Όταν έφθασα το 1922 στην Ελλάδα από την Ρωσία, εγκαταστάθηκα στον Πειραιά, στον Συνοικισμό Ποντίων, όπως ελέγετο τότε η Δραπετσώνα από τους πρώτους Ποντίους πρόσφυγας της Ρωσίας, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί από τα έτη 1919-20 και 1921 επί των ακατοικήτων μέχρι τότε περιοχών των εργοστασίων 1) Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων και 2) Τσιμέντων «Ηρακλής» όπου ασχολούντο ως εργάτες οι άνδρες και πολλές γυναίκες, με ημερομίσθιον 10 δραχμών την ημέρα. Οι πρόσφυγες αυτοί, λόγω της προελεύσεώς των από διαφόρους περιοχάς του Πόντου, είχαν τρία κοινωνικά σωματεία, καθαρώς τοπικιστικά: 1) Σωματείον Ποντίων «Υψηλάντης», 2) Σωματείον των εκ Χαλδείας Ελλήνων και 3) «Αλληλοβοήθεια». Ως έμμισθος Γραμματεύς του Σωματείου «Υψηλάντης», από την πρώτη μέρα, αντελήφθην ότι ο διαχωρισμός αυτός εις σωματεία καθαρώς τοπικιστικού χαρακτήρος, ήτο επιβλαβής δια τα συμφέροντα και τας επιδιώξεις των κατοίκων, όλων ανεξαιρέτως των Ποντίων, επεδίωξα την συνένωσίν των εις έν και μόνον σωματείον με τον τίτλον «Ένωσις Ποντίων Πειραιώς» και το επέτυχα. Το έτος 1923 επέτυχα την ίδρυσι της Ενώσεως Ποντίων Πειραιώς, εις την οποίαν συνεχωνεύθησαν και τα τρία μέχρι τότε σωματεία.
Ο Συνοικισμός απετελείτο από παραπήγματα και σκηνές εις τα οποία εστεγάζοντο οι πρόσφυγες με ατομικές τους δαπάνες.
Ήδη από το 1922, με την ανταλλαγήν των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής, ο οικισμός στην Δραπετσώνα έφτασε στο αδιαχώρητο. Χωρίς σχέδιο, χωρίς δρόμους, χωρίς αποχέτευσι, χωρίς φως, χωρίς νερό, η ζωή ήτο μαρτυρική. Το έτος 1924, πετύχαμε με ενέργειες της Ενώσεώς μας, την κατασκευή 160 ξυλίνων παραπηγμάτων για ισαρίθμους οικογένειες, αλλά στις 5.000 οικογένειες που είχαν ανάγκη κατοικίας, αυτό ήτο σταλαγματιά στον Ωκεανό.
Σχολεία δεν υπήρχον. Στον υπουργό της Παιδείας Θωμά Βαλαλά που τον επεσκέφθηκα για ίδρυσι ενός τουλάχιστον σχολείου, μου απήντησε ότι δυστυχώς, στον Προϋπολογισμό του Κράτους δεν υπάρχει κονδύλιον για ίδρυσι νέων σχολείων. Έφυγα απογοητευμένος. Να έχουμε τα παιδιά στους δρόμους και να μη έχουμε σχολεία. Εισηγήθηκα στο Συμβούλιο της Ενώσεώς μας να νοικιάσουμε με έξοδα της Ενώσεως οίκημα για σχολείο. Να μισθώσουμε και δασκάλους –είχαμε πρόσφυγας δασκάλους από την Ρωσία και την Τουρκία, που δούλευαν ως εργάτες με 10 δραχμές μεροκάματο–, να μη μείνουν τα παιδιά αγράμματα και να διαφθείρονται και ψυχικά. Ανοίξαμε και ένα νυχτερινό σχολείο, για τα κάπως μεγάλα παιδιά. Εκεί εδίδασκα και εγώ δωρεάν.
