Η σύναψη διεθνών συνθηκών εντάσσεται στις αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας, η δε Βουλή προβαίνει στην κύρωσή τους ύστερα από την υπογραφή τους, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος.
Αυτή είναι η συνήθης διαδικασία, η οποία στηρίζεται στο αντιπροσωπευτικό σύστημα και στο τεκμήριο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που διαθέτει η κάθε κυβέρνηση με ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Τα πράγματα μπορεί όμως να διαφοροποιηθούν όταν η κυβέρνηση αποτελείται από έναν συνασπισμό περισσότερων πολιτικών δυνάμεων και μία από τις συνιστώσες του κυβερνητικού συνασπισμού δηλώνει ότι διαφωνεί με τη σύναψη μιας σημαντικής διεθνούς συνθήκης. Τότε δεν είναι δεδομένη η ύπαρξη κοινοβουλευτικής συναίνεσης για τη συνομολόγηση της συνθήκης. Σε μια τέτοια περίπτωση τίθεται συνταγματικό ζήτημα, διότι ο ρόλος της λαϊκής αντιπροσωπείας δεν εξαντλείται στην παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση στην αρχή κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου. Πέραν τούτου, η Βουλή θα πρέπει να συμμετέχει –ή τουλάχιστον να συναινεί– στη λήψη όλων των σημαντικών αποφάσεων. Αυτός είναι άλλωστε ένας από τους λόγους για τον οποίο προβλέπονται διαδικασίες για τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να μπορούν να επηρεάζουν τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι εθνικές κυβερνήσεις στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικά όμως όσον αφορά τις διεθνείς συμβάσεις, θα μπορούσε να υπάρξει ένας καταρχήν εύλογος αντίλογος στα ανωτέρω, ο οποίος έγκειται στο ότι η Βουλή θα κληθεί, κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, να επικυρώσει τη διεθνή συνθήκη, ειδάλλως αυτή δεν μπορεί να ισχύσει στην ελληνική έννομη τάξη. Ένας τέτοιος αντίλογος δεν θα συνεκτιμούσε ίσως, κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι μπορούν να υπάρξουν πολύ σημαντικές συνέπειες από την υπογραφή μιας σύμβασης και πριν ακόμη από την κύρωσή της, έστω και εάν οι συνέπειες αυτές δεν έχουν αυστηρά νομικό χαρακτήρα αλλά πολύ μεγάλη σημασία σε επίπεδο λ.χ. πολιτικής και διεθνών σχέσεων. Για να το πούμε με όρους συνταγματικής θεωρίας, πρόκειται για τη λεγόμενη «κανονιστική δύναμη του πραγματικού» («normative Kraft des Faktischen»).
Εξάλλου, οι ρυθμίσεις που καταγράφονται σε μια υπογραφείσα διμερή συνθήκη αποτελούν μια αφετηρία από την οποία δύσκολα μπορεί να παρεκκλίνει ένα κράτος σε μελλοντικές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις.
Ουσιαστικά, και μεταφέροντας τη συζήτηση σε ένα γενικότερο επίπεδο, η συζήτηση για το ρόλο της Βουλής πριν από την υπογραφή σημαντικών διεθνών συνθηκών είναι μια συζήτηση για το ποια ανάγνωση του Συντάγματος προτιμάμε: την τυπική ή την ουσιαστική; Γιατί μπορεί μεν, όπως εύστοχα είχε επισημάνει παλαιότερα ο Ν. Ι. Σαρίπολος, οι «τύποι να σώζουσι την ουσία», από την άλλη όμως καλό είναι να ερμηνεύουμε τις συνταγματικές διατάξεις υπό το πρίσμα των θεμελιωδών συνταγματικών αρχών, εν προκειμένω της δημοκρατικής αρχής και του αντιπροσωπευτικού συστήματος, που διαφυλάσσουν τον ρόλο της λαϊκής αντιπροσωπείας στη λήψη των σημαντικών αποφάσεων. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η διάρρηξη της αντιπροσωπευτικότητας και η κρίση των σύγχρονων κοινοβουλευτικών συστημάτων οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στην υποβάθμιση των κοινοβουλίων.
Σπύρος Βλαχόπουλος
Αν. καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
- Πηγή: kathmerini.gr.