Δεν είναι τυχαίο που αναφέρομαι με κάθε ευκαιρία στον μεγάλο μας ήρωα, τον στρατηγό Μακρυγιάννη. Από τους Έλληνες της νεότερης ιστορίας, αυτός είναι που σε τόσο πολλά και διαφορετικά επίπεδα, που τόσο πολυδιάστατα αναδεικνύει με την προσωπικότητα, τη δράση και το λόγο του την ελληνική ψυχή. Έχουμε ανάγκη από ένα τέτοιο παράδειγμα, γιατί η έννοια του ελληνισμού δεν προσεγγίζεται με ορισμούς, κανόνες και προσδιορισμούς.
Η αυθεντικά ελληνική ψυχή συχνάζει σε μέρη μυστικά στους πολλούς∙ εκεί που η λογική και το αίσθημα, ο νους κι η καρδιά, το φυσικό και το υπερφυσικό, το αισθητό και το υπεραισθητό συναντιούνται και διαλέγονται.
Μόνον αυτοί που ζουν μέσα στη Χάρη του Αγίου Πνεύματος γνωρίζουν αυτούς τους μυστικούς τόπους και παρίστανται ακούγοντας καθαρά και καταλαβαίνοντας πλήρως αυτές τις κουβέντες – που καμιά φορά είναι ολωσδιόλου περίεργες. Για όλους τους υπόλοιπους, ευτυχώς που υπάρχει κι η τέχνη.
Πράγματι, η εμπνευσμένη τέχνη μπορεί να ρίχνει κλεφτές ματιές σ’ αυτές τις συναντήσεις. Είναι σαν να περνάει γρήγορα με τ’ αυτοκίνητο δίπλα από ένα πάρκο, όπου έτυχε ο νους να έχει κρυφό ραντεβού με την καρδιά. Ανοίγει πάντα το παράθυρο, φωνάζει πάντα στον οδηγό: «Πιο σιγά! Σταμάτα!». Και πιάνει πάντα μερικές προτάσεις ή σκόρπιες λέξεις∙ αλλά μέχρις εκεί. Ο οδηγός ποτέ δεν σταματά… Ας είναι, όμως, κι έτσι. Από το ολότελα, κι αυτό καλό είναι. Για όποιον λαχταρά περισσότερα, για όποιον τα θέλει όλα, υπάρχει και η Αγιότης…
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, «χάριτες χρωστάγει η πατρίς» στους λογοτέχνες και στους καλλιτέχνες τις λεγόμενης «γενιάς του ’30» και στους επιγόνους τους. Γιατί έγραψαν, τραγούδησαν, ζωγράφισαν και σμίλεψαν προσπαθώντας να μας κάνουν να νιώσουμε το τι θα πει ελληνισμός, συγχρονίζοντας τη δική μας ταραγμένη, συγκεχυμένη κι αλλοτριωμένη αντίληψη με την άχρονη αισθητική του.
Αν ήθελε κανείς να συμβολίσει το συμπέρασμα της εργώδους αναδίφησης της έννοιας του ελληνισμού και του εκσυγχρονισμού της σημειολογίας του από τη «γενιά του ’30», με μια μόνον ηρωική μορφή, αυτή θα ήταν αναμφίβολα ο Μακρυγιάννης.
Δείτε τι παραδέχεται μια από τις εξέχουσες μορφές αυτής της γενιάς ο νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης: «Στον τόπο μας, όπου είμαστε τόσο σκληρά κάποτε αυτοδίδακτοι, ο Μακρυγιάννης στάθηκε ο πιο ταπεινός αλλά και ο πιο σταθερός διδάσκαλός μου». Και παρακάτω: «Αλήθεια, μία από τις χάρες του Μακρυγιάννη, που γεμίζει αγαλλίαση την ψυχή, είναι αυτό το συναίσθημα που δεν παύει ποτέ να μας δίνει· το συναίσθημα πως έχουμε στο πλάι μας έναν οδηγό –τόσο ανθρώπινο– που είναι μέτρο των πραγμάτων και των όντων». Και πάλι: «Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο δίκαιος άνθρωπος, ο άνθρωπος ζυγαριά της ζωής – αν υπάρχει μία ιδέα βασικά ελληνική, δεν είναι άλλη».
