Ο ορίζοντας είναι σκοτεινός. Τα δύσκολα είναι μπροστά. Κάτι περισσότερο και καλύτερο περιμέναμε μετά από οκτώ χρόνια βαθύτατης αξιακής κρίσης. Αντιθέτως, αυτό που είδαμε κατά τη συζήτηση στη Bουλή είναι μια υποχώρηση του πολιτικού βίου, ακόμη, και από το προ-κρισιακό επίπεδο. Το γιατί θέλει διερεύνηση.
Τα πολιτικά κόμματα πάντοτε επιδίωκαν, αυτός είναι, άλλωστε, και ο στόχος τους, την εξουσία. Αλλά να ανάγεται η κατάκτηση και διατήρησή της σε κάτι το απόλυτο, πέραν κάθε πολιτικής και κοινωνικής αξίας και δέσμευσης, ίσως, είναι πρωτόγνωρο στο νεότερο πολιτικό βίο. Ακόμη, όμως, και αν, όπως ενδεχομένως ισχυριστούν αρκετοί, αποτελούσε φαινόμενο του πρόσφατου παρελθόντος αναμέναμε κάτι διαφορετικό ως λαός, μετά την τεράστια ταλαιπωρία που υποστήκαμε και συνεχίζουμε να υφιστάμεθα, λόγω της κρίσης.
Η αυτοαποκαλούμενη κυβερνώσα Aριστερά, περιμέναμε να παρουσιάσει το δικό της τρόπο διοίκησης και δημόσιου λόγου. Αυτό που βλέπουμε είναι χειρότερο από το προηγούμενο. Και ευλόγως, οι πολίτες αναρωτιούνται: είναι αυτό Aριστερά;
Μετά την «kolotuba» του 2015, την οποία τιμήσαμε προχθές δεόντως, φαντάζομαι στην πρωθυπουργική οικία με τα κλάματα της κ. Μπαζιάνα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε ένα τρίτο, και ίσως το σκληρότερο, μνημόνιο. Τώρα επιχειρεί να διαχειριστεί τις επιπτώσεις του στη δυνατότητα του λαού να επιβιώσει. Και, κυρίως, των συνταξιούχων. Θα περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι οι άνεργοι της χώρας, που ανέρχονται σε υψηλό διψήφιο ποσοστό χωρίς να περιλαμβάνονται σ’ αυτούς όσοι έφυγαν στο εξωτερικό, να βρουν εργασία και να μπορέσουν να συντηρηθούν. Οι συντάξεις, οι οποίες περικόπηκαν γενναία, αποτελούν ένα μέσο επιβίωσης ολόκληρης της οικογένειας.
Η εύκολη νεοφιλελεύθερη αξίωση για περικοπή τους δεν λαμβάνει υπόψη της τον παράγοντα άνθρωπος και, κυρίως, την επιδείνωση των κοινωνικών αντιδράσεων. Μέχρι σήμερα, επετεύχθη μια χαοτική ισορροπία. Περιμένουμε κάτι που θα οδηγήσει προς τα εμπρός, όχι πίσω. Χρειάζεται, όμως, πολιτική. Όχι αλχημείες.
Η τυφλή προσκόλληση του Τσίπρα στο άρμα της Μέρκελ για ορισμένα αργύρια είναι επικίνδυνη. Ενέχει κινδύνους που πρέπει να αξιολογηθούν.
Το Προσφυγικό είναι ένα σοβαρό ζήτημα με ανθρωπιστικές διαστάσεις. Δεν μπορεί, όμως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο να αντιμετωπιστεί μόνο από δύο χώρες: την Ελλάδα και την Ιταλία. Οι άλλοι Ευρωπαίοι δείχνουν απρόθυμοι να βοηθήσουν στην αντιμετώπισή του. Ιδίως, οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, οι χώρες του Βίζεγκραντ, όπως ονομάστηκαν. Και, βεβαίως, στην απροθυμία τους αυτή ενισχύονται, πλέον, και από τη γερμανική κυβέρνηση μετά τη συμφωνία της Μέρκελ με τον Ζεεχόφερ, τον υπουργό των Εσωτερικών.
