Τα νέα πολιτικά δεδομένα μετά τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία της 24ης Ιουνίου του 2018 δεν προδιαγράφουν απλώς συνέχιση και περαιτέρω ενίσχυση των απολυταρχικών μεθόδων του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο εσωτερικό.
Προοιωνίζονται ακόμη και μια ίσως πιο δυναμική και εθνικιστική στάση στο εξωτερικό, και περιορίζουν περαιτέρω ή εξανεμίζουν προοπτικές σύντομης λύσης στο Κυπριακό.
Η θριαμβευτική εκλογή του Ερντογάν στην προεδρία από τον πρώτο γύρω των εκλογών με 52,6% –επενδυμένη τώρα με συνταγματικές υπερεξουσίες μετά το δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου του 2017– σαφώς εκλαμβάνεται από τους κύκλους του Τούρκου προέδρου ως δικαίωση της πολιτικής και των μεθόδων του τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Για την επιτυχία αυτή ο Ερντογάν αναγνωρίζει ότι οφείλει πολλά και στη «Λαϊκή Συμμαχία» του με το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, που προφανώς αναμένει να ανταμειφτεί για την προσφορά του αυτή, έχοντας μεγαλύτερο λόγο στη διαμόρφωση και άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής. Αλλά και με την είσοδο του κόμματος αυτού με 49 έδρες στο Κοινοβούλιο θα διαδραματίζει τώρα καθοριστικό ρόλο στην ψήφιση νομοσχεδίων, αφού το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) με 295 έδρες από τις 600 δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα (50% + 1) σε αντίθεση με τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 2015 που πήρε 317 έδρες από τις 550.
Αναμένεται λοιπόν ότι αυτή η «επιτυχημένη» πολιτική, που οδήγησε στην εκλογή Ερντογάν, να συνεχιστεί ή και να ενισχυθεί. Στο εσωτερικό με επίκληση στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουνίου του2016 και τη δίωξη των «συνωμοτών» γκιουλενιστών, τη μάχη κατά της τρομοκρατίας, καθώς και την ασφάλεια του κράτους, ο Τούρκος πρόεδρος αναμένεται να παρατείνει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Θα συνεχίσει να μετέρχεται αντιδημοκρατικές μεθόδους για την απομόνωση πολιτικών αντιπάλων και αντιφρονούντων όσο αυτό τον εξυπηρετεί, ενώ η αντιπολίτευση παραμένει ανίσχυρη να τον ανακόψει και αναποτελεσματική. Στο εξωτερικό θα γίνει ακόμη πιο αισθητή η ένταση με τους εταίρους της Τουρκίας: Με την Ευρωπαϊκή Ένωση που ζητά σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών διαδικασιών, και τις ΗΠΑ να στηρίζουν τους Κούρδους μαχητές στον πόλεμο κατά του ISIS στη Συρία, να μην εκδίδουν τον φερόμενο ως «εγκέφαλο» του πραξικοπήματος κληρικό Φετουλάχ Γκιουλέν στις τουρκικές Αρχές και να αντιτίθενται στην αγορά οπλικών συστημάτων από τη Ρωσία.
Οι σύμμαχοι αυτοί έχουν δαιμονοποιηθεί στα μάτια του τουρκικού λαού, κερδίζοντας πόντους δημοτικότητας για τον πρόεδρο που «ορθώνει το ανάστημα του τουρκικού έθνους απέναντί τους», αψηφώντας τους «εκβιασμούς» σε βάρος της χώρας του και προβάλλοντας την Τουρκία ως μεγάλη δύναμη που ακολουθεί τη δική της ανεξάρτητη εθνική πολιτική. Η στάση Ερντογάν στο Συριακό, η εκστρατεία κατά των Κούρδων, οι στρατιωτικές επεμβάσεις στο Ιράκ και οι προσπάθειες εξάπλωσης της τουρκικής επιρροής και ανάληψης ηγετικού ρόλου στην περιοχή –αν και θα διακινδυνεύει να αποτελέσει γεωπολιτική πρόκλησης για το Ιράν– επίσης αναμένεται να συνεχιστούν και να είναι ίσως πιο αισθητά, όπως και η τουρκική συμπεριφορά στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την κυπριακή ΑΟΖ.
Υπό το πρίσμα των δεδομένων αυτών, σημειώνονται τα εξής που πρέπει να προβληματίσουν την ελληνοκυπριακή πλευρά:
- Πρώτο, η κατάσταση των σχέσεων μεταξύ ΕΕ, ΗΠΑ και Τουρκίας και η τουρκική παραγνώριση ή εχθρική αντίδραση στις προειδοποιήσεις των Ευρωπαίων ότι απομακρύνεται από την ένταξη στην Ένωση, όπως και εκείνες των Αμερικανών ότι αντιστρατεύεται το ΝΑΤΟ, αποδεικνύουν ότι οι Δυτικοί εταίροι –από τους οποίους η Κύπρος προσβλέπει στήριξη στο εθνικό της θέμα– δεν μπορούν να θεωρηθούν υπό τις συνθήκες αποτελεσματικοί μοχλοί πίεσης επί του τουρκικού καθεστώτος για πρόοδο στο Κυπριακό.
- Δεύτερο, όπως έχουν διαγραφεί οι πολιτικοί συσχετισμοί μετά τις εκλογές στην Τουρκία, οι προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού στο προβλεπτό μέλλον διαφαίνονται πολύ πιο περιορισμένες έως ανύπαρκτες από ό,τι ήταν ακόμη και τον περασμένο χρόνο στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας. Ιδιαίτερα στο θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, αναμένεται τώρα η Άγκυρα να είναι περισσότερο επίμονη στις θέσεις της. Βέβαια, ακόμη και οποιαδήποτε κατάληξη στο θέμα αυτό που θα τύγχανε της έγκρισης της κυβέρνησης Ερντογάν αλλά δεν θα ικανοποιούσε τους εθνικιστές –που υποστηρίζουν συνέχιση των εγγυήσεων και της παραμονής των κατοχικών στρατευμάτων–, με τους σημερινούς κομματικούς συσχετισμούς δεν θα περνούσε από την τουρκική Εθνοσυνέλευση. Πόσο μάλλον όταν σε αυτό το θέμα υπερθεματίζει και το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP), καθώς και το νεοϊδρυθέν –επίσης εθνικιστικό– Καλό Κόμμα (İyi), που εισήλθε στο Κοινοβούλιο καταλαμβάνοντας 43 θέσεις, αλλά και αριθμός βουλευτών του AKP.
Σαφώς στη μετεκλογική Τουρκία το Κυπριακό και οι προσπάθειες επίλυσής του φαίνεται πως θα βρεθούν αντιμέτωπα με νέα δεδομένα και αρνητικές προοπτικές. Η κυπριακή κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να μελετήσουν το ταχύτερο την κατάσταση αυτή και να διαγράψουν τις καταλληλότερες υπό τις συνθήκες πολιτικές και στρατηγικές.
Άριστος Αριστοτέλους
Πρώην βουλευτής, ειδικός σε θέματα άμυνας και στρατηγικής