Αυτοί που γνώρισαν από κοντά κάποιον άγιο της ορθόδοξης πίστης μας, είχαν την ευκαιρία να δουν με τα μάτια τους και να βιώσουν απίστευτα γεγονότα και υπερφυσικές καταστάσεις. Να ζήσουν θαύματα, δηλαδή σημεία της παντοδυναμίας του Κυρίου, προς δόξαν Αυτού. Είδαν, δηλαδή, στην πράξη να πραγματώνεται το «Θεός όπου βούλεται, νικάται φύσεως τάξις».
Αυτά τα θαύματα είναι καύχημα των πιστών, απαλλαγμένο από μωρία, αλαζονεία και κενοδοξία, κατά το «ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω». Οδηγούν, μάλιστα, σε ταπείνωση, αφού, άλλωστε, είναι απότοκα της ταπεινώσεως.
Γιατί η αναγνώριση του πεπερασμένου των δυνατοτήτων της ανθρώπινης λογικής και σοφίας μπροστά στην παντοδυναμία του Θεού, γίνεται για τον λογικό κι ευφυή άνθρωπο απαρχή της πορείας προς γνήσια ταπείνωση.
Η θαυματουργική ευεργεσία είναι βασικό και όχι απροσδόκητο γνώρισμα της ζώσας εκκλησίας, στο μέτρο που αυτή ζει και κινείται μέσα στη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Με αυτήν οι άγιοί μας όχι μόνον ανταποκρίνονται στο κέλευσμα του Αποστόλου Παύλου («μιμηταί μου γίνεσθε καθώς καγώ Χριστού»), αλλά μας τονίζουν όπως αυτός: «και ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως, ίνα η πίστις υμών μη η εν σοφία ανθρώπων, αλλ’ εν δυνάμει Θεού».
Εύστοχο, εύλογο κι αναμενόμενο είναι, λοιπόν, ο κόσμος ν’ αποζητά, να διψά για αποδείξεις Πνεύματος και δυνάμεως. Δεν υποπίπτει στην ανοησία της «αιτήσεως σημείου», ώστε υπό αυτήν την προϋπόθεση να πιστέψει στον Χριστό. Αντίθετα, επειδή πιστεύει στον Χριστό, περιμένει να δει στο σώμα Του, δηλαδή στην Εκκλησία, πλούσια τα ελέη της Χάριτός Του. Περιμένει να δει ζωντανά τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος.
Πώς θέλετε να γνωρίσει τα δέντρα; Από το πόσο ψηλά στέκονται; Από το πόσο κορδωμένα κι ευθυτενή είναι; Μήπως από το πλούσιο φύλλωμά τους και τα πλουμιστά άνθη που τα στολίζουν; Γιά μήπως από το πόσοι παρατρεχάμενοι σπεύδουν να τα ποτίζουν και να τους ρίχνουν λίπασμα νυχθημερόν;
Μη γελιέστε και μην υποτιμάτε τη λαϊκή σοφία. Από τους καρπούς θέλει να γνωρίσει τα δέντρα ο κοσμάκης.
Για αγίους έμπλεους χαρισμάτων διψά ν’ ακούει ο κόσμος· κι αν γίνεται, να τους δει, να τους μιλήσει, να τους φιλήσει το χέρι, να πάρει την ευλογία τους και ν’ ακούσει τα λόγια και τις συμβουλές τους από κοντά. Για πόσο ακόμα νομίζετε μερικοί πως θα τον ξεγελάτε με στείρες αγαπουλίστικες ψυχαναλύσεις, άνοστες αμπελοφιλοσοφίες κι εξυπναδίστικες θεωρίες βερμπαλιστικών προφάσεων εν αμαρτίαις; Κοντεύει η ώρα που θα ξυπνήσουν κι όσοι ακόμα καθεύδουν και θα ψάχνουν κι αυτοί αγίους, για ν’ ακούσουν εκείνο το «πορεύου και μηκέτι αμάρτανε».
