Αν παρατηρήσει κανείς την πορεία των εξελίξεων της τελευταίες δεκαετίες, διαπιστώνει ότι η Δύση, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ έχουν ως στρατηγικό στόχο να απωθήσουν γεωπολιτικά τη Ρωσία από την Κεντρική, την Ανατολική και τη ΝΑ Ευρώπη και να την περιορίσουν στα όρια της ρωσικής επικράτειας. Στο πλαίσιο αυτού του στόχου όλες οι Δυτικές δυνάμεις υποσχέθηκαν στον Γκορμπατσόφ και στον Σεβαρντνάτζε ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ανατολικά «ούτε μία ίντσα» εάν η Μόσχα αποσύρει τον Ερυθρό Στρατό από την Ανατολική Γερμανία και της επιτρέψει να επανενωθεί με τη Δυτική. Αυτή ήταν μια τιτάνια παραχώρηση από τον Γκορμπατσόφ. Όμως στη συνέχεια είδαμε ότι το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε σε όλες τις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, στις Βαλτικές χώρες, και τείνει να κλείσει τον κύκλο με την ένταξη των Σκοπίων.
Αν γίνει κι αυτό το βήμα, εκτός ΝΑΤΟ θα είναι η Σερβία, το πιο σημαντικό έρεισμα της Ρωσίας στην ΝΑ Ευρώπη, η οποία όμως δεν έχει πρόσβαση στη θάλασσα και ο εναέριος χώρος της είναι περίκλειστος από χώρες του ΝΑΤΟ.
Αν τακτοποιηθεί, λοιπόν, η «εκκρεμότητα» που ακούει στο όνομα Σκόπια, που ήδη έχει πάρει το δρόμο της με τις ευγενείς υπηρεσίες των κ.κ. Τσίπρα, Κοτζιά και Καμμένου, τότε μένουν προς διευθέτηση το θέμα της Μολδαβίας και της Ουκρανίας, για να μείνει η Ρωσία με μόνη σύμμαχο χώρα τη Λευκορωσία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το εάν θα ακολουθήσει κάτι μεγάλο, σε περίπτωση που ολοκληρωθούν και οι ανωτέρω διευθετήσεις, όπως για παράδειγμα ένας αποκλεισμός της Ρωσίας, που μπορεί να οδηγήσει και σε έναν μεγάλο πόλεμο, κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει ή να το γνωρίζει, εκτός από εκείνους που σχεδιάζουν κάτι τέτοιο.
Πάντως, η πρεμούρα της Δύσης να εντάξει τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, μαζί με την Αλβανία, αποτελεί ένδειξη ότι υπάρχει βιασύνη να κλείνουν εκκρεμότητες. Σε ό,τι μας αφορά, η Ελλάδα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη θέση της σε ΝΑΤΟ και ΕΕ για να επιλύσει θετικά για τα εθνικά μας συμφέροντα ζητήματα που μας απασχολούν με την Αλβανία και τα Σκόπια.
Αντ’ αυτού, η Ελλάδα προχώρησε στην υπογραφή μιας προδοτικής συμφωνίας με τα Σκόπια, εκχωρώντας όνομα, γλώσσα και εθνική ταυτότητα στους νεόκοπους «Μακεδόνες», ενώ σύρεται σε μια συμφωνία με τα Τίρανα, η οποία θα κινηθεί στη γραμμή των παρατηρήσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Αλβανίας, που πάγωσε τη συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωών που είχε υπογραφεί επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή. Δηλαδή, ακόμα και στην περίπτωση αυτή αποδεικνύεται ότι η Αλβανία διαθέτει θεσμούς που οροθετούν το πεδίο στο οποίο μπορούν να κινηθούν οι πολιτικοί για να υπογράψουν μια συμφωνία, ενώ στην Ελλάδα το ζήτημα αυτό αφορά μια ομάδα του Μαξίμου και κάτι παρέες που εκτός από το ότι είναι φίλοι του ΥΠΕΞ, συμμετέχουν και σε άλλα κέντρα όπου γίνονται διάφορες ζυμώσεις, ερήμην των πολιτών και της κοινωνίας.