Ο δε έτερος νομπελίστας ποιητής της «γενιάς του ’30» Οδυσσέας Ελύτης σε συνέντευξή του το 1981 λέει παραμένοντας επίκαιρος: «Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Αυτή που εξαναγκάζεται και τους ίδιους τους υπηκόους της να καταπονεί και σ’ έναν διεθνή χορό μεταμφιεσμένων να μετέχει με το φόρεμα της Ευρωπαίας. Και υπάρχει η άλλη, που εξακολουθεί να υπακούει στον Ηράκλειτο και στον Μακρυγιάννη. Η πρώτη μπορεί να καταλυθεί μια μέρα. Η δεύτερη, ακόμη και αν μείνει χωρίς υπόσταση, ποτέ! Τουλάχιστον εγώ, γι’ αυτήν υπάρχω!».
Κι ο Ελύτης, λοιπόν, διαλέγει να προβάλλει τον Μακρυγιάννη εμβληματικά με δύο τρόπους. Στην πρώτη, ως επίλεκτη μορφή του νέου ελληνισμού που βρίσκεται σε ισορροπημένη συνέχεια και σύμπνοια με τον αρχαίο (Ηράκλειτος). Στη δεύτερη, ως αντιθετικό σύμβολο της ακατάλυτης Ελλάδας (αυτής που «ποτέ δεν πεθαίνει») απέναντι στην άλλη, τη δεύτερη, τη ψευδοφανή, τη φθαρτή, την ιδιοτελή, την ξεφτιλισμένη.
Αυτήν, δηλαδή, την οποία εμείς οι τωρινοί αφήσαμε να κυριαρχήσει ή (ακόμα χειρότερα!) την υπηρετήσαμε με το αζημίωτο.
Αυτήν που βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με το αθάνατο πνεύμα του ελληνισμού, όπως αυτό είναι κι όπως εύστοχα αναδείχτηκε από την απαράμιλλη, χιλιοβραβευμένη και στα πέρατα του κόσμου τιμημένη τέχνη της «γενιάς του ’30». Αυτήν την άτιμη Ελλάδα των αποδομητών, των δολιοφθορέων, των μηδιζόντων και των πρόθυμων πρωτοπαλίκαρων της βαρβαρότητας, την οποία ο ποιητής έβλεπε προφητικά να υφέρπει ήδη από το 1973, όταν δήλωνε: «Βλέπω τη βαρβαρότητα να ’ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του…».
Ποτέ η σύγκρουση μεταξύ των «δύο Ελλάδων» που αναφέρει ο νομπελίστας ποιητής μας δεν ήταν πιο ξεκάθαρη από ό,τι σήμερα. Δυστυχώς, η Ελλάδα των αποδομητών κάθε χρώματος και κόμματος τα τελευταία χρόνια επελαύνει ανεξέλεγκτα, με όπλα της την ακατάσχετη προπαγάνδα, τη χονδροειδέστατη και καταιγιστική ψευδολογία, την ευνοιοκρατική ανταμοιβή των προθύμων και την περιθωριοποίηση των αντικείμενων. Η χώρα δεν βρίσκεται πλέον σε καθεστώς απλής αναξιοκρατίας. Ο δημόσιος βίος έχει περάσει στο επόμενο στάδιο∙ ένα μίγμα φαυλοκρατίας και ηλιθιοκρατίας τείνει να κυριαρχήσει με επιταχυνόμενους ρυθμούς.
Η Ελλάδα του Ηράκλειτου, του Μακρυγιάννη, του Κόντογλου, του Σεφέρη και του Ελύτη αναζητεί πολιτική έκφραση. Υπάρχει κανείς εκεί έξω να της την προσφέρει γνήσια κι αξιόπιστα;