Ο χριστιανός πρέπει να ψάχνει ενεργά, αλλά συνετά, τη συνάντηση με την αγιότητα, δίχως διάθεση και πνεύμα προσωπολατρίας. Ο Κύριος είπε στον Απόστολο Θωμά «ότι εώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Είναι μνημειώδους εμβέλειας ανοησία η διαστροφική ερμηνεία αυτής της ρήσεως. Το ότι, δηλαδή, θα είμαστε μακάριοι αν πιστεύουμε, αγνοώντας, υποτιμώντας και αποφεύγοντας κάθε συζήτηση και τριβή με τα θαύματα των αγίων που πιστοποιούν τη γνησιότητα και την ποιότητα της σχέσης τους με το Χριστό.
Γιατί υπάρχει κι αυτή η τάση, δυστυχώς, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όταν ακούσουν μερικοί μεγαλόσχημοι που αγαπούν τας πρωτοκαθεδρίας, για κανέναν παππούλη που θαυματουργεί, σκυλιάζουν κι αρχίζουν να τον κακολογούν, να τον διαβάλουν και να τον πολεμούν μέχρις εξοντώσεως. Για δε τους ανακηρυγμένους αγίους, επειδή δεν μπορούν να κοντράρουν τη φήμη τους στα ίσια, ακολουθούν άλλη τακτική. Αποφεύγουν να μιλούν γι’ αυτούς (εκτός κι αν είναι αναγκασμένοι να βγάλουν κανέναν πανηγυρικό λόγο). Αν πάλι κανένας χριστιανός τούς ανοίξει κουβέντα για άγιο, τους βλέπεις να σφίγγονται. Κουνιούνται λίγο νευρικά μ’ ένα ελαφρύ πέρα-δώθε, κι αφού σουφρώσουν τα χείλια μετά του λένε: Ναι… καλά… καλά… αλλά άσε αυτά τα μεταφυσικά, καημένε, και κοίτα ν’ αγαπάς και να κάνεις φιλανθρωπίες και να βρεις τον Χριστό μέσα σου και τα ρέστα.
Αυτοί, λοιπόν, δεν βλέπουν την Ορθόδοξη Εκκλησία ως την υπερκόσμια και μεταφυσική οδό της διά Χριστόν κατάργησης του θανάτου (της ανάστασης και της αιώνιας ζωής).
Μάλλον την βλέπουν ως λέσχη ή ως μια μη κυβερνητική οργάνωση∙ ως πηγή κοσμικής εξουσίας κι εξυπηρέτησης συμφερόντων. Έτσι, το γεγονός της αγιότητας κάποιου χαρισματούχου που μαρτυρείται από χιλιάδες πιστούς, τους εξοργίζει. Η διαχρονική του ανιδιοτέλεια τους ενοχλεί.
Γιατί άραγε; Φθονούν; Φοβούνται πως θα τους κλέψει την αίγλη, την όποια κοσμική εξουσία, την πελατεία τους ίσως; Ή μήπως φοβούνται πως έχει το πρooρατικό και το διορατικό χάρισμα; «Διώκετε την αγάπην· ζηλούτε δε τα πνευματικά, μάλλον δε ίνα προφητεύητε» εντέλει ο Θείος Παύλος. Και παρακάτω λέγει «ο δε προφητεύων εκκλησίαν οικοδομεί». Και πάλι: «εάν δε πάντες προφητεύωσιν, εισέλθη δε τις άπιστος ή ιδιώτης, ελέγχεται υπό πάντων, ανακρίνεται υπό πάντων, και ούτω τα κρυπτά της καρδίας αυτού φανερά γίνεται…».
Εδώ που τα λέμε, μόνον η προφητεία μπορεί ν’ αντιμετωπίσει το μοναδικό φοβερό όπλο που διαθέτουν αυτοί κι οι πολιτικοί τους προϊστάμενοί. Ψέμα στα ίσα, κοροϊδία κατάμουτρα, μπέσα μηδέν. Πώς αλλιώς αντιμετωπίζεται αυτό ρε παιδιά;