Οι κεντροευρωπαϊκές χώρες, στις συναντήσεις τους καταλήγουν στο κοινό συμφέρον και στην υλοποίηση της πολιτικής που θα το πετύχει. Σε αντίθεση με τις ανάλογες συναντήσεις στα Βαλκάνια. Οι πολυμερείς συνεννοήσεις στα Βαλκάνια ήταν, πάντοτε, δύσκολο, έως αδύνατο να επιτευχθούν. Σε αντίθεση με τις διμερείς. Αυτή ήταν και μια από τις ουσιαστικές διαφορές του Ελευθερίου Βενιζέλου που πρότεινε και υλοποίησε τις διμερείς συμφωνίες, σε αντίθεση με τον υπουργό του των Εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο που επεδίωκε τις πολυμερείς. Η ιστορία δικαίωσε, μάλλον, τον Βενιζέλο.
Τις διμερείς συνεννοήσεις επεδίωξε και η κ. Μέρκελ και κατάφερε, από ό,τι δείχνουν μέχρι στιγμής τα πράγματα, να πείσει τον Τσίπρα να δέχεται η Ελλάδα πίσω όσους πρόσφυγες δεν θέλει η Γερμανία.
Η χώρα μετατρέπεται σε αποθήκη ψυχών. Αυτή είναι η πολιτική της κυβέρνησης;
Αλλά, το πιο επικίνδυνο είναι άλλο. Η προσκόλληση στο γερμανικό άρμα –πέραν των ευρωπαϊκών υποχρεώσεων– φέρνει, αν δεν έφερε ήδη, τη χώρα αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ. Η σύγκρουση Ουάσιγκτον- Βερολίνου είναι, πια, ανοικτή. Σ’ αυτήν τη σύγκρουση η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να τοποθετείται.
Σύμφωνα με ορισμένους διπλωμάτες, η άποψη των οποίων λαμβάνεται υπόψη, η δημόσια αντιπαράθεση Μέρκελ-Ζεεχόφερ δεν έχει να κάνει μόνο με το Προσφυγικό. Εάν αναζητηθούν θα βρεθούν ίχνη υποκίνησής της από την υπερδύναμη. Το Προσφυγικό μπορεί να αποτέλεσε το πρόσχημα για να ταρακουνηθεί η Μέρκελ και να πάρει το μήνυμα.
Όταν η αμερικανική κυβέρνηση φτάνει στο σημείο, διά του προέδρου της, να εκδηλώνει, δημοσίως, τη δυσαρέσκειά της για την πολιτική της Γερμανίας, κάτι πολύ έντονο υποβόσκει. Οι ΗΠΑ δεν το έχουν κάνει τόσο έντονα και με τόση σαφήνεια ούτε για την Τουρκία και τον Ερντογάν ο οποίος δημιουργεί σωρεία προβλημάτων. Στις διεθνείς σχέσεις η τακτική της λεμονόκουπας είναι συνηθισμένη.
Ο Τσίπρας, ό,τι ήταν να πετύχει το πέτυχε. Και στην οικονομία και στην εξωτερική πολιτική. Αποτελεί, πλέον, βαρίδι για τις ΗΠΑ. Δεν μπορεί να εμφανιστεί δημοσίως, μετά και τη συμφωνία για το Μακεδονικό.
Ας μην εκπλαγούμε αν δούμε κινήσεις προς την κατεύθυνση απαξίωσης και απομάκρυνσής του με τις εκλογές. Τα μέσα που έχουν οι ισχυρές δυνάμεις για να πετύχουν το στόχο τους είναι πολλά.
Τέλος, δύσκολη περίοδο και κλυδωνισμούς περνά και η Ευρωπαϊκή Ένωση που θα δοκιμαστεί στα χέρια της σημερινής γερμανικής ηγεσίας. Ουσιαστικά, η άλλοτε φέρελπις Ένωση έχει μετατραπεί σε μια γερμανική Ευρώπη. Σέρνεται από το Βερολίνο. Δεν είναι η Ένωση που επιθυμούσαν, και επεδίωξαν, οι λαοί της Ευρώπης. Η παρότρυνση του Τραμπ προς τον Μακρόν να εγκαταλείψει το σκάφος και η δημόσια ανακοίνωση του θέματος από τον Γάλλο πρόεδρο δείχνει και μια δυσαρέσκεια του Παρισιού απέναντι στο Βερολίνο. Ας θυμηθούμε ότι πριν την ευρωπαϊκή προσπάθεια για ενοποίηση, στην ήπειρο λειτουργούσαν δύο μεγάλοι άξονες συμφερόντων: Παρίσι- Βελιγράδι- Αθήνα και Βερολίνο- Σόφια- Άγκυρα.
Είναι νωρίς, ακόμη, αλλά ας τα έχουμε όλα αυτά υπόψη.