Νυχτερινή Σχολή Δραπετσώνας, 1925. Οι τρεις δάσκαλοι μεταξύ των μαθητών, από αριστερά Χριστόφορος Παπαδάκης, Αναστάσιος Πολατώφ και Δημήτριος Μισαηλίδης (φωτ.: Από τον Πόντο και τη Μικρασία στον Πειραιά, εδώ… στη Δραπετσώνα)
Μετά από δύο μήνες, που έμειναν απλήρωτα το ενοίκιο και μισθοί των δασκάλων, πήρα τα κλειδιά των σχολείων και ανέβηκα στο Υπουργείο. Ήταν ο ίδιος υπουργός –ο Βαλαλάς–, παρουσιάστηκα και του δήλωσα ότι ήρθα να του παραδώσω τα κλειδιά του σχολείου, διότι δεν αντέχουμε στα έξοδα – ενοίκια και μισθοί δασκάλων. Ο υπουργός κάλεσε τον γεν. γραμματέα να του πει τι πρέπει να γίνει. Ο γεν. γραμματέας του είπε επί λέξει: «Κύριε υπουργέ, νέα σχολεία δεν μπορούμε να ιδρύσουμε, λειτουργούντα όμως σχολεία δεν μπορούμε να τα κλείσουμε». Γενικός γραμματεύς ήτο ο Γιάννης ο Κωνστανταράκης. Με κάλεσε στο γραφείο του και μου είπε επί λέξει: «Κάνε το εξής, κάνε ένορκες βεβαιώσεις ότι οι δάσκαλοι είναι όντως δάσκαλοι. Να μου τις φέρεις εδώ στο υπουργείο μαζί με το συμβόλαιο της μισθώσεως του κτιρίου». Έκανα όπως μου είπε και σε μια βδομάδα τα πήγα. Έγινε επίταξις του Σχολείου από το υπουργείο και οι δάσκαλοι διωρίσθηκαν ως δημόσιοι υπάλληλοι.
Από κει και πέρα ανέλαβε το υπουργείο Παιδείας τας σχετικάς δαπάνας. Γλυτώσαμε από το βαρύ φορτίο των εξόδων.
Το έτος 1925 εξελέγη δήμαρχος Πειραιώς ο Τάκης Παναγιωτόπουλος (φιλελεύθερος) με αντίπαλον τον γέρο Σκυλίτση, του Λαϊκού Κόμματος. Ενωμένος ο προσφυγικός κόσμος ψήφισε τον φιλελεύθερο Παναγιωτόπουλο. Εκείνη την εποχή ο Πειραιεύς με τους συνοικισμούς που αποτελούν τώρα τους Δήμους Δραπετσώνας, Κερατσινίου, Νικαίας, Κορυδαλλού και Περάματος, ήτο ενιαίος Δήμος. Ο Παναγιωτόπουλος με τον οποίον είχα συνδεθή αφ’ ότου έφτασα στον Πειραιά, μετά την εκλογή του, με κάλεσε το 1926 από λόγους ευγνωμοσύνης προς την προσφυγιά, η οποία στάθηκε στο πλευρό του κατά την εκλογή του και με παρεκάλεσε να αναλάβω υπηρεσία στον Δήμο και να μεριμνήσω για τις ανάγκες των προσφυγικών συνοικισμών του Πειραιά. Του συνέταξα έναν Οργανισμό Δημοτικής Συνοικιακής Μερίμνης.
Εγκαταστήσαμε Δημοτικά Γραφεία στους συνοικισμούς Δραπετσώνας (ο νυν Δήμος Δραπετσώνας), στην Κοκκινιά (ο νυν Δήμος Νικαίας) και στα Ταμπούρια (νυν Δήμος Κερατσινίου). Τα γραφεία αυτά εξυπηρετούσαν πάρα πολύ τους πέριξ συνοικισμούς, εις τα πολλαπλάς των ανάγκας. Το έτος 1929 προήχθην εις Εισηγητήν της Διοικήσεως. Το έτος 1934 έγιναν νέες Δημοτικές εκλογές. Προηγήθηκαν βουλευτικές εκλογές, κατά τας οποίας επλειοψήφησε το Λαϊκό Κόμμα. Επηκολούθησαν εκλογές, αι δημοτικαί εκλογαί, κατά τας οποίας, κυβερνώντος ήδη του Λαϊκού Κόμματος, με νοθείες καταφανείς, επεκράτησαν στον Πειραιά οι Λαϊκοί και δήμαρχος εξελέγη αντί του υποψηφίου των Φιλελευθέρων Μιχαήλ Ρινόπουλου, ο υποψήφιος των Λαϊκών, ιατρός Σωτήριος Στρατήγης. Σε μια εβδομάδα μού εκοινοποιήθη απόλυσις από την υπηρεσίαν μου, αλλά την επομένην ανεκλήθη η απόλυσίς μου, δια τον φόβον ότι σε περίπτωσι ενδεχομένης επικρατήσεως του Φιλελεύθερου Κόμματος, θα ήτο ενδεχόμενον επανερχόμενος να κυνηγήσω τους εισηγηθέντας την απόλυσί μου, συναδέλφους του Λαϊκού Κόμματος.
- Πηγή: Ένωση Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας, Από τον Πόντο και τη Μικρασία στον Πειραιά, εδώ… στη Δραπετσώνα, εκδ. Ινφογνώμων, Δραπετσώνα 2016.