζονται στις αίθουσές του. Είναι και όλοι όσοι φυλάσσονται στις αποθήκες του, αναφέρει χαρακτηριστικά το ΒΧΜ και προσκαλεί το κοινό να τους ανακαλύψει μέσα από έναν εικονικό περίπατο στα άδυτα του μουσείου και έναν φανταστικό διάλογο με τους ανθρώπους που έχουν την τύχη να μπαίνουν εκεί καθημερινά.
Ας δούμε λοιπόν έναν από τους «άγνωστους» θησαυρούς του μουσείου, την ιστορία μιας φορητής εικόνας του 15ου αιώνα, της «Παναγίας Γλυκοφιλούσας» στον τύπο της Καρδιώτισσας. Όπως διαβάζουμε στον ιστότοπο του ΒΧΜ, η εικόνα ανήκε σε ιδιωτική συλλογή, όμως λόγω της ιδιαίτερης καλλιτεχνικής της αξίας, που αναγνωρίστηκε εξαρχής από το επιστημονικό προσωπικό του μουσείου, αγοράστηκε το 2000 από το ΒΧΜ. Με βάση τεχνοτροπικά στοιχεία, που παραπέμπουν στον ονομαστό Κρητικό ζωγράφο Άγγελο, χρονολογήθηκε στον 15ο αιώνα.
Ο Άγγελος Ακοτάντος, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, έζησε στο βενετοκρατούμενο Χάνδακα (το σημερινό Ηράκλειο) της Κρήτης. Η περίοδος της καλλιτεχνικής του δράσης τοποθετείται ανάμεσα στο 1425 και το 1450, έτος του θανάτου του. Υπήρξε σπουδαίος ζωγράφος. Στις εικόνες του, που χαρακτηρίζονται από υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα, συνδυάζονται στοιχεία από την εικαστική παράδοση της Κωνσταντινούπολης και της Βενετίας. Επίσης, εισάγει νέα εικονογραφικά θέματα, όπως είναι ο Χριστός η Άμπελος και νέους εικονογραφικούς τύπους.
Η εικόνα, όταν περιήλθε στο μουσείο, διαπιστώθηκε πως υπήρχαν εκτεταμένες φθορές στο ξύλο, οι οποίες οφείλονταν κυρίως σε προσβολή από έντομα. Έτσι, δόθηκε άμεση προτεραιότητα στις εργασίες συντήρησης του ξύλου. Επίσης, το βάθος της εικόνας κάλυπτε ένα μπλε χρωματικό στρώμα, με διακοσμητικά μοτίβα και επιγραφές επάνω σε φύλλο χρυσού. Το στρώμα αυτό της επιζωγράφησης παρουσίαζε έντονα λαϊκά στοιχεία, χαρακτηριστικά μεταγενέστερης περιόδου.
Φωτογράφηση με υπεριώδη φωτισμό
Όλα αυτά επέβαλαν μια ολοκληρωμένη μελέτη του έργου, προτού συντηρηθεί. Οι διαγνωστικές μέθοδοι που επιλέχθηκαν ήταν κυρίως μη καταστρεπτικές. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της ακτινογράφησης, η οποία έδειξε την έκταση των φθορών στο εσωτερικό του ξύλου. Επίσης, έδωσε ενδείξεις για την ύπαρξη άλλου ζωγραφικού στρώματος κάτω από τη μπλε επιζωγράφηση. Στη συνέχεια εξετάστηκε η επιφάνεια του έργου με τη χρήση υπεριώδους ακτινοβολίας, η οποία επιβεβαίωσε ότι επρόκειτο για μεταγενέστερη επέμβαση.
Τα αποτελέσματα της μελέτης τεκμηρίωσαν την ύπαρξη παλαιότερων ζωγραφικών στρωμάτων κάτω από την επιζωγράφηση και καθοδήγησαν τις εργασίες αφαίρεσής της. Όταν η επιζωγράφηση αφαιρέθηκε, αποκαλύφθηκε πως κάτω από τα δύο μετάλλια στο επάνω μέρος της εικόνας υπήρχαν αρχικά ζωγραφισμένες οι μορφές δύο αγγέλων. Η μελέτη και η συντήρηση της φορητής εικόνας της «Παναγίας Γλυκοφιλούσας» ήταν μια πολύτιμη εμπειρία και μια πρόκληση για το επιστημονικό προσωπικό του μουσείου.