Αν κάτι έγινε αντιληπτό από την παρακολούθηση της προεκλογικής περιόδου στην Τουρκία έως και την περασμένη Κυριακή, είναι η αδυναμία συσπείρωσης δυνάμεων οι οποίες θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος έχει δημιουργήσει μια γραφειοκρατία η οποία τον περιβάλλει και ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό, έχοντας αποκτήσει καθεστωτικά χαρακτηριστικά. Τέτοιου είδους «κομματικές παντοκρατορίες» δεν καταπίπτουν εν τω μέσω μιας επικοινωνούμενης κανονικότητας, αλλά μονάχα κατόπιν μιας μείζονος πολιτικής ή οικονομικής κρίσης. Ο εν λόγω γραφειοκρατικός μηχανισμός είναι υπεράνω ακόμα και του ίδιου του Ερντογάν, υπό την έννοια ότι ακόμη και μετά το βιολογικό τέλος του θα συνεχίσει να κυριαρχεί «παράγοντας» ηγέτες, όπως ακριβώς συνέβη και με τους διάδοχους του Κεμάλ μετά το 1938.
Ας μου επιτραπεί μια τελείως αδόκιμη φράση για να περιγράψω εν συντομία τι επαληθεύτηκε μέσω του αποτελέσματος των τουρκικών εκλογών:
Όσο «περισσότερο καθεστώς» γίνεται ένας πολιτικός σχηματισμός, τόσο μεγαλύτερη κρίση απαιτείται προκειμένου αυτός να καταρρεύσει. Τούτο έχει καταστεί πασίδηλο σε πλήθος περιπτώσεων, είτε ομαλών κοινοβουλευτικών δημοκρατικών είτε δικτατορικών.
«Ανθ’ ημών Γουλιμής» αναφώνησε ο Χαρίλαος Τρικούπης όταν πληροφορήθηκε λίγο πριν από το πολιτικό –αλλά και βιολογικό– τέλος του ότι δεν κατάφερε καν να εκλεγεί βουλευτής στην περιφέρειά του και τη θέση του κατέλαβε ο Μιλτιάδης Γουλιμής. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο στην περίπτωση της Τουρκίας του Ερντογάν, καθώς τα απόνερα της οικονομικής κρίσης δεν έχουν μετακυλισθεί ευρέως ακόμη στους πολίτες, τα έργα υποδομών (πολλές φορές «φαραωνικά») εγκαινιάζονται το ένα μετά το άλλο, τα δίκτυα «επιβολής της κομματικής τάξης» είναι ακόμη πανίσχυρα, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία και στο Ιράκ επικοινωνείται ότι εξελίσσονται ομαλά, ενώ και το αντίπαλο αντιπολιτευτικό δέος απουσιάζει εκκωφαντικά. Δεδομένης της κρισιμότητας της τρέχουσας περιόδου, ενδεχομένως όλα αυτά να ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό και την επιλογή καταφυγής στις πρόωρες εκλογές της 24ης Ιουνίου.
Στα παραπάνω αξίζει να προστεθεί η αγωνία του Ερντογάν να παραμείνει στην εξουσία και να διατηρήσει την ασυλία του διά του ελέγχου του πολιτικού παιχνιδιού, καθώς είναι ήδη εκτεθειμένος τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του σε σκάνδαλα. Άλλωστε, τα αποτελέσματα ιδιαίτερα στις κουρδικές περιοχές καταμαρτυρούν την εν λόγω «αγωνία πάση θυσία διατήρησης» αξιοπρεπών ποσοστών, και φυσικά αυτή η πρακτική δεν συνιστά καινούρια συνήθεια. Μνημειώδης παραμένει η παρέμβαση του νυν υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2014, όταν διέκοψε τη διαδικασία καταμέτρησης των ψήφων στην Αττάλεια επειδή προηγείτο ο Μουσταφά Ακαϊντίν, υποψήφιος του αντίπαλου προς τον υποστηριζόμενο από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης συνδυασμού.
Όπως σημειώθηκε και σε κείμενο του γράφοντος πριν από τις εκλογές, η εναπόθεση της ελπίδας μας από καιρού εις καιρόν σε συγκεκριμένους ηγέτες είναι ανώφελη, μιας και η Τουρκία χαράζει τη στρατηγική της υπό την πίεση δομικών παραμέτρων οι οποίες άπτονται τόσο της περιφερειακής κατανομής ισχύος όσο και της φύσης του μωσαϊκού πληθυσμών και τάσεων στο εσωτερικό της.
Κατά συνέπεια, η επόμενη μέρα βρίσκει τον Ρετζέπ Τεγίπ Ερντογάν απόλυτο κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού μετά και την περσινή νίκη του στο δημοψήφισμα. Αν κάποιοι διαβλέπουν, λόγω και των δρομολογημένων συνταγματικών αλλαγών, κίνδυνο αποθράσυνσης, εγώ θα απαντούσα ότι εξαρτάται από τους δρώντες της περιφέρειας κατά πόσο θα αναλάβουν τις ευθύνες τους έναντι μιας συντεταγμένης στρατηγικής της Τουρκίας, η οποία είναι τόσο συνεπής ώστε η εστίαση στις εσωτερικές ανακατατάξεις να θεωρείται περιττή όσον αφορά –τονίζω– την ηγεμονική τάση της. Η Τουρκία κινείται δομικά και βάσει μακρόπνοου σχεδιασμού, με τον ηγεμονισμό να παραμένει, ενώ ενδεχόμενες αλλαγές περιορίζονται αποκλειστικά στις επιμέρους τακτικές κινήσεις της εκάστοτε εξουσίας.