Γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1844 στο Χρυσάμπελο (Κούμβαο) της επαρχίας Ηρακλείας της Ανατολικής Θράκης. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην πόλη των Σερρών και χειροτονήθηκε διάκονος στο ναό Αγίων Θεοδώρων Σερρών στις 26 Φεβρουαρίου 1862, από τον πνευματικό του πατέρα και διδάσκαλο μητροπολίτη Σερρών Μελέτιο Θεοφιλίδη.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Ριζάρειο Σχολή και στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στην Αθήνα ο Μητροπολίτης Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος τον προχείρισε σε αρχιδιάκονό του, εκτιμώντας την προσωπικότητα και τα προσόντα του. Το 1873 βρίσκεται στη Ραιδεστό ενώ το 1874 χρημάτισε πρωτοσύγκελος του μητροπολίτη Ηρακλείας Πανάρετου και ιεροκήρυκας, μέχρι να λάβει τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης, ονομαζόμενος επίσκοπος Ναζιανζού, στις 24 Μαρτίου του 1875.
Στους χρόνους της βουλγαρικής εξαρχίας απεστάλη από το Πατριαρχείο στην Ανδριανούπολη ως έξαρχος. Μετά από τρίμηνη παραμονή εκεί, εξελέγη στις 12 Μαΐου του 1879 μητροπολίτης Τραπεζούντος.
Πέντε χρόνια έμεινε στη Μητρόπολη Τραπεζούντας. Κατά τη θητεία του μερίμνησε για την ελάττωση της βαριάς φορολογίας των χριστιανών, αποκατέστησε την ειρήνη και την ομόνοια μεταξύ του ποιμνίου του και ανασύνταξε τους κοινοτικούς κανονισμούς της ορθόδοξης κοινότητας των Ρωμιών.
Με τη βοήθεια των μεγάλων ευεργετών Κωστάκη Θεοφυλάκτου και Φωκίωνος Κιούση δημιούργησε προσοδοφόρα κτήματα από τα έσοδα των οποίων καλυπτόταν ο προϋπολογισμός των σχολείων.
Γι’ αυτήν μάλιστα την ενέργειά του τον συνεχάρη το Πατριαρχείο με προσωπική επιστολή στις 13 Ιουνίου 1880.
Έναν χρόνο νωρίτερα, το 1879, η Μεγάλη Εκκλησία, αφού απέσπασε τις εξαρχίες των τριών σταυροπηγιακών μονών Σουμελά, Βαζελώνος και Περιστερεώτα, τις υπήγαγε στην άμεση διοίκηση της Μητροπόλεως Τραπεζούντας με συνοδικό γράμμα στις 22 Οκτωβρίου από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄.
Ο Τραπεζούντος Γρηγόριος Καλλίδης ανέλαβε την υποχρέωση να τις επισκέπτεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, από τον Απρίλιο όμως του 1886 η εποπτεία των χριστιανών της περιοχής περιήλθε και πάλι στη Σουμελά.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1884 ο Γρηγόριος εξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Η ενθρόνισή του πραγματοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου 1885. Δυστυχώς, όμως, κατά τη χρονική εκείνη περίοδο βρισκόταν σε κορύφωση το λεγόμενο «κοινοτικό ζήτημα» της Θεσσαλονίκης, με έντονες διενέξεις, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τη μετάθεσή του σε σύντομο διάστημα.
Ο Γρηγόριος, παραιτούμενος, θέτει τον εαυτό του στη διάθεση της Μεγάλης Εκκλησίας οπότε και εκλέγεται μητροπολίτης Ιωαννίνων στις 28 Σεπτεμβρίου του 1889.
Στις 22 Μαΐου 1902 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ προβίβασε τον Γρηγόριο στην ιστορική Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού. Στη Ραιδεστό επέδειξε σημαντική δράση για την ανάπτυξη της παιδείας.
Ακόμη προστάτευσε τον ελληνικό πληθυσμό από τον κίνδυνο της Ουνίας, η οποία από τα μέσα του 19ου αι. είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή, όπως κι από τη δράση των Βουλγάρων εξαρχικών. Στις 7 Ιουλίου του 1920 υποδέχτηκε τον ελευθερωτή Ελληνικό Στρατό.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών εγκαταστάθηκε, μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, στη μητροπολιτική Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί εκοιμήθη τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 23 Ιουλίου του 1925. Η εξόδιος ακολουθία του έγινε ναό της Του Θεού Σοφίας και η σορός του με πομπή κατέληξε στο νεκροταφείο της Ευαγγελιστρίας.
Αγιοκατάταξη
Στις 20 Οκτωβρίου 1979 ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Β΄ πραγματοποίησε την ανακομιδή των λειψάνων του. Με ενέργειες του ίδιου προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε η επίσημη κατάταξη του Αγίου Γρηγορίου Καλλίδου στο αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με πατριαρχική και συνοδική πράξη στις 22 Μαΐου 2003.
Την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της αγιοκατάταξης εκόμισε με πατριαρχική συνοδεία ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος προέστη και στην ακολουθία-δοξολογία της κατατάξεως του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας, στο ναό Αγίου Δημητρίου στις 29 Μαΐου 2003.
Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουλίου (ημέρα της κοιμήσεώς του) και στις 20 Οκτωβρίου (ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του).
Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται σε αργυρή λάρνακα στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης.
Μικρά αποτμήματα των λειψάνων του δωρήθηκαν από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης στο ναό της Ζίτσας Ιωαννίνων (τον οποίο ως μητροπολίτης Ιωαννίνων είχε εγκαινιάσει) και στο ναό Αγίων Θεοδώρων Σερρών (όπου είχε χειροτονηθεί διάκονος).
- Πηγές: el.wikipedia.org, saint.gr.