Με μια μεγάλη νίκη των Βυζαντινών που έφερε την τελική επικράτηση επί των Βουλγάρων ολοκληρώθηκε η περίφημη Μάχη του Κλειδίου, η στρατιωτική σύγκρουση που έγινε στις 29 Ιουλίου 1014 στα στενά ανάμεσα στα βουνά Μπέλλες και Ογκραζντέν, κοντά στο βουλγαρικό χωριό Κλειδίον (το σύγχρονο Κλουτς).
Επικεφαλής των βυζαντινών δυνάμεων ήταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’. Είναι άγνωστο πόσο μεγάλη ήταν η στρατιωτική του δύναμη, ωστόσο θεωρείται σχετικά βέβαιο ότι οι απώλειες ήταν μικρές.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο ο Σαμουήλ, ο οποίος είχε συγκεντρώσει συνολικά 45.000 στρατιώτες προκειμένου να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Οι απώλειές του μεγάλες· υποστηρίζεται ότι 15.000 Βούλγαροι αιχμάλωτοι εστάλησαν τυφλοί στον τσάρο, ο οποίος λέγεται ότι μόλις τους είδε έπαθε έμφραγμα – πέθανε δύο μήνες αργότερα.
Η Μάχη του Κλειδίου έδωσε το προσωνύμιο Βουλγαροκτόνος στον Βασίλειο, ο οποίος έγινε ήρωας για τους Βυζαντινούς και τέρας για τους Βούλγαρους.
Ιστορικό πλαίσιο
Μετά την ήττα των Βουλγάρων στον Σπερχειό (997) η επόμενη φάση του Βυζαντινο-Βουλγαρικού πολέμου άρχισε περί το 1000 μ.Χ., όταν ο Βασίλειος Β’ –έχοντας εξασφαλίσει το θρόνο του– άρχισε εκ νέου τις πολεμικές επιχειρήσεις. Το 1003 οι δυνάμεις του κατέλαβαν το Βιδίνιο στη βορειοδυτική Βουλγαρία. Το επόμενο έτος νίκησε το Σαμουήλ στη Μάχη των Σκοπίων.
Μέχρι το 1005 είχε ανακτήσει τη Θεσσαλία και μεγάλο μέρος της Μακεδονίας.
Τα επόμενα χρόνια το σκηνικό ήταν επαναλαμβανόμενο: οι Βυζαντινοί έκαναν εισβολές στη Βουλγαρία, λεηλατώντας την ύπαιθρο και πολιορκώντας τις οχυρωμένες πόλεις. Τα αριθμητικά υποδεέστερα βουλγαρικά τμήματα, μη μπορώντας να προβάλλουν αντίσταση στη χώρα τους, εξαπέλυαν επιδρομές αντιπερισπασμού στη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ο Σαμουήλ δεν μπορούσε πια να πολεμήσει τον Βασίλειο και να τον αντιμετωπίσει σε μια αποφασιστική μάχη. Ήταν εξουθενωμένος και η εξουσία του ήταν υπό αμφισβήτηση στην ίδια του τη χώρα.
Η κορύφωση του πολέμου ήρθε το 1014. Εκείνη τη χρονιά ο τσάρος αποφάσισε να εμποδίσει τον βυζαντινό στρατό να εισέλθει –για άλλη μια φορά– στην καρδιά της βουλγαρικής επικράτειας. Για το σκοπό αυτό συγκέντρωσε έναν μεγάλο στρατό με 45.000 στρατιώτες. Οι Βούλγαροι έσκαψαν ορύγματα κατά μήκος των συνόρων και οχύρωσαν πολλές από τις κοιλάδες και στενά με τείχη και πύργους.
Η μάχη
Ο βυζαντινός στρατός βάδισε από την Κωνσταντινούπολη, εισήλθε στην κοιλάδα του Στρυμόνα και περνώντας από τα στενά του Ρούπελ έφτασε στο χωριό Κλειδίον όπου ο ποταμός κάμπτεται και προσεγγίζει τα όρη Μπέλλες (Κερκίνη) και Ογκράζντεν. Εκεί το εκστρατευτικό σώμα αναγκάστηκε να σταματήσει λόγω ξύλινου τείχους που υπερασπίζονταν 15.000-20.000 Βούλγαροι. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στην περίφραξη δίχως καθυστέρηση, αλλά αποκρούστηκαν.
Ο Βασίλειος αντιλαμβανόμενος ότι δεν θα ήταν εύκολο να υπερπηδήσει το εμπόδιο αυτό στην ορεινή διάβαση, διέταξε τον στρατηγό του Νικηφόρο Ξιφία να κινηθεί νοτιοδυτικά παρακάμπτοντας το όρος Μπέλλες και να περικυκλώσει τους Βουλγάρους, ενώ ο ίδιος συνέχιζε τις επιθέσεις κατά του τείχους. Ο Ξιφίας οδήγησε τα στρατεύματά του από ένα στενό μονοπάτι στα μετόπισθεν των Βουλγάρων και στις 29 Ιουλίου επιτέθηκε.
Οι παγιδευμένοι Βούλγαροι στρατιώτες εγκατέλειψαν τις επάλξεις τους για να αντιμετωπίσουν την επίθεση στα νώτα τους, και ο Βασίλειος από την άλλη πλευρά κατάφερε να διασπάσει το τείχος.
Επικράτησαν μεγάλη σύγχυση και πανικός. Χιλιάδες Βούλγαροι στρατιώτες σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι προσπάθησαν απεγνωσμένα να ξεφύγουν προς τα δυτικά. Ο Σαμουήλ και ο γιος του Γαβριήλ Ράντομιρ εγκατέλειψαν εσπευσμένα το στρατηγείο τους στο παρακείμενο φρούριο του Στρυμόνα και προσπάθησαν να φέρουν ενισχύσεις στην κοιλάδα, αλλά κατά τον απεγνωσμένο αγώνα τους κοντά στο χωριό Μοκρίεβο υπερφαλαγγίστηκαν από τον ταχέως προελαύνοντα εχθρό.
Πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Μοκρίεβο και ακόμη περισσότεροι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Σαμουήλ διέφυγε μόλις και μετά βίας.
Η Μάχη του Κλειδίου ήταν κρίσιμη, πλην όμως ο πόλεμος δεν τελείωσε αμέσως. Οι Βούλγαροι πολέμησαν δίχως ελπίδες μέχρι και το 1018· στο τέλος αναγκάστηκαν να υποταχθούν.
Τα βυζαντινά σύνορα αποκαταστάθηκαν μέχρι τον Δούναβη μετά από 400 χρόνια (με εξαίρεση την περίοδο του Τσιμισκή).