Ανακεφαλαιώνοντας, η Ελλάδα, μια χώρα γυμνή θεσμικά και με πολιτικό προσωπικό πολλαπλά εκτεθειμένο σε εκβιασμούς των ξένων πρεσβειών, υποτάσσει το εθνικό στο συμμαχικό και αίρει το βέτο για είσοδο της Αλβανίας και των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, και αντί να εξασφαλίζει κέρδη, υπογράφει επώδυνες και προδοτικές συμφωνίες, ερήμην των πολιτών, οι οποίοι τις καταγγέλλουν σε ποσοστά που αγγίζουν το 80%.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία ρύθμισης των εκκρεμοτήτων της Δύσης, η Ρωσία προσπαθεί να αντιδράσει.
Από τη μια φροντίζει να δημιουργήσει και να ενισχύσει τα ερείσματα που διαθέτει στις χώρες της περιοχής, και από την άλλη –δεν έχω καμία αμφιβολία– κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να αποτρέψει δυσάρεστες γι’ αυτήν εξελίξεις.
Για παράδειγμα, εισαγγελείς του Μαυροβουνίου, το οποίο εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 2017, είχαν κατηγορήσει ανοικτά τη Ρωσία και μυστικούς της πράκτορες, καθώς και Σέρβους εθνικιστές, ότι σχεδίαζαν τη δολοφονία του Τζουκάνοβιτς και την κατάληψη του κοινοβουλίου του Μαυροβουνίου, στην Ποντγκόριτσα, το φθινόπωρο του 2016.
Επίσης, ο ίδιος ο Τζουκάνοβιτς, μιλώντας σε συγκέντρωση της νεολαίας του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος Σοσιαλιστών του οποίου ηγείται, είπε ότι η Ρωσία και η φιλορωσική αντιπολίτευση του Μαυροβουνίου είναι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν «αιματοχυσία και μεθόδους πραξικοπήματος» για να εγκαταστήσουν κυβέρνηση φιλική προς το Κρεμλίνο.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι είναι αλήθεια και τι όχι από τις πιο πάνω καταγγελίες, όμως, από την πρόχειρη έρευνα που έκανα δεν είδα να απελαύνεται Ρώσος διπλωμάτης για όλα αυτά, ενώ το Μαυροβούνιο απέλασε Ρώσο διπλωμάτη για την υπόθεση Σκριπάλ.
Να έλθουμε τώρα στο θέμα των απελάσεων που αποφάσισε των ελληνικό ΥΠΕΞ.
Το ότι η Ρωσία έχει στόχο να αποκτήσει ή και να ενισχύσει τα ερείσματα που έχει στην Ελλάδα, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο. Όμως αυτό είναι στις κλασικές αποστολές της διπλωματικής αποστολής κάθε χώρας. Το θέμα είναι να μάθουμε αν έγιναν ενέργειες που στρέφονται εναντίον της χώρας μας, για να δικαιολογούνται οι απελάσεις. Γιατί αν μιλάμε για το Άγιο Όρος, τα Πατριαρχεία, την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και τις μητροπόλεις κυρίως της βόρειας Ελλάδας, οφείλουμε πρώτον να τα σεβόμαστε και δεύτερον να τα ενισχύουμε, για να μην είναι ευάλωτα σε δυνητικές απόπειρες ελέγχου τους από το Πατριαρχείο της Μόσχας ή από άλλους παράγοντες.
Συμπέρασμα, από τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας, οι απελάσεις των Ρώσων διπλωματών μάλλον επιβλήθηκαν από εξωτερικό παράγοντα, ο οποίος πιθανόν έβαλε στο τραπέζι και στοιχεία για σχέσεις της κυβέρνησης με τον ρωσικό παράγοντα –θα επανέλθουμε για το θέμα αυτό– και απαίτησε να ξεκαθαρίσει η κατάσταση.
Γι’ αυτό και ο τίτλος «τέλος χρόνου».