Το τι εμποδίζει και τι όχι την «επανένωση» είναι τελικά θέμα αντίληψης και πολιτικής προσέγγισης. Εσχάτως κυκλοφορεί η άποψη –με έντονο και οργίλο ύφος μάλιστα– πως η εφαρμογή εν πολλοίς της νομοθεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας παρεμποδίζει την «πολιτική της επανένωσης» (αδόκιμος ο όρος επανένωση, ανακαλύφθηκε για να μην αναφέρεται η απελευθέρωση και παρεξηγηθούν κάποιοι και… πληγωθούν οι Τούρκοι).
Το κράτος, το οποίο υποτίθεται υπερασπίζονται (για να διατηρούν και τις καρέκλες τους), έχει νόμους και στη βάση αυτών λειτουργεί. Και στην Κυπριακή Δημοκρατία δεν υπάρχουν νόμοι, που εμμέσως αναγνωρίζουν την παράνομη κατοχική οντότητα στα Κατεχόμενα. Δεν υπάρχει νόμος που προβλέπει ομαλοποίηση με την κατοχή. Δεν υπάρχει νομοθεσία, η οποία να προβλέπει επιδότηση της κατοχής.
Μπορεί, βέβαια, να γίνει κι αυτό κάποτε, αλλά επί του παρόντος όσοι, πίσω από τις λέξεις το λένε, δεν τολμούν να το προωθήσουν. Για παράδειγμα, η ρηματική διακοίνωση για τους αρχαιολογικούς χώρους, που βρίσκονται υπό κατοχή, δεν εκδόθηκε επειδή δυο-τρεις υπάλληλοι αποφάσισαν μια ημέρα να κηρύξουν ανένδοτο αγώνα. Αυτό προβλέπεται κι αυτό θα γίνεται μέχρι να αλλάξουν οι κανόνες. Και οι κανόνες θα αλλάξουν είτε με την απελευθέρωση είτε με την «επανένωση» (με σχέδιο Ανάν και Γκουτέρες).
Με βάση, λοιπόν, τη νομοθεσία ενεργούν προφανώς οι κρατικές υπηρεσίες και στο θέμα των καυσίμων από τα Κατεχόμενα. Σε λίγο, ελληνοκυπριακές εταιρείες θα δίνουν προσφορές για την οργάνωση δεξιώσεων στο λεγόμενο προεδρικό μέγαρο του ψευδοκράτους και θα αναπτύσσεται γύρω από αυτό «πολιτική επιχειρηματολογία» προβάλλοντας το ανέξοδο ρεφρέν ότι δεν πρέπει να αντιδρούν οι… εθνικιστές και οι εχθροί της «επανένωσης».
Η υπόθεση με τα ανοίγματα οδοφραγμάτων ήταν μια λανθασμένη πολιτική εξαρχής.
Εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται πως δεν ήταν «ρήγματα» στο τείχος του διαχωρισμού που πέτυχε, αλλά εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί τη λογική της ομαλοποίησης με την κατοχή. Σιγά-σιγά, θα γίνεται αποδεκτή η κατοχική πραγματικότητα. Πήγαινε-έλα σε δυο «περιοχές», δυο «διοικήσεις». Και στο τέλος θα εδραιωθεί και στη συνείδηση ο διαχωρισμός.
Ο Σενέρ Λεβέντ στη συνέντευξή του στον Φιλελεύθερο (στην Τώνια Σταυρινού) είπε το εξής σημαντικό για τα οδοφράγματα: «Εγώ δεν πιστεύω ότι αυτοί που είχαν την πρωτοβουλία να τα ανοίξουν είχαν υπόψη τους τα ανθρώπινα δικαιώματα. Άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003 αυτοί που οδήγησαν στο κλείσιμό τους το 1974. Γιατί περίμεναν 29 χρόνια; Επειδή το παιδί που γεννήθηκε το 1974 έγινε 29 χρονών χωρίς να δει την Κερύνεια ή χωρίς να δει τη Λεμεσό.
»Ζούμε σε έναν τόπο που δεν έχουμε αναμνήσεις από την άλλη πλευρά. Μας έχουν χωρίσει για να ζούμε σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Οι πόλεις μας έγιναν ξένοι τόποι. Οι μεγαλύτεροι, που ζουν με τις μνήμες, σιγά-σιγά φεύγουν και οι νέοι δεν έχουν δεσμούς με το κομμάτι του τόπου που δεν έζησαν».
Το Κυπριακό δεν θα λυθεί αναγνωρίζοντας τα κατοχικά δεδομένα αλλά ανατρέποντάς τα. Για να γίνει τούτο πρέπει να εγκαταλειφτεί η πολιτική της πεπατημένης που έχει κατορθώσει να εδραιώσει την κατοχή και επιχειρεί τεχνηέντως να συμφιλιώσει την κοινωνία με τις… πραγματικότητες. Η συνεργασία με τους Τουρκοκύπριους δεν περνά μέσα από τη συμφιλίωση με τα κατοχικά δεδομένα, αλλά διά της ανατροπής τους. Το Κυπριακό δεν θα λυθεί με γλωσσάρια ομαλοποίησης, αλλά αγγίζοντας Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι τον πραγματικό πυρήνα του ζητήματος, που είναι η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή.
- Πηγή: philenews.gr / Κώστας Βενιζέλος.